Εφιαλτικά μαρτύρια (Απόσπασμα από το βραβευμένο βιβλίο της Παρθένας Τσοκτουρίδου «Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο»)

Ο παππούς Μιχάλης καθότανε στην αναπαυτική του καρέκλα δίπλα στο τζάκι με τα μάτια καρφωμένα στο κενό. Οι αναμνήσεις του μακρινού παρελθόντος στην αλησμόνητη Πατρίδα χοροπηδούσαν στον εγκέφαλό του στήνοντας τρελό χορό συγκινήσεων και ταραχής. Ο εγγονός του κάθονταν στο πλάι του, έτοιμος να ρουφήξει τα λόγια του, κρατώντας του το χέρι και χαϊδεύοντας το απαλά.

-Μίλα, παππού!... Πες τα όλα να ξεθυμάνεις!...Μη τα κρατάς μέσα σου!...

-Ήταν βαρύς ο χειμώνας του χίλια εννιακόσια δέκα έξι, με πυκνό χιόνι και παγωνιά, όταν οι συνομήλικοι μου, μικρά παιδιά, σε θλιβερές συνοδείες, βαδίζαμε στους τόπους της εξορίας μας, μαζί με άνδρες και γυναίκες από όλα τα μέρη του Πόντου, είπε ο παππούς Μιχάλης.

-Πήγαιναν και τα παιδιά εξορία τότε, παππού; ρώτησε ο Μιχαλάκης.

-Και βέβαια πήγαιναν!... Ο κάθε τόπος που αντικρίζαμε, σήμαινε τον τελικό σταθμό για μας. Αλλά, δυστυχώς, τελικός προορισμός δεν υπήρχε. Σε λίγες μέρες έρχονταν πάντα αυστηρές διαταγές να ξαναριχτούμε στους δρόμους του μαρτυρικού μας θανάτου και να εξοντωθούμε από την πείνα και την εξάντληση του άσκοπου πολύωρου  βαδίσματος μας.

-Περπατούσατε πολύ, παππού;

-Ναι, παιδί μου! Η ταλαιπωρία μας ήταν μεγάλη μέσα στα βουνά με τους δύσβατους δρόμους.

-Ποιοι σας συνόδευαν, παππού;

 -Η συνοδεία μας αποτελούνταν από πολύ σκληρούς και απάνθρωπους φρουρούς. Εκείνοι μας οδηγούσαν στους μαρτυρικούς εκείνους δρόμους, τους τόπους της κόλασης για μας.

-Πες μου την πραγματική ιστορία, παππού; Γιατί συνέβηκαν όλα αυτά;

-Όλα τα παιδιά ακούγαμε τότε από τους μεγάλους να αναφέρονται με πόνο και σπαραγμό ψυχής στην μεγάλη πίστη μας, την Ορθοδοξία, η οποία τότε, στην Ανατολή,  βρέθηκε μπροστά σε έναν εξωτερικό εχθρό, το Ισλάμ, που απειλούσε μόνιμα την ίδια της την ύπαρξη.

Αυτό ήταν και το κύριο πρόβλημα, που όπως έλεγαν, έγινε πολύ έντονο από τη στιγμή που ο μουσουλμανικός λαός των Τούρκων πάτησε το πόδι του στη Μικρά Ασία και γύρεψε να κατακτήσει όλες τις χώρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τη βίαιη εγκατάσταση τους έφεραν το τέλος της αυτοκρατορίας, που έγινε οριστικό με την Άλωση της Κων/πολης στα χίλια τετρακόσια πενήντα τρία.

Οι Τούρκοι κατακτητές εγκαταστάθηκαν αρχικά μόνιμα στη Μικρά Ασία και αργότερα στη Βαλκανική Χερσόνησο. Είχαν πρωτόγονα στοιχεία πολιτισμού και βίαιη συμπεριφορά απέναντι στους Χριστιανούς λόγω της κατωτερότητας τους απέναντι τους. Πίστευαν ότι, έστω και με βία, αν τους εξισλάμιζαν, θα ήταν δυνατό να δημιουργήσουν την αυτοκρατορία την οποία οραματίζονταν.

Όσοι δεν ήταν μουσουλμάνοι έπρεπε με κάθε τρόπο να οδηγηθούν στην πίστη του Αλλάχ. Πολλοί Χριστιανοί γίνονταν μουσουλμάνοι, μερικές φορές ολόκληρες κοινότητες, για διάφορους λόγους που σπάνια είχαν σχέση με την πεποίθηση ότι στη θρησκεία των Τούρκων έβρισκαν την αλήθεια. Τις περισσότερες φορές αυτό γινόταν γιατί μόνο έτσι μπορούσαν να επιζήσουν, αλλιώς τους περίμενε ο βίαιος θάνατος.

-Πω! Πω!.... Συνέβαιναν τρομερά πράγματα, παππού!

-Και να’ ταν μόνο αυτά; Οι Τούρκοι ήθελαν τους Χριστιανούς απαίδευτους, έτσι ώστε να χάσουν με τον καιρό την εθνική και εκκλησιαστική τους ταυτότητα. Η Εκκλησία αγωνίστηκε σκληρά για να διατηρήσει τη γλώσσα, να διδάξει με το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι γραφή και ανάγνωση, να συνεχίσει τις λαϊκές παραδόσεις χρησιμοποιώντας τους τεχνίτες και τους καλλιτέχνες, να διασώσει τη σοφία της κλασσικής αρχαιότητας. Και όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν στα μοναστήρια, στις Εκκλησίες και στα κρυφά σχολειά. Εκεί μέσα οι κληρικοί διατήρησαν την πονεμένη ελπίδα των νέων και των γέρων για λευτεριά.

-Από πότε ξεκίνησε το κακό, παππού;

-Το κακό ξεκίνησε, έτσι όπως μου έλεγαν οι γεροντότεροι, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και το πρώτο έτος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οπότε ακολούθησε η στράτευση των χριστιανών που ήταν τυπική, όμως πάντοτε τοποθετούνταν στις πλέον απόμακρες μονάδες. Όσο για τη μεταχείρισή τους από τους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, εκείνη ήταν απάνθρωπη και βάρβαρη και συχνά έφτανε σε ξυλοδαρμούς μέχρι θανάτου.

Όλες οι χιονισμένες κορφές της Ανατολίας και του Καυκάσου και η ζεστή αφιλόξενη έρημος της Αραβίας και του Σινά γέμισαν από πτώματα χριστιανών στρατιωτών, που τους χρησιμοποιούσαν πολλές φορές σαν υποζύγια να σέρνουν πέρα-δώθε φορτηγά κάρα, πυροβόλα και παντός είδους πολεμοφόδια και πυρομαχικά.

Και ξαφνικά, από τις αρχές του Ιουλίου του χίλια εννιακόσια δεκατέσσερα, τέθηκε σ’ εφαρμογή ένα πιο σατανικό σχέδιο, γερμανικής έμπνευσης. Κατάταξη των χριστιανών σε ξεχωριστά άοπλα στρατιωτικά τμήματα, τα λεγόμενα τάγματα εργασίας. Σκοπός τους ήταν τυπικά οι εργασίες κοινής ωφέλειας με διανοίξεις δρόμων, τούνελ, μεταλλείων, ανθυγιεινών εργοστασίων κλπ. Όμως ουσιαστικά οι εργασίες αυτές συνέχιζαν όσο συνέχιζε και η σωματική και ψυχική αντοχή του καθενός.

-Τους έδιναν τουλάχιστον λίγο φαγάκι, παππού;

-Τους έδιναν! … Ένα κομμάτι ακατάλληλο ψωμί από βίκο, το οποίο ήταν τροφή για ζώα και μια νερόβραστη σούπα, κάθε μέρα, κάτω από τη βροχή και το χιόνι, κι εκείνο, με βρισιές, προπηλακισμούς και ξύλο.

Οι αρρώστιες από δυσεντερία, διάρροια, εξανθηματικό τύφο, δεν άφηναν πολλά περιθώρια για να ζήσει κανείς. Ελάχιστος ήταν ο αριθμός εκείνων που επέζησαν από τα περίφημα αυτά «τάγματα θανάτου», όπως τα αποκαλούσαμε οι χριστιανοί. Ακόμη μια χρονιά αυτού του καθεστώτος και η Τουρκία θα είχε γίνει νεκροταφείο όλων μας.

-Ποιος εφάρμοσε αυτό το μέτρο; ρώτησε ο Μιχαλάκης.

-Αυτή η εφαρμογή του μέτρου, αγόρι μου, για να εξοντωθεί ο ελληνισμός με αυτές τις  αθρόες εκτοπίσεις έγινε με απόφαση του Τουρκικού Κομιτάτου και έλαβε χώρα από το χίλια εννιακόσια δεκαπέντε. Άρχισε  από την χερσόνησο της Καλλίπολης και του Ελλησπόντου κι επεκτάθηκε σε όλα τα παράλια και τα νησιά της Προποντίδας και τη Μικρασία.

-Γιατί λες πως δεν θα ζούσατε;

-Επειδή καθημερινά πέθαιναν και δυο - τρεις από την πείνα. Στερούμασταν τα πάντα. Πεινούσαμε, διψούσαμε και οι Τούρκοι δεν μας επέτρεπαν να προμηθευτούμε ούτε ψωμί ούτε νερό.

Οι πιο πολλοί πέθαιναν κατά την πορεία από τα βάσανα. Εγκαταλείπονταν μισοπεθαμένοι  στον δρόμο. Οι γυναίκες επίτοκοι εγκατέλειπαν τα νεογνά τους και ακολουθούσαν όπως μπορούσαν, επειδή όσες βραδυπορούσαν, δέρνονταν από τους συνοδούς τους χωροφύλακες.

-Τι απέγιναν άραγε εκείνα, παππού;

-Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι! Απ’ όσα μέρη περνούσαμε, βλέπαμε τους χριστιανούς να εκτελούνται με την πιο απάνθρωπη μορφή. Πυρπολούνταν τα χωριά και εκκενώνονταν για να μη υπάρχει ίχνος χριστιανικής ύπαρξης. Άνθρωποι σκελετωμένοι, μεγάλοι και μικροί, ζητούσαν έλεος, μα ποιος να τους άκουγε τότε; Πόσοι απ’ αυτούς πέθαναν από τα δεινοπαθήματα τους και ρίχτηκαν σε χαντάκια και σε ερημιές! Εγώ τουλάχιστον ξέρω, γιατί τα έβλεπα! Όλα ήταν ένας εφιάλτης!.... Το πώς έζησα από εκείνα τα μαρτύρια είναι ένα θαύμα απ’ τον Θεό! τέλειωσε τα λόγια του ο παππούς Μιχάλης κι ο εγγονός του σώπασε σ’ ένδειξη σεβασμού μπρος στη συγκίνηση του ηλικιωμένου αυτού ανθρώπου.

 

"Η ελληνική επανάσταση δρα και στο Δήμο Βερμίου", κεφ. από το βιβλίο "Η προγονική ιστορία του Δήμου Βερμίου" της Παρθένας Τσοκτουρίδου στο Περιοδικό ΜΟΥΣΩΝ ΜΕΛΑΘΡΟΝ της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, τεύχος 40

                      
 

Η ιδέα της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό εμπνεύστηκε σε πολλά παλικάρια της Ανεξαρτησίας του Πολέμου, τα οποία ως παρακινητές, ρίχτηκαν στον αγώνα πολεμώντας πρώτοι στη γραμμή. Η ελληνική υπεροχή στον ανταρτοπόλεμο, σε ένα έδαφος που ήταν ιδεώδες για πόλεμο ατάκτων, μαζί με την κυριαρχία στη θάλασσα, που εμπόδιζε αποτελεσματικά τον από θαλάσσης ανεφοδιασμό, έδινε στους επαναστάτες τη δυνατότητα να παρακωλύσουν τις κινήσεις του οθωμανικού στρατού.

Τις βασικές αντάρτικες ομάδες της Ελλάδας αποτελούσαν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Στα τουρκικά έγγραφα αποκαλούνται «ληστές», «κακούργοι», «επαναστάτες». Στα 1742 εμφανίστηκε στο Βέρμιο σώμα κλεφτών (300) με αρχηγό τον Κατρανιτσιώτη Καπετάν Γούτα, λόγω της φιλελεύθερης φύσης των κατοίκων, που πήγαζε από το κλίμα της αμφισβήτησης της οθωμανικής κοινωνικής ιεραρχίας, να δρα στην περιοχή Κασσάνδρας. Το γεγονός πως ο λαός ύμνησε την κλεφτουριά φανερώνει και την κοινωνική διάρθρωση του οθωμανικού συστήματος, αφού κύρια κατέκλεβαν τους πλούσιους μπέηδες, Έλληνες γαιοκτήμονες, κτηνοτρόφους, εμπόρους κ.λ.π. Ηρωποίηση των κλεφτών από τους ραγιάδες, γιατί απολάμβαναν την ελευθερία εκτός οθωμανικού συστήματος μετατρέποντας τις σπηλιές για σπίτια τους, τις πέτρες για μαξιλάρια τους, τις κάπες τους για παπλώματα τους, πήγαζε από το γεγονός πως στην οθωμανική αυτοκρατορία η κοινωνική κίνηση ήταν μηδαμινή, ότι γεννιόσουν, αυτό πέθαινες.

Εκτός αν κάποιος ακολουθούσε το δρόμο του εξισλαμισμού συγκεκριμένες μέρες του χρόνου. Κάτι που αρνήθηκε ο Ναουσαίος ψάλτης του γειτονικού Γραμματικού Δημήτρης όταν τον ερωτεύτηκε η Αισέ, κόρη του Αχμέτ Μπέη “μανδρόσκυλου” του Αλή Πασά όταν η Εορδαία, η Φλώρινα, η Έδεσσα αποτελούσαν τσιφλίκι του. Ο Δημήτρης κρεμάστηκε από ένα πλατάνι, η Αισέ αυτοκτόνησε από τύψεις και ο θρύλος του ματωμένου έρωτα των Πύργων του Γραμματικού δεν έσβησε ακόμη.

Ο Αλή Πασάς είχε πληροφορηθεί ότι στο χωριό Κατράνιτσα (Πύργοι) υπάρχουν πλούσιοι κάτοικοι με πολύ χρυσό. Γύρω στα 1807-1808 έστειλε τις μονάδες του για να λεηλατήσουν το χωριό αυτό και με απώτερο σκοπό να εξαναγκάσει τους κατοίκους να αλλάξουν πίστη. Οι προύχοντες του χωριού πληροφορήθηκαν τις προθέσεις των Τούρκων και μαζί με τα καραβάνια τους εγκατέλειψαν το χωριό και πήγανε στις Σέρρες και από κει πήραν τον δρόμο προς την Βιέννη, όπου και εγκαταστάθηκαν μόνιμα δημιουργώντας δική τους παροικία με το όνομα Νέα Κατράνιτσα. Με το εμπορικό δαιμόνιο που είχαν, κατόρθωσαν να καταλάβουν θέσεις μεγάλες. Όμως ποτέ δεν λησμόνησαν την σκλαβική πατρίδα τους και έστειλαν άφθονο χρήμα και τα παιδιά τους για τον αγώνα για ελευθερία. Όταν καταστράφηκε η Νάουσα, οι Τούρκοι πούλησαν τα γυναικόπαιδα στα σκλαβοπάζαρα. Μεταξύ αυτών ήταν και η γυναίκα του αλησμόνητου αρχιεπαναστάτη της Νάουσας Ζαφειράκη. Η γυναίκα αυτή πουλήθηκε στον Τούρκο διοικητή του Μοναστηρίου. Τότε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους αγωνιστές, οι Κατρανιτσιώτες συγκέντρωσαν πολλές λίρες και εξαγόρασαν μαζί με τις οικογένειες των χωριανών και τη γυναίκα του Ζαφειράκη για να την στείλουν στη συνέχεια στη Νάουσα.”

Κατά το έτος 1822 στην Επανάσταση της Νάουσας πήραν μέρος 45 ηρωικά παλικάρια από τους Πύργους με οπλαρχηγό τον Δημήτριο Καραμήτσο, αφού πρώτα έγινε η εξόντωση των Τουρκικών δυνάμεων του Διαμερίσματος. Μεταξύ των επαναστατών ήταν και οι πέντε αδερφοί Σούγγαρη. Μετά την καταστροφή της Νάουσας οι Κονιάροι Τούρκοι του Σαρή Γκιόλ επιτέθηκαν εναντίον της Κατράνιτσας και επέφεραν τρομακτική καταστροφή. Έγινε μεγάλη σφαγή και άρπαξαν τα γυναικόπαιδα. Λεηλάτησαν και τις περιουσίες των κατοίκων της Κατράνιτσας, πούλησαν τα γυναικόπαιδα για σκλάβους και πολλές γυναίκες τις έστειλαν στα χαρέμια. Οι κάτοικοι, όσοι διασώθηκαν, διασκορπίσθηκαν σε άλλες περιοχές. Πολλοί από τους κατατρεγμένους κατέφυγαν στην Αυστροουγγαρία, όπου βρήκαν υποστήριξη συμπατριωτών τους. Ακολουθώντας το γενικότερο ρεύμα της Δυτικής Μακεδονίας πολλοί Κατρανιτσιώτες εντάχθηκαν στις ελληνικές παροικίες της Αυστροουγγαρίας και ειδικότερα του Ζεμλίνου και της Βιέννης. Ολόκληρη συνοικία κοντά στην Αγία Παρασκευή μετανάστευσε στην Αυστρία, όπου έκτισε το χωριό Κατράνιτσα.

Κάποιος, τότε, από τους Πύργους, που είχε μεγάλη θέση στο Βελιγράδι, κατόρθωσε, με τη βοήθεια του Τούρκου ιμάμη, να σώσει πολλά γυναικόπαιδα. Έσωσε επίσης και τις δυο πανέμορφες κόρες ενός πλούσιου Ναουσαίου, προσφέροντας στους Τούρκους πολλές χρυσές λίρες. Μετά τα θλιβερά αυτά γεγονότα, τόσο η Κατράνιτσα όσο και η Νάουσα κατόρθωσαν να ορθοποδήσουν, χάρη στη βοήθεια των φιλανθρώπων χριστιανών από το Μοναστήρι, την Φλώρινα, την Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και την Κωνσταντινούπολη.

Οι Πύργοι (Κατράνιτσα) τον 18ο αι. μέχρι τις αρχές του 20ου αι. ήταν μια ιστορική κωμόπολη με υψηλό κοινωνικοοικονομικό πολιτιστικό και εθνικό φρόνημα εξ αιτίας της εγκατάστασης εκεί της Μητρόπολης Μογλενών. Διατηρούσε πλατιές κοινωνικές επαφές με το Ελληνόφωνο και Βλαχόφωνο στοιχείο της περιοχής κι αυτό φανερώνεται από τη συμμετοχή της στα 1571 στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπως και της Βλάστης.

Σημαντική είναι η συμβολή των κατοίκων στους υπέρ της ανεξαρτησίας του Έθνους αγώνες. Ο έμπορος Πέτρος Ίτζκος ή Ίτζοκγλου ως εκπρόσωπος της Σερβίας στα 1806 υπέγραψε στην Κων/πολη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους, γνωστή ως η “Συνθήκη του Ίτσκου’’. Οι αδερφοί Καραμάτα (Αναστάσιος, Ιωάννης και Φίλιππος), γιοί του ξενοδόχου Δημήτριου Καραμάτα, ο οποίος το 1754 εγκαταστάθηκε στο Ζεμλίνο, διακρίθηκαν σαν έμποροι στο Βελιγράδι, το Ποζούν της Ουγγαρίας και τη Λειψία και ο οικογενειακός τους τάφος σώζεται σήμερα στο κοιμητήριο του Ζεμλίνου (Ζέμου του Βελιγραδίου). Στο σπίτι τους φιλοξενούνταν ο Αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας, όταν κατά τις περιοδείες του περνούσε από την πόλη. Από την οικογένεια Σούγγαρη καταγόταν ο Πρόξενος της Αυστρίας στην Θεσ/νίκη κατά το έτος 1930. Αυτός επισκέφθηκε τους Πύργους αναζητώντας το γενεαλογικό του δέντρο κι έγινε δωρητής της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου.

Κεφάλαιο από το βιβλίο της συγγραφέως «Η προγονική ιστορία του Δήμου Βερμίου». Εκδ. 2002, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης

Ο ματωμένος έρωτας της Ελληνικής Επανάστασης

Δημήτρη τον ελέγανε, ψάλτης ο Ναουσαίος
από γειτονικό χωριό ήτανε ο ωραίος
τον ερωτεύτηκε η Αισέ, η κόρη του Αχμέτ
του Μπέη του «μανδρόσκυλου», το’ γραψε το «κισμέτ».

«Δημήτρη, σ’ ερωτεύτηκα», του έλεγε η Τουρκάλα
«σε θέλω άντρα δίπλα μου μες του Αλή τη σάλα
τσιφλίκια μες τα χέρια σου θα έρθουνε ευθύς
από Εορδαία, Φλώρινα και Έδεσσα!…Θα δεις!…

Σπίτι δεν θα’ χεις τις σπηλιές, τις πέτρες μαξιλάρια
τις κάπες για παπλώματα, τα τουρκικά τα χνάρια
άμα γενείς Οθωμανός, δεν θα’ σαι πια ραγιάς
Μπέης από τους πλούσιους θα είσαι και Πασάς».

Μα εκείνος την αρνήθηκε, θέλοντας να γλιτώσει
κρεμάστηκε στον πλάτανο, μάθημα να της δώσει
πως ήρωας ήταν τρανός, λεύτερος, πατριώτης
των Τούρκων δεν θα γίνονταν ποτέ ο στρατιώτης.

Την σκλάβα την πατρίδα του δεν θα τη λησμονούσε
και τον αγώνα λευτεριάς ποτέ δεν θα πουλούσε
Τούρκος δεν θα γινότανε για να πουλά παιδιά
και νέες στα χαρέμια τους!…Ζήτω η λευτεριά!…

Δεν θ’ άλλαζε την πίστη του, δεν θα΄σφαζε αυτός
τ’ αδέρφια του τους Έλληνες, ήταν φανατικός
Έλληνας που΄χε εθνική συνείδηση κι ιδέα
δεν θα εξαγοραζότανε σε μια Τουρκάλα ωραία.

Η Αισέ αυτοκτόνησε, οι τύψεις της τρανές
το φρόνημα του ωραίου της ρίζες είχε πλατιές
που άνθισαν, δώσαν καρπούς και γράψαν ιστορία
του αγώνα και της λευτεριάς μες τη Μακεδονία.

Θρύλος τρανός και άσβεστος ο έρωτας εκείνος
που άδοξα τελείωσε με αίμα και ο θρήνος
για το παιδί το ηρωικό, της λευτεριάς βλαστάρι
στο ματωμένο ακούστηκε του τόπου το χορτάρι.

Τα βάσανα, τα πάθη σου, Δημήτρη μας, το αίμα
πλημμύρισε ηρωικό και τρύπωσε σα σφαίρα
μες την καρδιά της Αισέ το αίμα της να πάρει
εκδίκηση στο αίμα μας και του Χριστού τη χάρη.

Ποίηση: Π.Τσοκτουρίδου


ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1.      “Σύντομη ιστορία της νεώτερης Ελλάδας”, RICHARD GLOGG, κεφ.3, Ο Αγώνας για την απελευθέρωση, 1800-1833 (Τα στοιχεία έδωσε η φοιτήτρια Πανεπιστημίου στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών Βαξεβάνου Ανθή, από την Κοζάνη).
2.      “Σύντομη ιστορία της νεώτερης Ελλάδας”, RICHARD GLOGG, κεφ. 1, Περιμένοντας τους βάρβαρους : Η πτώση του Βυζαντίου, 1204 – 1453). (Τα στοιχεία έδωσε η φοιτήτρια Πανεπιστημίου στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών Βαξεβάνου Ανθή, από την Κοζάνη).
3.      “Μελέτες και κείμενα για την περίοδο 1909-1940”, του Γεωργίου Μαυρογορδάτου. (Τα στοιχεία έδωσε η φοιτήτρια Πανεπιστημίου στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών Βαξεβάνου Ανθή, από την Κοζάνη).
4.      “Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά το τελευταίιο τέταρτο της Τουρκοκρατίας”, του Στέφανου Παπαδόπουλου.
5.      ΚΕΔΚΕ, Έκδοση Αθήνα, 1961, Αύγουστος.
6.      Εγκυκλοπαίδεια “Επιστήμη και Ζωή”.
7.      “Η Μακεδονία εικονογραφημένη”, Αθήνα 1909, του Α. Αρβανίτη.
8.      “Ο Μακεδονικός Αγώνας”, τόμος 1,2, Εκδόσεις “Μορφωτικός Κόσμος”.
9.      Φυλλάδιο “Σώμα Ελλήνων Οδηγών” Αυγ’ 93.
10.  Περιοδικό “Φανάρι”, κεφ. Πύργοι Εορδαίας, ένα χωριό με ιστορία, σελ. 6,7,8, Γκίνος Δημήτριος, συνταξιούχος δάσκαλος
11.  Περιοδικό “Φανάρι”, σελ. 20, Ιστορικομυθολογικοθρυλικό Αφήγημα του Αντώνη Σ. Οικονομάκη, Συμβολαιογράφου Εορδαίας.
12.  Εφημερίδα “Μακεδονία”, 19/6/1984, Αριστομένης Μελκόπουλος, Θεσ/νίκη, Κασσάνδρου 81, υπάλληλος Ο.Σ.Ε., γράφει για την ιστορία του χωριού.
13.  Εφημερίδα “Μακεδονία” – Ιστορία και πολιτική (Υπουργείιο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων).
14.  Εφημερίδα “Έθνος” – Τρίτη 16/2/1982, τίτλος “Μια άγνωστη ματωμένη σελίδα της ιστορίας μας, από την Ιωάννα Κωτσάκη.
15.  Εφημερίδα “Πτολεμαίος”.
16.  Δελτίο Τύπου της αρχαιολόγου Καραμήτρου – Μεντεσίδη της 12΄ Εφορείας Προιστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Μουσείου Αιανής.
17.  Έρευνα – Καταγραφή Αθηνάς Τζινίκου – Κακουλής.
18.  “Δρομολόγιο της ελληνικής χερσονήσου”, 1882, τόμος Β΄, του Ζώτου Μολοσσού.
19.  Περιοδικό “Αθήνα”, τόμος ΚΕ-ΚΕΤ, 1913, Ν. Παπαδάκης.
20.  Μηνιαίο Ορθόδοξο Χριστιανικό περιοδικό ΣΑΛΠΙΓΞ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ” όργανο της Ι. Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, έτος ΛΒ΄, Φεβ’ 99, αρ. τεύχ. 347, σελ. 52-53, Αρχιμανδρίτης Αθαν. Γ. ΣΙΑΜΑΚΗΣ.
21.  “Οι πατρογονικές ρίζεις των Κομνηνιωτών”, της Παρθένας Τσοκτουρίδου.
22.  Αρχείο Λιάμπα Γ. Κων/νου, υπάλληλου Μουσείου Βέροιας – Νάουσας.
23.  Αρχείο Φίλιππα Φιλίππου, αντιδήμαρχου του Δήμου Βερμίου.
24.  Αρχείο Θωμά Καπετανόπουλου του Τρύφωνα, κάτοικου Διαμερίσματος Πύργων.
25.  Στοιχεία από τις συγκλονιστικές επιστολές Μανώλη Τασιώνη, του Μένη Μελκόπουλου, της Πηνελόπης Κοσμίδου – Νικόλτσης. Επίσης, μαρτυρία του Ελευθεριάδη Γεώργιου του Νικολάου και της Δέσποινας, το γένος Αβραμίδη, σε συνέντευξη το Πάσχα του 1999.
26.  Παράδοση δια στόματος των Γώγου Πασχάλη, Αθηνάς Σιδηροπούλου, Νικολάου Σερίμη.
27.  Συνέντευξη Πέικου Ευθυμίας του Γεωργίου (όν. πατρός) και του Πέτρου (όν. συζύγου) στην Παρθένα Τσοκτουρίδου.

28.  Συνέντευξη από την οικογένεια του Σταύρου Στώικου, κατοίκων του Διαμερίσματος Πύργων στην Παρθένα Τσοκτουρίδου.