Ο κυνηγός αντί για λαγό σκότωσε άνθρωπο (Παραμύθι από τη λαογράφο Παρθένα Τσοκτουρίδου)

 

Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωριό ένα ανδρόγυνο. Ο άντρας ήταν κυνηγός. Μια μέρα πήγε στο κυνήγι, αλλά δεν έπιασε λαγό.

-Σήμερα δεν έφερα λαγό, αλλά έκανα κάτι άλλο. Θα σου το πω, αλλά δεν θα το πεις σε κανένα. Θα το θάψεις μέσα σου μυστικό, γιατί πρέπει να το πω κάπου, αλλιώς θα  σκάσω! είπε στη γυναίκα του.

-Μα, τι έκανες; τον ρώτησε εκείνη.

-Θα σου το πω, αλλά πρόσεχε! Μη το πεις σε κανέναν! Μόνο εμείς οι δυο θα το ξέρουμε, αλλιώς αν το πεις, θα με χαντακώσεις.

-Αααα…. Εγώ να πω το δικό σου μυστικό; Ο Θεός να με κάψει! του είπε.

-Σήμερα, γυναίκα, αντί για λαγό, σκότωσα άνθρωπο, δίχως να το θέλω.

-Τι έκανες;

-Αυτό που άκουσες! Τον έθαψα κατά κει στα αμπέλια μέσα στις κοπριές! της είπε και ξέσκασε.

Την άλλη μέρα ο άντρας πήγε στο κυνήγι. Η γυναίκα του αμέσως πρόλαβε και πήγε στη γειτονιά για να κουτσομπολέψει τον άντρα της. Είπε το μυστικό του στην κουμπάρα της.

-Κουμπάρα, σου έχω εμπιστοσύνη. Δεν θα το πεις πουθενά! της είπε.

-Πως θα το πω; Αυτό δεν λέγεται! Ο άντρας σου άνθρωπο σκότωσε. Δεν σκότωσε κανένα κουνούπι! την διαβεβαίωσε η κουμπάρα της κι έκανε τα χέρια της σταυρό και τον φίλησε.

Μόλις έφυγε η γυναίκα, η κουμπάρα της αμέσως έτρεξε στην δική της κουμπάρα και το είπε. Έτσι διαδόθηκε σε όλο το χωριό. Έφτασε και στης αστυνομίας τα αυτιά. Την άλλη μέρα, πριν ξημερώσει καλά – καλά, έφτασε η αστυνομία στην πόρτα τους. Μόλις τους είδε ο κυνηγός, αμέσως κατάλαβε ότι τον πρόδωσε η γυναίκα του. Του έδεσαν τα χέρια και τον πήραν στην αστυνομία.

-Μάθαμε από τους χωριανούς ότι σκότωσες άνθρωπο! του είπαν.

-Ναι! Σκότωσα άθελά μου έναν άνθρωπο! παραδέχτηκε εκείνος.

-Τι τον έκανες μετά; τον ρώτησαν.

-Τον έθαψα κατά κει στα αμπέλια μέσα στις κοπριές! τους είπε.

-Πάμε να μας δείξεις που κοντά τον έθαψες! του είπαν.

-Πάμε! Αφού πρόδωσε η γυναίκα μου, τι να κάνω; Πρέπει να πληρώσω!

Ξεκίνησαν λοιπόν κι έφτασαν στο σημείο που ήταν ο άνθρωπος θαμμένος. Η αστυνομία τότε του είπε:

-Όπως τον έθαψες, τώρα πάρε τον κασμά, σκάψε και βγάλ’ τον.

Έσκαβε… έσκαβε και δεν τελείωνε ποτέ…Του είπαν ότι τον έβαλε πολύ βαθιά κι έπρεπε να επιμείνει στο σκάψιμο. Εκείνος ξανά έσκαβε…έσκαβε….ώσπου τελικά φάνηκε ένα γαϊδουρινό πόδι, δυο πόδια κι ύστερα σιγά-σιγά ένας γάϊδαρος. Είχε και μια μεγάλη βρώμα…πίφι!…όλοι έκαναν πίσω και κρατούσαν τις μύτες τους.

-Γάϊδαρο έθαψες; τον ρώτησε η αστυνομία.

-Ναι! τους είπε. Τον βρήκα ψόφιο και για να μη βρωμάει, τον έθαψα. Είπα να δοκιμάσω την γυναίκα μου, να δω αν θα κρατήσει το μυστικό μου και της είπα ότι σκότωσα άνθρωπο. Αλλά αν θα πεις το μυστικό σου στην γυναίκα σου, είναι σαν να το λες στης εκκλησίας την πόρτα.

Κι έτσι, αθώος ο κατηγορούμενος. Έσκασαν όλοι στα γέλια και βγάλανε αυτούς τους στίχους:

 

Τον εχθρό σου να μην ακούς

τα λόγια που σου λέει

ούτε της γυναίκας σου ποτέ

που σε μιλά και κλαίει.

Φίλε, στον φίλο σου μην το πεις

ποτέ το μυστικό σου

φίλος στον φίλο θα το πει

κι είναι κακό δικό σου.

Ο Φιβιρίτσος (Παραμύθι από τη λαογράφο Παρθένα Τσοκτουρίδου)

                                                        

Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένας γεωργός που είχε ένα ζευγάρι βόδια, τα οποία είχαν μεγάλα κέρατα κι από μέσα ήταν κούφια. Ήρθε ένα  μικρό ανθρωπάκι, πολύ μικρό, που μπήκε μέσα στο κέρατο του βοδιού. Κρατούσε ένα ξύλο κι έφτιαχνε κουμάντο τα βόδια να οργώνουνε.

Ο νοικοκύρης δεν ήξερε τι έκανε από την χαρά του και πότε – πότε πήγαινε στο σπίτι, στο καφενείο κι όλοι τον ρωτούσαν:

- «Μα, πώς οργώνουν τα βόδια τους από μόνα τους κι εσύ πηγαίνεις όπου θέλεις».

-Έχω ένα Φιβιρίτσο μέσα στο κέρατο, ένα πολύ μικρό ανθρωπάκι και μου κάνει αυτή τη δουλειά! τους είπε ο γεωργός.

Ένας γείτονας τον ζήλεψε. Πήγε κι έκλεψε τον Φιβιρίτσο. Τον πήγε στο σπίτι του να τον εξαφανίσει και είπε στη γυναίκα του:

-Άναψε τον φούρνο και μόλις πυρώσει καλά και κοκκινίσει, ρίξε μέσα τον Φιβιρίτσο. Ψήσ’ τον καλά και θα τον φάμε. Εγώ θα πάω στο χωράφι. Το βράδυ να τον βρω έτοιμο ψημένο.

Ο Φιβιρίτσος το άκουσε και πήρε τα μέτρα του. Άναψε τον φούρνο η γυναίκα του, τον κοκκίνισε καλά και είπε στον Φιβιρίτσο:

-Έλα μπες στο φούρνο.

-Καλά! της είπε. Πως θα μπω, όμως; Δείξε μου πως μπαίνουν μέσα!

-Έλα!.. Έλα να σου δείξω! του είπε η γυναίκα κι έκανε την κίνηση να του δείξει.

Ο Φιβιρίτσος την έσπρωξε και την έριξε μέσα στο φούρνο, την έψησε καλά και την έβγαλε. Έκοψε τα στήθη της και τα κρέμασε πίσω στην πόρτα και τα άλλα κομμάτια τα έβαλε όπου ήθελε όλα κρεμασμένα γύρω – γύρω. Ήρθε ο νοικοκύρης… τι να δει… ένα ανθρώπινο πόδι κρεμασμένο.. αλλού ένα χέρι… άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας κι είδε πίσω από την πόρτα δυο στήθη…

Τρόμαξε και κατάλαβε πως ήταν δουλειά του Φιβιρίτσου κι άρχισε να φωνάζει:

-Φιβριρίτσο!… Που είσαι;

-Εδώ είμαι! άκουσε τον Φιβιρίτσο να του απαντάει. Πάνω στο ταβάνι.

Τον πήρε τότε με το καλό να κατέβει με σκοπό να τον πετσοκόψει. Ο Φιβιρίτσος ήταν μια πιθαμή, αλλά ήταν πιο έξυπνος από αυτόν.

-Φιβιρίτσο, έλα κατέβα κάτω και δεν θα σου κάνω τίποτα.

-Ναι; Να κατέβω και να με σκοτώσεις;

-Σε παρακαλώ! τον χιλιοπαρακαλούσε, αλλά εκείνος που να γελαστεί!

-Φιβιρίτσο, πες μου πως ανέβηκες στο ταβάνι;

-Έβαλα βαρέλια το ένα πάνω στο άλλο και ανέβηκα.

 Έβαλε βαρέλια κι εκείνος κι άρχισε να ανεβαίνει πάνω στα βαρέλια και… ΚΡΑΝΓΚΑ … με ένα μεγάλο κραδασμό έπεσε κάτω.  

-Φιβιρίτσο! Πες μου την αλήθεια πως θα ανεβώ να έρθω μαζί σου!

-Θα βάλεις πολλά αυγά άβραστα το ένα πάνω στο άλλο και μόλις πατήσεις πάνω, αμέσως θα ανέβεις! του είπε.

Έβαλε πολλά αυγά και μόλις ανέβηκε πάνω τους… ΤΣΙΑΝΓΚΑΡ… έσπασαν κι έγινε χάλια. Ο Φιβιρίτσος έσκασε στα γέλια. Και πάλι του είπε:

-Σε παρακαλώ Φιβιρίτσο! Πες μου την αλήθεια πως ανέβηκες πάνω στο ταβάνι, να έρθω μαζί σου.

-Θα σου πω την αλήθεια, αλλά θα το κάνεις.

-Ναι, ό,τι πεις θα το κάνω! του είπε έχοντας στο νου του ότι έπρεπε πάση θυσία να ανέβαινε στο ταβάνι, γιατί φοβότανε τη ζωή του, μήπως τον σκότωνε ο Φιβιρίτσος.

-Θα ανάψεις τον φούρνο καλά-καλά. Θα βάλεις ένα φτυάρι να πυρωθεί καλά. Πρέπει να γίνει κόκκινο και θα βγάλεις το παντελόνι σου και το σώβρακο. Θα κάτσεις πάνω στο φτυάρι με γυμνό ποπό και … ΦΡΑΠ… θα ανέβεις αμέσως στο ταβάνι.

Όπως τον συμβούλεψε ο Φιβιρίτσος, έτσι έκανε. Μόλις όμως έβαλε στον ποπό του το πυρωμένο φτυάρι, κάηκε κι έβγαλε κάτι φωνέέέές!…

-Φιβιρίτσο, καλά μου έκανες γιατί σε έκλεψα από τον νοικοκύρη σου! του έλεγε, ώσπου δεν άντεξε και πέθανε.

Ο Φιβιρίτσος κατέβηκε, πήρε δρόμο κι έφυγε. Πήγε στο νοικοκύρη του, ο οποίος μόλις τον είδε χάρηκε. Τον αγκάλιασε και του είπε:

-Που ήσουν Φιβιρίτσο; Σε έψαχνα παντού και δεν μπόρεσα να σε βρω.

Ο Φιβιρίτσος του είπε την ιστορία του κι από κει και πέρα πάλι του όργωνε τα χωράφια του και ζήσανε μαζί μέχρι το τέλος της ζωής τους.