Γιατί η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο;
 
Τρεμόπαιζαν οι αχτίνες του ήλιου στη δύση του. Γλιστρούσαν απαλά στις λαγκαδιές και στα φαράγγια του Βερμίου πότε σκοτεινιάζοντάς τα αχνά και πότε φωτίζοντάς τα με πλούσια μενεξεδένια χρώματα. Γεμάτη από ίχνη φιλαρέσκειας ήταν η γοητευτική βουνίσια φύση, που αποχαιρετούσε όλον τον κόσμο της ημέρας, υποκλινόμενη με τον πιο χαριτωμένο σεβασμό.
Οι ψίθυροι του ανέμου ολοένα βάθαιναν στο τοπίο των πυκνόφυτων χαραδρών. Ακούγονταν γαργαλιστικοί ανάμεσα στις βουερές σκιές του τοπίου. Αντανακλούσαν ανάμεσά τους με μια μουσική, περίεργη θαρρείς, κυματιστή, που από κάποτε έσμιγε μαζί τους σ' ένα τρελό χορό κι άλλοτε τους αποχωρίζονταν.
Μπορούσε να τους παρομοιάσει κανείς με τα τραγούδια των νεράιδων που αποκοίμιζαν τη φύση στον ερχομό του μυστήριου σκοταδιού. Οι φαντασιόπληκτοι μπορούσαν να τις ονειρευτούν να γέρνουν στοχαστικές στο δειλινό πίσω από τα λουλούδια, τα δέντρα και τις πέτρες, έτοιμες να λουστούν με το ασημένιο φως του φεγγαριού.
Τα άλογα πέρα στις κορυφές των πλαγιών, απορροφημένα από την στρατηγική τέχνη της φύσης να τα μεταναστεύει από το φως της μέρας στο ασημόφωτο της νύχτας, στέκονταν ολόρθα, στητά κι ακίνητα. Δίχως ούτε στιγμή να στρέφουν το κεφάλι τους, συλλάμβαναν τ' αυθεντικά μηνύματα της φύσης για το ταξίδι της ανάπαυσης από τις ημερήσιες δραστηριότητές της.
Τα γλυκόλαλα τραγούδια του ζωικού βασιλείου γύρω από τους ανθούς διακόπηκαν από τις βαριές περπατησιές των ζώων σβήνοντας κάθε ίχνος μουσικής σάλπιγγας στη φύση κατά το δρόμο της επιστροφής τους στις στάβλινες προφυλάξεις τους.
Η φύση με την ησυχία της σήμανε την ανακωχή της στα νυχτερινά σύννεφα που είχαν κατεβεί χαμηλά να υγράνουν τη γη με τις αραιές σταλαγματιές τους.
Τ' αστέρια ανέλαβαν τη βάρδια της αγρύπνιας τους, για τη διπλή φύλαξη όλου του γήινου κουρασμένου βασιλείου.  Περιπολούσαν άφοβα και λεύτερα τη γη με συχνές εφόδους των φώτων τους, συντροφεύοντας τον γλυκόκαρδο ύπνο όλων των ζωντανών οργανισμών.
Τα χωριάτικα καλύβια με την προσφυγική φορεσιά των οικοδεσποτών τους ντύθηκαν με τα νυχτικά της νύχτας, έτοιμα να υποδεχτούν τις Αμαζόνες - Νύφες των ιστορικών παραδόσεων στα νυχτέρια τους και στις παραδοσιακές θύμησες των προγόνων τους.
Οι άνθρωποι εκείνοι ήταν ασυμβίβαστοι  με τη μοναξιά τους. Επινόησαν ν' ανακαλύψουν στην ταυτότητα των βραδινών αστεριών, τους ήχους της λύρας. Μ' αυτούς ταξίδευαν στις χαμένες πατρίδες τους. Τις αλησμόνητες για εκείνους. Με μια αρρώστια για τη διατήρηση της παράδοσης, που προερχότανε από αγιάτρευτες πληγές, γεμάτες πόνο, θλίψη, λύπη, οργή. Και προπάντων, παράπονο για τη γενοκτονία και την προσφυγιά τους.
Και βέβαια, έγερνε πολλές φορές το μισοφέγγαρο, κρεμασμένο στα κυρτά παράθυρα τους, ματώνοντας από τις πικρές διηγήσεις τους. Άλλοτε πάλι χαιρότανε μαζί τους ψυχαγωγούμενο από τις αστείες διηγήσεις τους, αλλά  και με την αγάπη τους για την παραδοσιακή σπιτική τους  ζωή.
Κι ύστερα, όταν τους έπαιρνε όλους ο ύπνος, παρ' όλη την αναστάτωσή του, γοητευμένο από τις ωραίες οικοδέσποινες, ταξίδευε στα ξέπλεκα μαλλιά τους, στα λευκά τους δάχτυλα, στην ομορφιά του προσώπου τους και κρεμόταν γονατιστό πλάι στο κρεβάτι τους συντροφεύοντάς τες.
Μια ακαθόριστη αίσθηση πλανιόταν στην προσφυγική εκείνη γραφική ατμόσφαιρα στις ποντιακές καλύβες του βουνού. Για ένα παρελθόν, που κάποτε ήταν ανθισμένο. Ένα παρελθόν που δεν ξεχάστηκε ποτέ και οι κάτοικοι του το θυμόντουσαν ξανά και ξανά.
Οι κάτοικοί του ήταν απόγονοι των αυτοκρατόρων Κομνηνών της Τραπεζούντας. Ήταν άνθρωποι με ασύγκριτη εκφραστικότητα στο πρόσωπο και ιδιαίτερη λεπτότητα στην ομορφιά. Εγκαταστάθηκαν εκεί το χίλια εννιακόσια είκοσι τρία ως πρόσφυγες. Κατάγονταν από διάφορα μέρη του Πόντου.
Ήταν άνθρωποι που έμαθαν να βλέπουν τα πράγματα με τη ματιά του χωρικού. Ζούσαν μακριά απ' τις πόλεις και τ' αστικά κέντρα. Ντόμπροι και ειλικρινείς καθώς ήταν, αντίκριζαν κατάματα τα βλέμματα των άλλων. Πρόβλεπαν τα πάντα με αλάνθαστη διαίσθηση. Είχαν τάξει τον εαυτό τους στο βωμό της ψυχής, της αλήθειας, της δικαιοσύνης....
 
(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο", Τσοκτουρίδου Παρθένα)
 
 
Εκείνη τη μέρα οι αχτίδες του ήλιου έλουζαν άπλετα το τοπίο του Βερμίου. Η Ελενίτσα ανηφόρισε το ερημωμένο πέρασμα που οδηγούσε στο λόφο με τους γκρίζους πέτρινους βράχους. Εκεί ανάμεσά τους ήταν χτισμένη η καλύβα της κυρίας Δέσποινας, κλεισμένη σ' έναν ημικύκλιο χώρο, σπαρμένο με μαργαρίτες και στενές ρηχές σκάλες.
Ένα περίεργο συναίσθημα την κυρίεψε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της, λόγω της συγκίνησης που την διαπέρασε στην ανάμνηση της πιο γλυκιάς φίλης της, η οποία αν και ηλικιωμένη διατηρούσε μαζί της κοινωνικές σχέσεις, του τύπου μάνας προς κόρη.
Είχε αρκετό καιρό να την δει η Ελενίτσα. Έμαθε από τη γιαγιά της πως ήταν άρρωστη κι έτρεξε αμέσως να την επισκεφθεί. Για εκείνην, η κυρία Δέσποινα ήταν ένα μυθικά σεβάσμιο πρόσωπο του βουνού, που διακρινότανε για την ευσέβεια, την εντιμότητα, την ψυχική και πνευματική καλλιέργεια, μα και για την αυστηρότητα των ηθών της.
Περιπλανήθηκε για λίγο στα λουλούδια του κήπου κι έπειτα αποφάσισε να μπει μέσα στην καλύβα. Η άλλη την περίμενε. Την είχε καταλάβει από τους βαρείς χαρακτηριστικούς βηματισμούς της.
-Καλώς την Ελενίτσα μου! της είπε βλέποντάς την.
-Καλώς σε βρίσκω κι εσένα! της είπε το κορίτσι.
-Έλα, κάτσε στο πλάι μου, νεράιδα μου! της είπε η κυρία Δέσποινα κι αφού φιλήθηκαν με λαχτάρα που έκρυβε αγάπη και σεβασμό της μιας προς την άλλη, άρχισαν τη συζήτηση.
-Έμαθα πως είσαι άρρωστη! Αλήθεια, τι έχεις;
-Ω, τίποτα το σπουδαίο! Να, μια απλή κύρωση του ήπατος. Το πολύ σε δυο εβδομάδες θα βρίσκομαι κοντά στον Κύριο! της είπε κλείνοντας της χαριτωμένα το μάτι.
-Μα, τι είν' αυτά που λες; την ρώτησε έκπληκτη η Ελενίτσα.
-Η αλήθεια, μικρή μου! της είπε γελώντας. Και να σου πω κάτι; Δεν με νοιάζει καθόλου. Τα έχω φάει τα ψωμιά μου! Πόσο θα ζήσω ακόμη; Θα πάω και στον δεύτερο αιώνα;
-........
-Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα.. ούτε θέλω να κλαις. ξέρεις πόσο σ' αγαπώ, αλλά θέλω να συνειδητοποιήσεις κάποια πράγματα. Σ' αυτή τη ζωή δεν ζούμε για πάντα. Κάποτε ο Θεός μας παίρνει μαζί του.. και δεν πρέπει να κλαίμε. Να, εγώ δεν κλαίω!.. Κλαίω;. Δεν βλέπεις πως γελάω;.Έλα, γέλα κι εσύ μαζί μου, σε παρακαλώ!... Μη με στενοχωρείς!...
-Το θεωρείς εύκολο;
-Ναι, βεβαίως!... Λοιπόν, καλά έκανες και ήρθες, μέλλουσα συγγραφέα των Ποντίων του Βερμίου!... Α!... Κάποτε μου ζήτησες να σου πω για το κτίσιμο της εκκλησίας του Αγίου Ελευθερίου, αλλά δεν μας δόθηκε ποτέ η ευκαιρία! Θα σου πω, λοιπόν, τώρα λίγα πράγματα. Άκου!...
Εδώ που ήρθαμε στην Ελλάδα όλοι οι πρόσφυγες του Ποντιακού Ελληνισμού, είχαμε ιστορικά βιώματα στην εκεί Πατρίδα μας, τον Πόντο. Ακρίτες ήμασταν εκεί, Ακρίτες ήμαστε κι εδώ! Άγρυπνοι πάντα φρουροί στις επάλξεις τους έθνους.
Εκείνη την εποχή, παιδί μου, οι ασθένειες μας θέριζαν για μια δεκαετία και η προσαρμογή μας στις νέες συνθήκες εδώ σ' αυτόν τον τόπο ήταν δύσκολη και προβληματική. Η επαγγελματική αποκατάστασή μας έμοιαζε με τραγωδία. Εμείς όμως, αντί να αποτελούμε αρνητικό παράγοντα στη χώρα, γίναμε γρήγορα θετική και πολύτιμη προσφορά στο βωμό του έθνους και της κοινωνίας. Σταδιοδρομήσαμε οι Πόντιοι σε διάφορα επαγγέλματα. Η αποκατάσταση η δική μας, που ήμασταν αγρότες, καθυστέρησε. Τελικά, όμως, μας παραχωρήθηκαν γεωργικοί κλήροι, σε αγριότοπους βέβαια, αλλά τους οποίους εμείς μετατρέψαμε σε παράδεισο.
Μας δόθηκε κι εμάς, λοιπόν, γεωργικός κλήρος, όπως δόθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο εδώ στο Βέρμιο. Φιλότιμοι κι εργατικοί καθώς ήμασταν καλλιεργούσαμε τη γη μας και ζούσαμε απ' αυτήν.
Ένα πρωινό, λοιπόν, σηκώθηκε η κόρη μου Παρθένα, η οποία ήταν τότε εννέα χρόνων και μου λέει:
-Μαμά είδα ένα όνειρο, ότι στο χωράφι μας στεκόταν ένας παπάς πολύ νέος και μου λέει: «Εδώ είμαι! .Ο Άγιος Ελευθέριος!... Βγάλε με!...».
Ήταν ντυμένος στα χρυσά. Τα ρεβέρ στα χέρια του ήταν επίσης χρυσά. Η ζώνη του χρυσή κι εκείνη. Το πρόσωπό του άστραφτε σαν τον ήλιο και δεν μπορούσα να τον δω. Κρατούσε στα χέρια του ένα χρυσό βιβλίο και χάθηκε από μπροστά μου.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε. Στο μυαλό μου πάντα ήταν να πήγαινα να σκάψω να βρω τον άγιο. Γεννήθηκαν στο μεταξύ δυο κοριτσάκια, η Σοφία και η Ειρήνη κι έτσι δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου.
 Όταν μεγάλωσαν πια τα παιδιά μου, μου λέει μια μέρα η κόρη μου Παρθένα:
-Μάνα, θα πεθάνεις με το βάρος στην ψυχή. Ας πάμε να σκάψουμε να δούμε μήπως βρούμε κάτι.
Τότε ήταν μια γιαγιά σ' ένα χωριό που κοιτούσε στις εικόνες της Παναγίας και καταλάβαινε πολύ καλά τι συμβαίνει στον καθένα ή και τι πρέπει να κάνει ή αν θα γίνει καλά όταν ήταν άρρωστος.
Τότε στέλνω εγώ χώμα με ένα παιδί στον κυρ-Τάσο που έγραφε:
-Να πας στη γιαγιά και να της πεις το όνειρο μου κι ότι είναι ο Άγιος Ελευθέριος.
 Πάει κι αυτός με το  τρακτέρ του μαζί με άλλα τέσσερα άτομα και της δείχνει το χώμα.
-Τι εκκλησία σας είπε ο Άγιος; ρώτησε.
-Αγία Άννα, της απάντησε εκείνος εξεπίτηδες να την μπερδέψει.
Του λέει εκείνη:
- Όχι, Αγία Άννα. Είναι ο Άγιος Ελευθέριος και οι τρεις Ιεράρχες. Είναι τρισυπόστατη Εκκλησία και είναι πολύ παλιά. Ίσως επί Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αλλά εδώ κοντά κάτι με μπερδεύει. Μήπως έχετε κι άλλη εκκλησία εκεί κοντά;
-Ναι, έχουμε και την Αγία Τριάδα.
-Εκεί δεν είναι εκκλησία. Εδώ σ' αυτό το χώμα είναι η Εκκλησία.
-Γιαγιά, εκεί στην Αγία Τριάδα είναι μια πέτρα που ο κόσμος πάει και τριγυρίζει τα παιδιά εκεί και γίνονται καλά.
-Η πέτρα από εκεί μεταφέρθηκε στην Αγία Τριάδα. Η πέτρα είναι του Αγίου Ελευθερίου.
Ήταν Μάιος μήνας όταν πήγε σ' εκείνην ο κυρ-Τάσος. Όταν ήρθε στο χωράφι μας ήταν πολύ κοντά. Με φωνάζει, λοιπόν, και μου λέει:
-Έλα θεία Δέσποινα!... Έχουμε εκκλησία!
Εγώ ανατρίχιασα και του λέω:
-Αχ, και πως θα τη χτίσουμε! του είπα και πήγα και μου τα είπε όλα.
Από το φθινόπωρο αρχίσαμε την ανασκαφή. Όλο τον χειμώνα σκάβαμε. Κάναμε μπακλαβά το χώμα!... Τελικά βρήκαμε το Ιερόν της εκκλησίας κι ένα μικρό, στρογγυλό δάπεδο στρωμένο από πέτρα υαλοειδή, κάτι σαν μωσαϊκό. Βρήκαμε και καμένο ξύλο όσο το χέρι μου χονδρό, καμένες πέτρες και μεντεσέδες. Από τότε έστειλα άλλες δυο φορές ακόμα να πάνε να ρωτήσουν τη γιαγιά εκείνη, η οποία μας είπε να σκάψουμε στο κατώφλι. Εκεί ήταν ο Άγιος!
Μια μέρα, Παρασκευή ήτανε, όταν ανέτειλε ο ήλιος, έκανα την προσευχή μου, πήρα λίγο χώμα από τις τέσσερις γωνίες του Ιερού και λίγο χώμα από μέσα. Ήμουν μαζί με την ξαδέρφη μου Βασιλική, η οποία ήτανε παπά θυγατέρα. Κάναμε κι οι δυο τον σταυρό μας και βάλαμε το χώμα που πήραμε μέσα σε πέντε κουτάκια αριθμημένα και τα έστειλα στη γιαγιά με τον κουνιάδο μου Νίκο.
Τα πήρε εκείνη και άναψε μια λαμπάδα σε όλα. Στο χώμα που πήραμε από τη μέση, στη λαμπάδα μας ανέβηκε το φως πολύ ψηλά.
-Εδώ, του λέει!... Και το μέσον της εκκλησίας να το χτίσετε.
Ήρθε ο Νίκος και μου τα' πε. Τότε πήγα η ίδια και της μίλησα:
-Γιαγιά, εγώ δε μπορώ να κάνω εκκλησία. Ας το κάνω όπως κάνουν στους δρόμους παρεκκλήσια.
-Όχι, μου λέει, θα σκάψεις για να πεισθείς ότι υπάρχει κάτι, διότι πολύ με ενόχλησες με αυτούς που στέλνεις και ρωτάς.
Από τότε αρχίσαμε πάλι να σκάβουμε και ν' ανοίγουμε θεμέλια. Οι γυναίκες με βοηθούσαν πολύ. Ήταν χειμώνας. Οι άντρες δεν είχαν δουλειές. Με βοήθησαν στο σκάψιμο ο κυρ-Βασίλης που είναι στην Αμερική και ο κυρ-Θόδωρος που μένει στην άκρη των καλυβιών. Κάποτε που πήγαινα να σκάψω, βλέπω τον συγχωριανό μου τον κυρ- Χρήστο να κάθεται εκεί.
-Τι κάνεις Χρήστο; του λέω.
-Αχ, Δέσποινα, βλέπω ένα όνειρο και μου λέει κάποια γυναίκα:
-Σκάψε, να πας να βοηθήσεις την κυρία Δέσποινα. Ήρθα, αλλά δεν ξέρω από που να αρχίσω.
Η αλήθεια είναι ότι τότε μας βοήθησαν πολλοί άντρες και γυναίκες στο σκάψιμο. Πήγα τότε σε δυο λιθοτόμους και τους είπα να βγάλουν τις πέτρες από κει κοντά που είναι βουνό. Δέχτηκαν εκείνοι, δίχως αμοιβή. Αρκέστηκαν μόνο στο κέρασμα μου με λίγο ούζο και μεζέ. Έβγαλαν τις πέτρες, τις κουβαλήσαμε εμείς οι γυναίκες και το χτίσαμε.
Τα κεραμίδια και άλλα υλικά τα πήρε ο κυρ-Χρήστος, ο δημοδιδάσκαλος, ο πρώτος ξάδερφος μου. Το στέγασμα το έκαναν τα τρία αδέρφια: ο Κώστας, ο Στάθης κι ο Νίκος.
Από κάποτε έβρεξε πολύ. Έγινε πλημμύρα. Το εκκλησάκι δεν είχε πόρτα. Μπήκαν μέσα τα νερά μισό μέτρο. Τσιμέντο δεν είχε κάτω, επειδή ήταν πολύ σκαμμένο. Το πάνω θεμέλιο ήταν στους πρόποδες του βουνού και το άλλο στο χώμα το σκαμμένο. Γι' αυτό έκατσε λίγο.
Επί είκοσι έξι χρόνια ήταν έτσι. Η πόρτα δεν άνοιγε λίγο καλά, διότι έκατσε ο τοίχος. Όταν ανέλαβε στην επιτροπή της εκκλησίας ο κυρ-Γιώργος, του είπα να το κάνουμε ξανά. Εκείνος δέχτηκε και με βοήθησε με χίλια δυο προβλήματα. Έτσι έγινε η εκκλησία η οποία λειτουργεί κάθε χρόνο στη γιορτή του Άγιου και συγκεντρώνεται αρκετός κόσμος από παντού.
Όμως, κουράστηκα τώρα, Ελενίτσα μου!... Θέλω να κοιμηθώ!... Δεν νομίζω πως θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε!.. είπε η κυρία Δέσποινα κι αμέσως μετά έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Η Ελενίτσα άνοιξε την πόρτα φεύγοντας με δάκρυα στα μάτια. Η ευγνωμοσύνη που ένιωθε για εκείνη την αξιοπρεπή γυναίκα ήταν πολύ τρυφερή και άπειρη.
-Τέτοια άτομα σαν αυτή την σπάνια κυρία συντελούν στη δημιουργία, διατήρηση και διαιώνιση του πολιτισμού μας και είναι χρήσιμα στην κοινωνία. Οι αναμνήσεις του παρελθόντος έχουν πάντα τη μαγεία του ιστορικού μεγαλείου με το μόχθο, τη νοσταλγία και τη συντήρησή τους στις αξίες και στα ιδανικά τους. Επιδρούν έτσι αποφασιστικά και στη θεμελίωση του νεοελληνικού πολιτισμού..
 Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα, κυρία Δέσποινα! σκέφτηκε κλείνοντας την πόρτα πίσω της, αφού προηγουμένως την κοίταξε στιγμιαία, με δάκρυα στα μάτια, για τελευταία φορά.
 
(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο", Τσοκτουρίδου Παρθένα)
 

 

Ο γάμος
 
Κυριακή πρωί. Ο ήλιος έμοιαζε σαν μια κόκκινη καυτή πέτρα βασιλεύοντας πίσω από τους λόφους του Βερμίου. Ένιωθε κανείς στη θωριά  των αχτίνων του, τη γλύκα τους, να υψώνεται πάνω από το κεφάλι του σαν ιερός χορός με ροδόχρωμες νότες.
Οι προσκεκλημένοι του γάμου ήταν ήδη από τα ξημερώματα στην καλύβα του κυρίου Νικήτα και της κυρίας Ανδρομάχης. Έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν με τη συνοδεία της λύρας, του νταουλιού και της ζουρνάς χορεύοντας ποντιακούς παραδοσιακούς χορούς.

Οι νοικοκυραίοι είχαν ετοιμάσει από νωρίς και έφεραν τέσσερις με πέντε οκάδες μπαρούτι για εκείνους που θα το έριχναν με τα ντουφέκια.

Ο Ορφέας και ο Παντελής είχαν πάει από νωρίς στο σπίτι του γαμπρού που ήταν λίγο παρά πέρα. Ο γαμπρός, ο Δημητρός, ήταν φίλος τους και μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερος από εκείνους. Τον είχαν βάλει να κάτσει σε μια καρέκλα και τύλιξαν το λαιμό του με μια πετσέτα, την οποία κρατούσαν επτά ζευγάρια που ήρθαν μόνο σε πρώτο γάμο, τα ονομαζόμενα «μονοστέφανα» ή «πρωτοστέφανα», που είχαν σχηματίσει κύκλο χορεύοντας και τραγουδώντας.
-Γιατί είναι επτά τα «μονοστέφανα»; ρώτησε ο μικρός αδερφός του Δημητρού, ο Σταθούλης, τον παππού του απορημένος.
-Α, παιδί μου! Ο αριθμός «επτά» έχει ιστορική σημασία. Πρώτα - πρώτα, οι σοφοί της Ελλάδας ήταν επτά.
-Επτά ήταν και τα θαύματα του κόσμου, παππού! Αυτό μας το έμαθαν στο σχολείο.
-Ακριβώς, παιδί μου! Όμως, σ' ερωτώ: Σε πόσες μέρες έπλασε ο Θεός τον κόσμο;
-Σε επτά, παππού!
-Α, μπράβο, παιδί μου! Είσαι πολύ καλός μαθητής! Πες μου, λοιπόν,  πόσα είναι τα μυστήρια της Εκκλησίας;
-Επτά!
-Α, μπράβο, μπράβο! Άντε τώρα να χορέψεις με τα άλλα παιδιά και να δείτε το έθιμο του γάμου!
Ο κουρέας είχε πάρει ήδη τη θέση του μπροστά στον γαμπρό με την εντολή να τον ξυρίσει. Προτού κάνει όμως οποιαδήποτε ενέργεια, στράφηκε προς το πλήθος και το ρώτησε:
-Με την άδεια σας, να τον ξυρίσω;
-Δεν μπορείς! του είπαν  κάποιοι δυο φορές.
-Να τον ξυρίσεις! του είπαν την τρίτη φορά.
-Στολίστε το αστόλιστο κι αυτόν ποιος θα στολίσει; απάντησαν κάποιοι άλλοι τραγουδώντας.
-Ας είναι καλά ο κύρης του! Αυτός θα τον στολίσει! είπε ο κόσμος.
Ο κουρέας έκανε με μαεστρία το ξύρισμα του γαμπρού κι ο πατέρας του γαμπρού τον πήρε μέσα στην καλύβα και τον έντυσε το γαμπριάτικο παραδοσιακού τύπου κουστούμι του. Οι συγγενείς όλοι τότε δώρισαν στον Δημητρό μαντήλια και χρήματα.
-Πως λέγεται όλη αυτή η διαδικασία του εθίμου, παππού; ρώτησε ο Σταθούλης τον παππού του πλησιάζοντας τον.
-«Στρούλιγμα», του απάντησε ο παππούς και αμέσως μετά έδωσε εντολή να ετοιμαστούν όλοι να πάνε στο «νυφέπαρμα», να πάρουν δηλαδή τη νύφη από το σπίτι της.
Ο Ορφέας και ο Παντελής, ντυμένοι με τις ποντιακές παραδοσιακές τους στολές, έφεραν στον Δημητρό ένα άλογο με δεμένο μαντήλι στο μέτωπό του. Έδεσαν κατόπιν στον βραχίονα του γαμπρού ένα κεντημένο μαντήλι και βοήθησαν τον Δημητρό να ανεβεί στο άλογο.
Η Παρεσούλα και η Παρθενίτσα ανέλαβαν να φέρουν τις παράνυφες, οι οποίες ήταν σκεπασμένες με βέλα και ντυμένες με τα νυφικά τους. Αμέσως μετά ήρθαν και οι «παράγραμποι» με τα τουφέκια τους, οι οποίοι ήταν ντυμένοι κι αυτοί με τις αντρικές ποντιακές στολές τους και θα ήταν προσκολλημένοι στη συνοδεία του γαμπρού.
Ήρθε και η Σοφία, η τραγουδίστρια της ποντιακής μούσας στο Βέρμιο και όλοι μαζί πια ξεκίνησαν συνοδεύοντας τον γαμπρό για το «νυφέπαρμα». Από πίσω τους ακολουθούσε πολύς κόσμος χορεύοντας και πίνοντας διάφορα ποτά.
Οι τουφεκιοφόροι, αποκαλούμενοι από τους ντόπιους «τουφεκλήδες», προχωρούσαν στον δρόμο με πυροβολισμούς. Έτσι, η πομπή συνοδευμένη από μουσική και τουφεκιές στον αέρα έδειχνε πιο μεγαλοπρεπής κι εορταστική.
Έφτασαν, λοιπόν, όλοι μαζί στο σπίτι της νύφης εύθυμοι και γελαστοί. Προτού κατεβεί από το άλογο ο γαμπρός για να μπει στο σπίτι της νύφης, σταύρωσε το ανώφλι της πόρτας μ' ένα μαχαίρι, το οποίο εκσφενδόνισε μετά πάνω από τη στέγη, σε μακρινή απόσταση. Ήθελε να δείξει μ' αυτόν τον τρόπο πως ήταν σε θέση να προστατεύσει και να κάνει ευτυχισμένη την σύντροφο της ζωής του.
Τα παιδιά και οι νέοι έτρεξαν να πάρουν το μαχαίρι. Πρόλαβε και το έπιασε πρώτος ο Περικλής, ο οποίος και το παρέδωσε στον κουμπάρο, που ήταν εκεί, αποσπώντας απ' αυτόν το φιλοδώρημά του, το ονομαζόμενο «μπαχτσίς».
Κατόπιν βγήκε από το σπίτι η κυρία Ανδρομάχη κρατώντας ένα δώρο για τον γαμπρό της, το οποίο και έδωσε στα χέρια του, παίρνοντας από τη μέση του τις δεμένες πίτες, που ήταν το δικό του δώρο για εκείνη.
Ο κόσμος άρχισε να χορεύει και ο γαμπρός μαζί με τον κουμπάρο και τους γέροντες πήγε μέσα στο σπίτι της νύφης καταφέρνοντας να αποσπάσει ένα δίσακκο από τον κόσμο με πολύ δυσκολία και μικροαντιρρήσεις. Το περιεχόμενο εκείνου του δίσακκου ήταν πίττες, μεζέδες, ρούχα της νύφης και τσίπουρο, το οποίο αποκαλούσαν «αλεπό».
-Ο «αλεπός» έφυγε! φώναξε κάποιος από το σόι της νύφης.
-Ε.κόσμε.βρήκα τον «αλεπό», φώναξε ένας άλλος και διασκεδάζοντας ήπιαν όλοι μαζί τσίπουρο από την κοιλιά του «αλεπού», ενώ ο κόσμος διασκέδαζε έξω χορεύοντας, τρώγοντας και πίνοντας από τις ετοιμασίες της νύφης.
Ο παπα-Γιώργης πήρε τα ρούχα της νύφης κι αφού τα ευλόγησε, τα έδωσε στον κουμπάρο, ο οποίος με τη σειρά του τα έδωσε στη νύφη να τα φορέσει.
Εκείνη ήταν κρυμμένη στην κάμαρά της. Ο παπα-Γιώργης πήγε κατόπιν να την πάρει και την έφερε έξω στον γαμπρό. Η στέψη έγινε στο σπίτι της νύφης σύμφωνα με την παλιά παράδοση της Πατρίδας. Μόλις τελείωσε η στέψη, ο κουμπάρος φώναξε:
-Ελάτε φίλοι και συγγενείς! Η νύφη θέλει δώρα!
Η νονά της νύφης κρατούσε μπροστά από τη νύφη ένα δίσκο κι ο κουμπάρος φώναξε πάλι:
-Η νύφη δεν τρώει!.... Δώρα θέλει!...
Οι οργανοπαίχτες έπαιξαν έναν καθιερωμένο σκοπό για το «χάρισμα» των δώρων και πήγαν όλοι οι παρευρισκόμενοι να χαιρετήσουν τους νεόνυμφους και να τους χαρίσουν χρήματα. Αμέσως μετά ακολούθησε το «θύμισμα».
Ο γαμπρός και η νύφη μαζί με τα «μονοστέφανα» ζευγάρια μπήκαν στο χορό τραγουδώντας. Ακολούθησε γλέντι τρικούβερτο μέχρι το πρωί, αλλά ο γάμος ακόμη δεν τελείωνε, επειδή είχε και τα «μεθεόρτια», γιορτές δηλαδή που συνεχίζονταν τις επόμενες μέρες μετά τον γάμο.
Όταν πλέον θα τελείωναν όλες οι διαδικασίες του γάμου, οι νεόνυμφοι απερίσπαστοι πια θα έκαναν μια νέα ζωή δημιουργώντας το νοικοκυριό τους με σκοπό να προκόψουν στην οικογενειακή τους ζωή.
-Ο Θεός να τους φυλάει και να τους έχει πάντα καλά! Να μας ζήσουν γυναίκα! Να τους χαιρόμαστε! μουρμούρισε την ευχή του ο κύριος Νικήτας σκουπίζοντας τα δάκρυα του.
-Να μας ζήσουν, Νικήτα! είπε η Ανδρομάχη και ξέσπασαν κι οι δυο τους σε κλάματα συγκίνησης και χαράς.
-Ε, συμπεθεριά! Να μας ζήσουν τα παιδιά! φώναξε ο κύριος Νικήτας τους συμπεθέρους του κι αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί συγκινημένοι χορεύοντας και γελώντας.
Ο Ορφέας και ο Παντελής κοιτούσαν τα δυο κορίτσια με τα χρωματιστά μαντίλια στους ώμους τους να τρέχουν μεθυσμένα γελώντας πίσω από τους βράχους κατά το ξωκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα, βάζοντας τους τις φωνές να τρέξουν κι εκείνοι ξοπίσω τους. Ο μισομεθυσμένος Παντελής τις κοιτούσε ελαφρώς εκστασιασμένος, αλλά τον συνέφερε η φωνή του Ορφέα:
-Αρκετή μπύρα ήπιες, νιάνιαρο! Θα πάμε στην καλύβα μας να σου κάνω ένα βουνίσιο τσάι να πιεις και να συνέλθεις.
 
(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο", Τσοκτουρίδου Παρθένα)
Τα παρχάρια
 
Το άγριο, μυστηριακό κι ευλαβικά μοναχικό αίσθημα που πλανιότανε πάνω στο Βέρμιο, έσπασε μονομιάς με τον ερχομό πλήθους κόσμου από τις γύρω περιοχές.
Ήταν τα ανθρώπινα πλάσματα που ένιωθαν μέσα στο πετσί τους το στοιχείο της προσφυγιάς και της διατήρησης του πανηγυρικού εθίμου των «παρχαρίων» τους.
Σε μια λουρίδα γης έστεκαν νωχελικά κι απορημένα καμιά εκατοσταριά βοδινών ζώων και αιγοπροβάτων. Το ύφος τους ήταν λιγότερο πολυάσχολο και περισσότερο περίεργο. Ίσως και ρεβανσιστικό.
Μερικά γουρουνάκια-δραπέτες  κυλιόντουσαν στις λάσπες-καταφύγια τους τόσο ανέμελα, που λες και είχαν μόνο εκείνα το προνόμιο να ρεμβάζουν τον καλοκαιρινό ήλιο και να αισθάνονται τη ζεστασιά του.
Κάπου μακριά, σε στενούς δρόμους-μονοπάτια, διέκρινε κανείς τους καβαλάρηδες πάνω στα άλογα τους ν' αφήνουν χαρούμενα αχνάρια της χωμάτινης σκόνης στο ολοκάθαρο τοπίο.
Εύθυμες νεαρές και ηλικιωμένες γυναίκες, με μοντέρνα τακούνια και άνετα φαρδιά παντελόνια ή φορέματα, μοιράζονταν τα μυστικά της ζωής μεταξύ τους καμπουριάζοντας η μια δίπλα στην άλλη. Κάπου - κάπου χαζολογούσαν κιόλας - πότε πονηρά και πότε ανόητα - κάτω από τις αναστενιάρικες σκιές των πανύψηλων πεύκων.
Αστειεύονταν με το να χρησιμοποιούν κόλλα γλασέ αντί κραγιόν στα χείλη τους, την οποία κολλούσαν πάνω σ' αυτά με το βρεγμένο σάλιο τους. Ήταν από τα παλιά έθιμα της Πατρίδας κι εκείνες ήθελαν να το διατηρήσουν.
Ίσιαζαν επίσης τα φρύδια τους με ελαφρόπετρα και παρασκεύαζαν από μόνες τους τις όζες για τα νύχια τους. Έβρισκαν ένας είδος μανιταριού, χρώματος κόκκινου, πράσινου και λοιπά. Έφτυναν πάνω στο μανιτάρι και κατόπιν το έτριβαν πάνω στις πέτρες με μια άλλη πέτρα. Έτσι σχηματιζόταν η όζα σε μορφή κρέμας, με την οποία έβαφαν τα νύχια τους με ξυλάκια.
Το πλύσιμο των ρούχων και των πιάτων το έκαναν με σταχτόνερο. Στα τηγάνια που κολλούσαν, έριχναν αλάτι. Κατόπιν ζέσταιναν το τηγάνι πάνω στη φωτιά, το έτριβαν με πανί κι έτσι καθάριζε. Όσο για το πλύσιμο του σώματος, αυτό γινόταν με σαπούνι από αγνό λάδι για τους άνδρες και με μοσχοσάπουνο για τις γυναίκες.
Εκείνη τη μέρα ο ήλιος με τους ορμητικούς κυματισμούς των παιχνιδιάρικων φώτων του λες και δημιουργούσε οπτικά μια σκληρή μοναξιά στα ψηλά τρίγωνα των βράχων του βουνού. Έδειχνε όμως να μαλακώνει ολοένα και περισσότερο όσο ο βασιλιάς του φωτός σκαρφάλωνε σιγά - σιγά πλέον κι επιβαλλότανε με τη λαμπρότητα του πάνω τους.
Κανένα ζωντανό ον δεν βάδιζε εκείνη τη μέρα με κεφάλι σκυφτό. Απεναντίας! Στο ζωικό κι ανθρώπινο εκείνο ποτάμι της ζωής παρακολουθούσε κανείς στα ρεύματα της ανθρώπινης ύπαρξης την ευθυμία, τη χαρά, το γέλιο, την ελευθερία, την ξενοιασιά.
Η εικόνα εκείνη της αρμονίας και η αγάπη του όμοιου προς τον ανόμοιο ανήκε στην οικογενειακή ιστορία του βουνού. Μια πραγματικότητα, η οποία παρέμεινε αλύγιστη κι αφοσιωμένη μέσα στους χρυσούς αιώνες του πολιτισμού της. Ήταν η αγάπη της προστασίας της φυλής με την πάλη του ομαδικού πνεύματος, της συντροφικότητας και της ειρήνης.
Μαζί με την αίσθηση της γεωγραφίας που τύλιγε το κάθε πανηγυριώτη, πλανιόταν γύρω του και η ιστορία της χαμένης του πατρίδας. Μια ιστορία φτιαγμένη με αντίθετες συγκινήσεις. Εκείνες τις φριχτές της προσφυγιάς και τις άλλες τις όμορφες της λαογραφίας, των ηθών και των εθίμων.
Οι πονεμένες φωνές τους μαλάκωναν και γλύκαιναν στη θύμηση των παραδόσεων τους. Η αγάπη τους και το ενδιαφέρον τους μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο γι' αυτές. Η εθνική τους περηφάνια λαμποκοπούσε στα πρόσωπα τους με εξαίσια ζωντάνια και άστραφτε κάτω από τους γλυκούς ήχους της παραδοσιακής τους λύρας.
Τα μυστικά των Ιωνικών τοπίων της χαμένης τους πατρίδας είχαν μεταδοθεί με αρκετή ευαισθησία στη μνήμη και στις καρδιές τους, από πάππο προς πάππο κι από προσωπικές αναμνήσεις. Πρόσδιναν έτσι στην αιθέρια ατμόσφαιρα του βουνού όλο το βάρος των νοημάτων τους.
Ήταν δύσκολη η ζωή τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ήταν συγκεντρωμένοι στα σπίτια τους κι εφοδιασμένοι με όλα τα απαραίτητα εφόδια. Κυρίως με ξύλα για θέρμανση και χόρτα για τα ζωντανά τους. Οι άντρες πήγαιναν στις μάντρες. Από την παρασκευή τυριών και βουτύρων κέρδιζαν κάμποσες χρυσές λίρες το χρόνο.
Στις μέρες της βαρυχειμωνιάς, οι καφενόβιοι άντρες συγκεντρώνονταν στα καφενομάγαζα, όπου χαρτοπαικτούσαν ή έπαιζαν τάβλι και ντόμινο. Κάποτε κουτσόπιναν κι έκαναν «μουχαπέτια», δηλαδή συζητήσεις.
Οι οπαδοί της λαϊκής τέχνης κάμανε στα σπίτια τους και έπλεκαν ανδρικές βράκες και άλλα είδη ρουχισμού. Οι γυναίκες ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την οικιακή βιομηχανία. Έπλεκαν κάλτσες ή «ορτάρια», δηλαδή τσοράπια μάλλινα ή μισοβάμβακα διάφορων ανακατεμένων χρωμάτων με καγκελίτσες.
Ύφαιναν επίσης στον αργαλειό σάλια από μάλλινη κλωστή και πανιά από κανάβινο υφάδι, το οποίο έγνεθαν στη ρόκα από καλοκοπανισμένο και λαναρισμένο κανάβι και το έκαναν νήμα. Αυτό το τύλιγαν ολοένα στο αδράχτι, το οποίο γύριζε γρήγορα με σπονδύλι σαν σβούρα.
Τα νήματα αυτά, αφού τα έκαναν τσιλεδάκια, ύστερα  τα έψηναν μέσα σε καλάθια με σταχτόνερο και λεύκαιναν. Τότε ήταν πια έτοιμα για υφάδι για να υφαίνουν τα πανιά. Το στημόνι ήταν πάντα από γερή αγοραστή βαμβακερή κλωστή.
Τα σάλια, αφού τα πατούσαν καλά, τα έβαφαν μαύρα και έκαναν «εμπροστάλια», δηλαδή ποδιές, για τον εαυτό τους. Έκαναν επίσης και κουστούμια για τους άντρες, ζίπκες, εσώρουχα, μαξιλάρια, κιλίμια.
Η τσόχα ήταν ένα είδος κοντού σακακιού. Η ζίπκα ήταν ένα είδος παντελονιού με στενές περισκελίδες. «Αναξυρίδα» το αναφέρει ο Ξενοφών ως αρχαίο ελληνικό ένδυμα. Από τα άσπρα πανιά έκαναν σεντόνια, τα «τσαρτσάφια». Επίσης, έκαναν μ' εκείνα και τα ασπρόρουχα της οικογένειας. Ήταν απολύτως υγιεινά και προπάντων πολύ γερά.
Οι νεότερες γυναίκες πήγαιναν στις βρύσες. Κουβαλούσαν νερό και περιποιούνταν τις αγελάδες και τα άλλα ζώα. Φρόντιζαν επίσης και για την καθαριότητα του σπιτιού και της οικογένειας.
Οι γιαγιάδες και οι μητέρες ετοίμαζαν τα παιδιά για το σχολείο. Στην μεγάλη κακοκαιρία όμως που έπεφτε πολύ χιόνι, πολλά παιδιά που κατοικούσαν μακριά από το σχολείο, δεν μπορούσαν να φοιτήσουν κανονικά. Έτσι, κατέβαιναν στο κυρίως χωριό τους, που ήταν κτισμένο στους πρόποδες του βουνού.
Οι κυρίως τροφές τους ήταν το «χοσμελίν», καϊμάκι δηλαδή από γάλα, το «τρίμα» ή «σπυριδίτσα», το «τυροφάι», το «χαβίτσι» και τα λάχανα με φασόλια. Μια φορά το χρόνο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οι κάτοικοι του βουνού όριζαν μέσω του Πολιτιστικού τους Συλλόγου, την ημέρα της γιορτής των «παρχαρίων» τους, σε ανάμνηση εκείνων των πανηγυριών που στήνονταν και στις χαμένες τους πατρίδες.
Το ίδιο λοιπόν έκαναν κι εκείνη τη χρονιά. Το γλέντι άρχισε από πολύ νωρίς στη διάρκεια της μέρας και ήταν πολύ τρικούβερτο. Το συνόδευαν παραδοσιακοί χοροί με παραδοσιακές λύρες, τους «κεμεντζέδες», τα νταούλια, τη γκάιντα και τους ζουρνάδες.
Οι «ταβερνιάρηδες» του Πολιτιστικού Ποντιακού Συλλόγου, στο πρόχειρο στημένο καπηλειό τους, επιδόθηκαν στις χρυσές δουλειές του χρήματος. Μικροέμποροι, μανάβηδες, ψιλικατζήδες, ψωμάδες και άλλοι υπαίθριοι πλανόδιοι επαγγελματίες ασφαλώς δεν ήταν δυνατό να μείνουν παραπονεμένοι από τη δουλειά εκείνης της μέρας του μεγάλου πανηγυριού.
Αστυνομικές δυνάμεις ήταν τοποθετημένες ανά λόφους, για λόγους ασφάλειας των επίσημων προσωπικοτήτων, αλλά και για να παρακολουθούν τους πανηγυριώτες. Αυτό γινόταν για την αποφυγή κυρίως πιθανών συγκρούσεων, μεταξύ των ομάδων μεθυσμένων χωρικών από τα διάφορα χωριά, οι οποίες δεν ήταν καθόλου σπάνιες.
Εκπρόσωποι των τοπικών αρχών, διαφόρων ενώσεων, σωματείων και πολιτιστικών φορέων είχαν κατακλύσει τις καρέκλες των επίσημων προσκεκλημένων και παρακολουθούσαν τις μουσικοχορευτικές εκδηλώσεις του τόπου.
Οι «παρχαρομάνες» του βουνού, που είχαν ετοιμάσει από βραδύς τα εκλεκτότερα παραδοσιακά ποντιακά φαγητά, τα διαμοίραζαν ήδη σ' όλο τον κόσμο που παρευρίσκονταν εκεί. Τα φαγητά εκείνα ήταν παράγωγα του γάλατος, όπως τυρί, βούτυρο, ταν, πασκιτάν, τυρομίτζι και γιαούρτι. Είχαν παρασκευάσει μάλιστα και πίτες, που τις ονόμαζαν, από παλιά, «τριγώνια», λόγω του τριγωνικού τους σχήματος.
Οι «παρχαρέτες» του βουνού με γενναιοδωρία πρόσφεραν για δημοπρασία πολλά από τα παρασκευασμένα τους προϊόντα, για ενίσχυση των εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Συλλόγου. Το ενδιαφέρον του κόσμου ήταν αρκετά μεγάλο και η  ανταπόκριση του εντυπωσιακή στην αγορά των παραδοσιακών τροφίμων.
Από τον ποντιακό ελληνισμό βγήκαν τραγούδια για το πανηγύρι του «παρχάρ», δηλαδή του βουνού τους. Ένα απ' αυτά ακούστηκε συχνές φορές. Το τραγουδούσαν μάλιστα και όλα τα παιδιά. Έλεγε λοιπόν το τραγούδι.
«Εκότσεψανε οι τσιοπάν και πάνε σα παρχάρια/απ' έμπρου εν Καλομηνάς, σκουτούλιζ' τα χορτάρια./ Ρομάνες πάτεν σον παρχάρ, κρεμάστεν τα δουρβάνια/τοπλαέστεν τα γάλατα και ξύστεν τα καρσάνια./ Εξέρτς όταν επίναμε εντάμαν τσιοπανλούκια/ ελάσκουμες κι επαίρναμε παρχαρή χαβεζλούκια./Ασόν παρχάρ κατ' έρχουνταν χορτάρια φορτωμένον/ασά ποδάρια ους την κορφήν σεβτάν καπατεμένον».
Η ελεύθερη μετάφραση των στίχων από την ποντιακή διάλεκτο στην ελληνική μιλάει για τη μετακόμιση των τσοπάνων στα «παρχάρια» τον μήνα Μάη, που μοσχοβολούν τα χορτάρια. Προτρέπει τις Ελληνίδες να πάνε στο «παρχάρ», να κρεμάσουν τα «δουρβάνια», τα παράγωγα ξύλινα εργαλεία δηλαδή του βούτυρου, να μαζέψουν τα γάλατα και να ξύσουν τις σκάφες ζυμώματος. Αναπολούν τις βοσκές τους, τις περιπλανήσεις τους πάνω στο «παρχάρ», τους ενθουσιασμούς της φύσης, τις αγροτικές τους δουλειές και τους έρωτες τους.
Οι ποντιακοί χοροί είχαν από πάντα μεγάλη σημασία στα πανηγύρια των «παρχαρίων» όχι μόνο επειδή σφυρηλατούν την εθνική φυσιογνωμία, αλλά κι επειδή μέσα απ' αυτούς μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την ιστορική πορεία και τον πολιτισμό ενός ολόκληρου λαού.
Οι εθνικές περιπέτειες των Ποντίων ενώνουν τις δυνάμεις τους με δύναμη, ρυθμό, ζωηρότητα, πάθος και προσήλωση στον ομαδικό χορό και στο τραγούδι, συμβάλλοντας σε μια αρμονική πολιτιστική παρουσίαση, η οποία προέρχεται από τη σωστή συνεργασία και δραστηριότητα των χορευτών.
Το παιδικό ποντιακό χορευτικό συγκρότημα του Βερμίου χόρεψε σ' εκείνο το πανηγύρι όλους τους ποντιακούς χορούς - ειρηνικούς και πολεμικούς - φανερώνοντας έτσι το πολιτιστικό ήθος, μα και την πολεμική αρετή τους.
Οι ποντιακοί χοροί «μονός», «Τρυγόνα», «κοτσαγγέλ'», «μητερίτσα», «τρομαχτόν», «ομάλ Καρς», «κότσαρι», «σερανίτσα», «κοτσ'», «μηλίτσα», «ομάλ», «εμπροπίσ'» και «πυρρίχιος» ήταν σε πρώτο πλάνο.
Η Παρθενίτσα και η Παρεσούλα χόρευαν καμαρωτά καταβάλλοντας φιλότιμες προσπάθειες για μια καλή παρουσία. Έβλεπες να χορεύουν όλα τα παιδιά με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, στη συνοδεία της λύρας, τόσο ρυθμικά και ζωηρά, τρέχοντας από το ένα άκρο στο άλλο, που σου δημιουργούνταν ένας ακράτητος ενθουσιασμός διονυσιακού τύπου και η επιθυμία να χορέψουν όλοι μαζί τους.
Δεν παρέλειψε βέβαια να χορέψει και η αγορίστικη ξεχωριστή ομάδα των «Μωμόγερων», μεταξύ αυτών κι ο Ορφέας με τον Παντελή. Ήταν ένας  παραδοσιακός σατιρικός χορός, ο οποίος αναβλύζει από το μακρινό παρελθόν της αρχαίας Ελλάδας.
Πρόκειται για ένα σοβαρό, πρωτότυπο και πειθαρχημένο χορευτικό σύνολο που απαρτίζεται από φουστανελάδες με περικεφαλαίες και από διάφορους άλλους μεταμφιεσμένους χορευτές. Ο χορός αυτός συμβόλιζε πολύ παλιά την εθνική και διαρκή αντίσταση των Ποντίων για την εθνεγερσία και την ελευθερία του έθνους από τους Τούρκους.  Η παράδοση λέει πως το θεατρικό αυτό χορευτικό δρώμενο ήθελε να περνάει τα μηνύματα του στο καταπιεσμένο μας έθνος.
Ο χρυσοβραβευμένος χοροδιδάσκαλός τους, ο Σωκράτης, δεν ήταν τυχαίος. Ήταν καλά εκπαιδευμένος και είχε σπουδαία δράση στην εκμάθηση των ποντιακών χορών σε όλη τη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Παρουσίαζε τα χορευτικά του συγκροτήματα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες του εξωτερικού με άριστη επιτυχία. Κι εκείνη τη φορά, όπως και τις άλλες τις προηγούμενες, ο κόσμος έμεινε ενθουσιασμένος και κατασυγκινημένος.
Μετά τα ζωηρά κι ενθουσιώδη χειροκροτήματα του κόσμου σε λίγο θα έκλεινε η πανηγυριώτικη αυλαία στο σούρουπο. Το πλήθος όλο θα διαλύονταν και θα επικρατούσε ερημιά στο βουνίσιο τοπίο, που κατά τη διάρκεια της ημέρας έσφυζε εμφανισιακά από κάθε είδους ζωική και ανθρώπινη ύπαρξη.
Θα έμεναν πλέον μοναχοί οι λιγοστοί άνθρωποι των «παρχαρίων», οι «παρχαρέτες», νοσταλγοί αναμνήσεων από θύμησες να ιστορήσουν στη νεότερη γενιά την ιστορία των προγόνων τους.
Η νύχτα θα φορούσε και πάλι το μαύρο πέπλο της και με το μαγικό ραβδί των αφηγήσεων της θα πλανιόταν ξεγλιστρώντας κρυφά κάτω από το φως των αστεριών σε κάθε σπίτι με τις αναμμένες λυχνίες, για να ακούσει τις περιπλανημένες εξιστορήσεις και τις πονεμένες διηγήσεις των ανθρώπινων όντων της μέσα από λεκτικά καρδιακές και πνευματικές εξομολογήσεις.
 
(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο", Τσοκτουρίδου Παρθένα)
Η ζωή πάνω στο Βέρμιο κυλούσε ήσυχα στην περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών του Κωστάκη και της Ελενίτσας στο σπίτι της γιαγιάς Γενοβέφας, η οποία καλοσυνάτη καθώς ήτανε, έκανε τα πάντα να τους ευχαριστήσει.
Η χαρά της ήταν απερίγραπτη, που είχε τα εγγόνια μαζί της, για πολλοστή φορά μετά από δεκαπέντε πέντε ολόκληρα χρόνια ξενιτιάς του γιου της Ηρακλή στη Γερμανία.
Οι μέρες, λοιπόν, όλων περνούσαν όμορφα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα γαλήνης κι ευχαρίστησης. Μια μέρα ο Κωστάκης κατέβηκε στην πόλη για ψώνια με κάποιους γνωστούς τους.
 Η Ελενίτσα καθότανε με τη γιαγιά ήσυχα στο μικρό σαλόνι της καλύβας δίπλα στο τζάκι. Πέρασαν κάμποσα λεπτά που η γιαγιά είχε καρφωμένο το βλέμμα της εξεταστικά σ'  ένα μεγάλο χάρτη, τον οποίο κοιτούσε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Ήταν καθισμένη στην αναπαυτική της καρέκλα και παρακολουθούσε στο ψήσιμο των κρεάτων στη σχάρα, με φευγαλέες ματιές, τους σπινθήρες από τα σιγοκαμένα ξύλα του τζακιού, που έσκαζαν κάπου - κάπου στον αέρα και τινάζονταν πέρα - δώθε.
Σε κάποιες στιγμές η Ελενίτσα την συνέλαβε να την κρυφοκοιτάζει κάτω από τα μαύρα της γυαλιά, που ήταν τεράστια σε σχέση με το μικροσκοπικό της γλυκύτατο πρόσωπο. Ήταν ανήσυχη η γιαγιά της.
Ήθελε προφανώς να ανοίξει συζήτηση μαζί της. Έτσι κατάλαβε. Ήθελε πάλι να της μεταδώσει κάποια μηνύματα της λαϊκής παράδοσης, επειδή αυτό συνήθιζε να κάνει εδώ και κάμποσες μέρες. Ήταν αρκετά διαβασμένη και προπάντων πολύστροφη.
-Θυμάσαι, Ελενίτσα, πέρυσι εκείνη τη βραδιά, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, που περάσαμε όμορφα με τους καρνάβαλους; τη ρώτησε.
-Ω, ναι, γιαγιά! Ήταν πραγματικά ωραία!
-Τα θυμάσαι όλα;
-Ναι!... Θυμάμαι τα μπουλούκια από τις παρέες τους.. Περνούσαν ανά διαστήματα από εδώ, άλλοι ψέλνοντας τα κάλαντα, άλλοι πίνοντας κρασί και γλεντώντας κι άλλοι αστειευόμενοι και χορεύοντας. Γλεντούσαμε κι εμείς μαζί τους με τον ίδιο τρόπο και τους κερνούσαμε καρύδια, καραμέλες, κουραμπιέδες, λουκούμια και από τα γλυκίσματα που είχες κάνει τότε και τους παρακινούσες να τα δοκιμάσουν όλα.
-Μόνο αυτά θυμάσαι;
-Όχι βέβαια! .Κάποιοι καρνάβαλοι κτυπούσαν την πόρτα, εμείς τους ανοίγαμε κι εκείνοι πετούσαν μέσα μια τσάντα με σχοινί κλείνοντας ορμητικά την πόρτα να μην τους δούμε.
Εσύ έβαλες μέσα στην τσάντα τους χρήματα και διάφορα κεράσματα από το στρωμένο τραπέζι, άνοιξες την πόρτα κι εκείνοι τράβηξαν και πάλι ορμητικά την τσάντα κλείνοντας την πόρτα.
Στην προσπάθεια μας να δούμε ποιοι είναι, δεν τα καταφέραμε. Εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Εσύ βέβαια γιαγιά γνώριζες κάποιες τσάντες και αξεσουάρ των φιλενάδων σου και αναγνώρισες και την τσάντα και την καρναβαλίστικη παρέα.
Για μας, δυστυχώς, ήταν όλοι άγνωστοι. Δεν καταλάβαμε πότε πέρασε η ώρα. Μετά τις εντεκάμιση η ώρα δεν ακουγόταν ψυχή έξω στον δρόμο. Κλείστηκαν οι πιο πολλοί στα καλύβια τους για να υποδεχτούν τον νέο χρόνο.
Εσύ τοποθέτησες την βασιλόπιτα στο τραπέζι και περίμενες μαζί μας την αλλαγή της νέας χρονιάς, που δεν άργησε να έρθει. Σβήσαμε κι ανάψαμε τα φώτα υποδεχόμενοι με συγκίνηση τη νέα χρονιά. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε μ' ευχές. Θυμάμαι πως έπιασες τα καρύδια και τις καραμέλες, που ήταν μέσα σε μπωλιέρες και τα τίναξες στον αέρα φωνάζοντας:
"-Χριστούγεννα και κάλαντα και Φώτα."
Κατόπιν έκοψες την βασιλόπιτα και μας μοίρασες τα κομμάτια. Το μαχαίρι δυσκολεύτηκε στο δικό σου κομμάτι, εφόσον χτύπησε στο φλουρί. Σε συγχαρήκαμε που το κέρδισες και σου ευχηθήκαμε χρόνια πολλά. Στρώσαμε μετά το τραπέζι και φάγαμε κι οι τρεις μας μέσα σε μια ατμόσφαιρα πρωτόγνωρης ευχαρίστησης.
-Την αμέσως επόμενη μέρα θυμάσαι τι έγινε;
-Ναι. Εσύ περίμενες μ' ένα μεγάλο δίσκο στο χέρι γεμάτο ποτήρια και κρασί το χορευτικό συγκρότημα των «Μωμόγερων» ή αλλιώς ονομαζόμενων «Κοτζαμανίων».
Ο Κωστάκης σε ακολουθούσε με μια πιατέλα γεμάτη από καρύδια, καραμέλες κι από ζυμωτά ψωμιά,- τα τριγώνια,- που είχαμε φτιάξει από την προηγούμενη μέρα. Τα τοποθετήσαμε όλα μαζί στο τραπέζι της βεράντας που είχαμε στήσει ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό και περιμέναμε τη συνέχεια.
Η λύρα ακουγόταν ολοένα και πιο έντονα. Η εμφάνιση του λυράρη έγινε αμέσως μετά κι ένας - ένας οι Μωμόγεροι ξεφύτρωσαν όλοι χορεύοντας μπροστά μας.
Χοροπηδώντας, σχημάτισαν ένα μεγάλο κύκλο στην αυλή της καλύβας. Είδα τους γείτονες να τους ακολουθούν και να συγκεντρώνονται γύρω από την περίφραξη να τους δουν.
Οι δεκαπέντε χορευτές φορούσαν περικεφαλαίες στα κεφάλια και τσολιαδίστικες στολές κρατώντας κι από ένα ραβδί στο χέρι. Κάποιοι απ' αυτούς ήταν μεταμφιεσμένοι. Ο Κωστάκης τραβούσε συνέχεια φωτογραφίες κι είχε το μαγνητόφωνο ανοιχτό. Ο λυράρης τραγουδούσε στην ποντιακή διάλεκτο. Απ' ότι κατάλαβα έλεγε πως:
«Σ' αυτήν την Πρωτοχρονιά  θα γίνουμε Μωμογέρια./Χαρά σ' εκείνον που θα ζει τα επόμενα καλοκαίρια./Την Πρωτοχρονιά κάνουν οι Μωμόγεροι, τα Φώτα οι παπάδες./Αλίμονο σ' εκείνη την μάνα που έχει όμορφες νύφες./Τα Κοτσαμάνια βγήκανε των Φώτων, του Αγίου Ιωάννου./Αλλοίμονο σ' εκείνου την μάνα που δεν θα μας ανοίξει την πόρτα./Θα γίνω Μωμόγερος, μήπως πάντα θα είμαι;/Θα βγάλω τα ρούχα μου και θα κοιμηθώ στην αγκαλιά σου./Ανάθεμά σε σένα κοπέλα, επειδή είσαι ανάποδη./Μ' εμένα τον Μωμόγερο βγήκες ερωτευμένη.»
Ο κόσμος κτυπούσε παλαμάκια με τα χέρια του και τραγουδούσαν όλοι, καθώς οι Μωμόγεροι σχημάτιζαν σειρές από δυάδες και διάφορα άλλα σχήματα, κάνοντας φαντασμαγορικές κινήσεις, που έδειχναν πολεμικό χορό, αλλά κουτσαίνοντας ταυτόχρονα και κάνοντας αστείες γκριμάτσες και κινήσεις.
Ο αρχηγός τους έδινε παραγγέλματα στην Τουρκική γλώσσα. Καταλάβαινα πως τους έβαζε στη σειρά. Τους έλεγε μετά να κάνουν πιο γρήγορα. Έπειτα να ξεκουραστούν. Τα πόδια να φεύγουν μπροστά. Να κάνουν σπάσιμο των ποδιών πηδηχτά. Να μπαίνουν σε δυάδες. Να κάνουν κινήσεις μπροστά πηδηχτά. Να φεύγουν δεξιά - αριστερά. Να γυρίζουν και από δεξιά και από αριστερά. Να κάνουν σκυφτά βήματα μπροστά. Να κάνουν τα βήματα μετά πιο γρήγορα. Να γονατίζουν γύρω και δυο να χορεύουν στη μέση. Τέλος, τους φώναξε να διαλυθούν.
Όλοι παρακολουθούσαμε μ' ενδιαφέρον. Βρισκόμασταν σε έκσταση. Στη μέση του κύκλου εμφανίστηκε στο μεταξύ και ένας άντρας μεταμφιεσμένος σε νύφη, ένας άλλος σε Πασά, κάποιος βαμμένος αράπης, άλλος μεταμφιεσμένος σε αρκούδα, φορώντας φόρμα από βελέντζα κι ένας άλλος ντυμένος με στολή γιατρού.
Ήταν και δυο άντρες ντυμένοι διάβολοι, με ρόπαλα και αλυσίδες, που φυλούσαν τη νύφη από κάποιον που παρίστανε τον γαμπρό και κοιτούσε με κάθε τρόπο να την κλέψει. Τελικά, ο γαμπρός τα κατάφερε και την έκλεψε σε ανύποπτο χρόνο. Τον κυνήγησαν οι διάβολοι ώσπου τον έπιασαν και τον έβαλαν να πληρώσει χρηματικό πρόστιμο.
Το χορευτικό συγκρότημα σταμάτησε με πολλά χειροκροτήματα και συγκίνηση στα μάτια όλων μας. Αμέσως τότε εσύ τους κάλεσες όλους στο τραπέζι και βάζοντας κρασί στα ποτήρια, τους έδωσες να πιουν, με την ευχή "χρόνια πολλά". Βοήθησα κι εγώ με τον Κωστάκη να κεράσουμε όλον τον κόσμο από τα παραδοσιακά μας φαγητά κι εσύ έδωσες χρήματα στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου συγχαίροντας τους για την διατήρηση του εθίμου.
Οι χορευτές έφυγαν χορεύοντας πάλι και κουτσαίνοντας. Πήγαιναν σε άλλη γειτονιά, με τη συνοδεία πάντα της λύρας. Οι γείτονες μας τους ακολουθούσαν διασκεδάζοντας και χορεύοντας κι εκείνοι. Μαζέψαμε τα πράγματα από το τραπέζι και μπήκαμε στο σπίτι ενθουσιασμένοι κι εντυπωσιασμένοι από το έθιμο.
-Αλήθεια, γιαγιά, από πότε χρονολογείται ότι υπάρχει αυτό το έθιμο των Μωμόγερων;
-Οι Μωμόγεροι είναι Έλληνες και ήταν ντυμένοι εύζωνοι. Αν θέλεις να ξέρεις, χρησιμοποιούσαν αυτή την στολή από τον όγδοο αιώνα προ Χριστού.
Τους συναντούμε στην ιστορία ως ταχείς, ευέλικτους, άτρομους, σύμβολα ηρωισμού, να προχωρούν στην μάχη με ορμητικότητα κι αποφασιστικότητα σε συμπυκνωμένα τμήματα ποντιακού εθελοντικού  στρατού, καβαλάρηδες, πεζούς, με μαχαίρες καρφωμένες στο ζωνάρι, ξιφοφόρους, πολλοί να κρατούν σίδερα και χοντρά παλούκια στο χέρι, να μάχονται να υπερασπιστούν την Τραπεζούντα από τους Τούρκους.
Τα παλικάρια εκείνα ήταν από την Ματσούκα, την Σαντά, την Πουλαντζάκη, την Γαλλιάνη, την Χαλδεία, την Άτρα, το Μεσοχώρι, το Τζεβιζλίκ, το Παπαρζά, των Χοτζογλάντων, την Τοκάτη, την Ζάρα, την Μπάφρα, το Ζιλά κι από αλλού.
Επίσης, φορέματα τσολιαδίστικα φορούσαν οι αρματολοί κι οι κλέφτες. Λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821 υπήρχαν στην Θεσσαλία και την Λειβαδιά δεκαεπτά αρματολίκια. Στην Αιτωλοακαρνανία και την Ήπειρο τέσσερα και στην Μακεδονία τρία, που έχοντας πάντα άσβεστη την φλόγα της λευτεριάς στην ψυχή  προετοίμαζαν το έδαφος για λύτρωση του έθνους.
-Ξέρεις, γιαγιά, πολλές φορές σκέπτομαι πως εκείνη η Πρωτοχρονιά είχε γίνει σταθμός στη ζωή μου.
-Γιατί, παιδί μου;
-Επειδή ανέλυσα συνειδητά όχι μόνο την προσωπική μου οντότητα αλλά και την ιστορική μου προέλευση. Μια μυστηριακή δύναμη ζωντάνεψε μέσα στην ψυχή μου  να προσπαθήσω για την διατήρηση του πολιτισμού μας για να μην καταστραφεί ότι με μόχθους αιώνων δημιουργήσαμε.
-Τι ένιωσες, δηλαδή;
-Μέσα στην ανάλυση της ιστορίας ένοιωσα τα πρώτα μου πολιτισμικά σκιρτήματα και ομολογώ πως πραγματικά δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεθεί η αρχική πηγή πολλών μεγάλων πολιτισμικών ναμάτων με την γνώση και την αναζήτηση.
-Θα ήθελες να είσαι κι εσύ μία από τις πολλές που θα συντελούσαν στη διατήρηση των παραδοσιακών μας εθίμων;
-Ναι, πολύ το θέλω αυτό, γιαγιά! Κι όχι μόνο αυτό! Θέλω να αφιερωθώ συγγραφικά στην ιερή μνήμη όλων των παππούδων και των γιαγιάδων μας, στην ιερή μνήμη όσων αναπαύονται στα Νεκροταφεία μας και όλων όσων άφησαν τα ιερά τους κόκαλα στον Πόντο, όπου αποτελειώθηκαν από τα βάρβαρα εξοντωτικά μέτρα της λευκής σφαγής των Τούρκων.
-Πολύ ενδιαφέρον αυτό που μου λες! Για ποιο λόγο όμως θέλεις να το κάνεις αυτό, Ελενίτσα;

-Για ένδειξη φόρου τιμής και σεβασμού στη μνήμη τους, γιαγιάκα μου!.... Καλή μου γιαγιάκα!....

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο", Τσοκτουρίδου Παρθένα)

Τα γεράκια του Μώμου
 
Παιδικό Βυζαντινό
 
Είχαν μαζευτεί γύρω στα τριάντα ακριτόπουλα πάνω στο κάστρο, το Παλαιόκαστρο. Ορφανά όλα, από τις επιδρομές των Περσών, που αφάνισαν τις οικογένειες τους. Φορούσαν τη τσολιαδίστικη στολή τους  -  αναμφισβήτητο στοιχείο της ελληνικότητας τους  -  όταν ήθελαν να κατέβουν στο χωριό  να δώσουν μηνύματα στον κόσμο για ξεσηκωμό του γένους.
Ήταν εμπνευσμένοι από μια μυστηριακή δύναμη, που είχε σχέση με την αρχαία ιστορία και την οποία κινούσαν οι διονυσιακές λατρείες. Παρακινούμενοι από τους μεγαλύτερους, τους μιμούνταν με πολύ ενθουσιασμό σε όλα τα μυστικά τους γλέντια προς τιμή του θεού. Ήθελαν να αναπαραστήσουν την ιστορία του Τρωικού πολέμου, που έγινε για τα μάτια της ωραίας Ελένης.
Έμπαιναν λοιπόν έξι παιδιά σε δυο σειρές, η μια δίπλα στην άλλη κι έστηναν πολεμικό χορό με τη συνοδεία της ποντιακής λύρας κάνοντας κουτσές και κωμικές κινήσεις  και λέγοντας αστεία. Έστηναν μια σειρά που ήτανε τάχα η παράταξη των Ελλήνων και μια άλλη που ήταν των Τρώων.
Δεν παρέλειπαν να φορούν στο κεφάλι περικεφαλαίες, παρόμοιες με εκείνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να τιμήσουν τον ίδιο και την εξαιρετική ιστορία που μας άφησε πολεμώντας και νικώντας τους Πέρσες.
Στόλιζαν τις περικεφαλαίες με διάφορα πολύχρωμα καθρεφτάκια και πάνινα στολίδια για να δείξουν την ωραιότητα στα έργα του μεγάλου βασιλιά των Ελλήνων. Τα στολίδια εκείνα, τα είχανε μαζέψει, έλεγαν, από τον ποταμό Ευρώτα, όταν η θεά Αφροδίτη τα πέταξε κάποτε στο πέρασμα της.
Κρατούσαν κι από μία βέργα, το ματσούκι, ο καθένας για αν παραστήσουν τον μυθικό βασιλιά Αγαμέμνονα, ο οποίος πάντα κρατούσε το χρυσό βασιλικό του σκήπτρο των Πελοπιδών.  Όταν έκλεινε, έλεγαν,  συμφωνίες με εκείνο, το σήκωνε συμβολικά ψηλά πάνω με τα δυο του χέρια. Έτσι έκαναν κι εκείνοι όπως εκείνον. Στέκονταν οι έξι απέναντι από τους άλλους έξι και σήκωναν ψηλά τα ματσούκια τους, σε ένδειξη ότι έκλεισαν τη συμφωνία να μπει η μια παράταξη στον εδαφικό χώρο της άλλης παράταξης.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση ήθελαν να δείξουν πώς οι Έλληνες έμπασαν στην Τροία τον δούρειο ίππο, τον οποίο αναπαριστούσε ένα άλλο ακριτόπουλο, ο Αλογάς, ζωσμένο στη μέση μ' ένα κλαδί, πάνω στο οποίο στηριζότανε ένα ξύλινο κεφάλι αλόγου.
Εκείνο το παιδί λοιπόν έδινε οδηγίες και παραγγέλματα - στην περσική γλώσσα για να μην κινήσουν τις υποψίες των Περσών - και στις δυο παρατάξεις, ώσπου η μια παράταξη έμπαινε στην άλλη, την οποία τελικά σκόρπιζε κι έπαιρνε την νύφη που είχαν στο κέντρο τους να χορεύει.
Η νύφη συμβόλιζε γι' αυτούς την ωραία Ελένη και την παρίστανε ένα άλλο παιδί ντυμένο με άσπρο νυφικό. Στην πραγματικότητα συμβόλιζε γι' αυτούς την Ελλάδα με τους αγώνες και τις περιπέτειες του έθνους μας, τα ιερά κόκαλα των Ελλήνων, τους τάφους των προγόνων μας, την ιστορία και το ελληνικό μεγαλείο.
Και τούτο φαινότανε και στις τρεις κορδέλες που κρέμονταν πίσω από τους περικεφαλαίες τους, οι οποίες είχαν διαφορετικά χρώματα η κάθε μια. Η γαλάζια και η άσπρη συμβόλιζαν την πατρίδα μας και η κόκκινη το ελληνικό αίμα που χύθηκε γι' αυτήν.
Τη νύφη φύλαγαν δυο παιδιά ντυμένα με άσπρη ολόσωμη βράκα και άσπρη φανελίτσα. Κρατούσαν στα χέρια ρόπαλα με αλυσίδες και παρίσταναν τους διαβόλους, οι οποίοι ιστορικά συνδέονταν με τους Σάτυρους και τους Σιληνούς.
Άλλο παιδί παρίστανε την αρκούδα και ήταν ντυμένο με βελέντσα. Έδειχνε τα νύχια και τα δόντια του για να δείξει την πολεμική του ετοιμότητα. Δεν παρέλειπε βέβαια κι ο γιατρός με ξύδι στα χέρια για να προλάβει τις πληγές των πολέμαρχων. Τον παρίστανε άλλο παιδί ντυμένο με άσπρη ποδιά.
Ο βεζύρης και ο αράπης ήταν ντυμένα άλλα παιδιά με αραβικά ρούχα, τα οποία κυνηγούσαν την νύφη με μανία και μάλιστα ήθελαν να κλέψουν την νύφη από τον γαμπρό, τον Πάρη.
Κι άλλα παιδιά έπαιρναν μέρος με διάφορα θεατρικά νούμερα στο δρώμενο αυτό, το οποίο είχε τις ρίζες του πολύ βαθιά στους αιώνες. Όλα μαζί λοιπόν, με μεγάλη προφύλαξη κατέβαιναν στο χωριό αναπαριστάνοντας την ελληνική ιστορία και περνούσαν τα μηνύματα τους στους Έλληνες. Κοιτάζονταν στα μάτια και κουνούσαν τα κεφάλια τους σε περίπτωση κινδύνου. Τα καθρεφτάκια τους βοηθούσαν να βλέπουν τυχόν ύποπτες κινήσεις Περσών, οι οποίοι μαζεύονταν με περιέργεια και τους χάζευαν χαζογελώντας δίχως να μπορούν να μαντέψουν τι ήταν όλα ετούτα τα καρναβαλίστικα που έκαναν.
Τα ακριτόπουλα είχαν μαζί τους πάντα κι ένα αστείο παιδί, το κλόουν, στου οποίου την πλάτη φόρτωναν ένα τσουβάλι με άχυρα, που τα έβαζαν φωτιά. Το παιδί εκείνο έκανε κωμικές κινήσεις για να απελευθερωθεί και πήγαινε κοντά στους Πέρσες παρακαλώντας τους να σβήσουν τη φωτιά. Εκείνοι απασχολούνταν μαζί του και τα άλλα ακριτόπουλα έκαναν τη δουλειά τους.  Μετά την πετυχημένη τους αποστολή, τα ακριτόπουλα έφευγαν στο κάστρο κι αποσύρονταν στα δωμάτια τους.
-Τι αναπαριστάνουμε; ρώτησε κάποτε το ένα από εκείνα τα παιδιά τον στρατηγό Βελισσάριο.
-Τους Μωμόγερους!, του απάντησε εκείνος.      
-Τι είναι ετούτοι;
-Οι γέροι του αρχαίου Μώμου που ήταν ομάδα δική του.
-Και τι έκανε εκείνη η ομάδα;
-Μιμούνταν τον αρχηγό τους, τον Μώμο. Κούτσαινε εκείνος; Κούτσαιναν κι εκείνοι. Χόρευε ή αστειευόταν; Τα ίδια έκαναν. Όταν πέθανε ο Μώμος, οι γέροι ορκίστηκαν πως θα γίνονταν οι συνεχιστές του. Δημιούργησαν έτσι κι άλλες ομάδες στις επόμενες γενιές για να διατηρήσουν την παράδοση τους από παππού σε παππού.
-Γιατί αναπαριστάνουμε μια ιστορία που ανήκει στο παρελθόν;
-Εμείς τη δανειστήκαμε για να υπηρετήσουμε έναν ιερό σκοπό. Την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους εχθρούς της. Εκτελούμε αυτό το θεατρικό δρώμενο για να εμψυχώνουμε το έθνος μας στις δύσκολες στιγμές που περνάει. Ακολουθούμε τα παραδείγματα των προγόνων μας και επαγρυπνούμε πάντα για τα εθνικά μας συμφέροντα. Επηρεάζουμε συνειδήσεις και στέλνουμε μηνύματα στις επόμενες γενιές μας.
-Μωμογέρια ήμαστε λοιπόν!
-Ακριβώς όπως το λες! Με τη διαφορά ότι εσείς ήσαστε Μωμογεράκια, τα μικρά δηλαδή γεράκια του Μώμου, κάτι σαν αετόπουλα που λέμε!.
-Εμείς τη δανειστήκαμε για να υπηρετήσουμε έναν ιερό σκοπό. Την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους εχθρούς της. Εκτελούμε αυτό το θεατρικό δρώμενο για να εμψυχώνουμε το έθνος μας στις δύσκολες στιγμές που περνάει. Ακολουθούμε τα παραδείγματα των προγόνων μας και επαγρυπνούμε πάντα για τα εθνικά μας συμφέροντα. Επηρεάζουμε συνειδήσεις και στέλνουμε μηνύματα στις επόμενες γενιές μας.
-Μωμογέρια ήμαστε λοιπόν!
-Ακριβώς όπως το λες! Με τη διαφορά ότι εσείς ήσαστε Μωμογεράκια, τα μικρά δηλαδή γεράκια του Μώμου, κάτι σαν αετόπουλα που λέμε!....
Η διήγηση του κυρ-Γιάννη
 
Καθόμασταν σε διαμέρισμα κοντά στη βίλλα του Καπαγιαννίδη. Δίπλα ακριβώς ήταν η βίλλα του Τούρκου Σελήμ εφέντη, με τον οποίο ο πατέρας μου καλλιέργησε φιλικές σχέσεις.
Για να τον τιμήσει μάλιστα, κάποιο βράδυ τον κάλεσε για δείπνο, το οποίο συνοδεύτηκε με ούζο και κρασί. Ο Τούρκος, παρά τις επιταγές της θρησκείας του, το τίμησε όπως έπρεπε. Είχε μια γυναίκα και τρία παιδιά, τον Σεφκή και τον Νεζμή που ήταν λίγο μεγαλύτερα από μένα και την δεκαεξάχρονη Φατμέ, που δεν ήρθαν φυσικά στο δείπνο.

Την Φατμέ, ο πατέρας μου την μάθαινε Ελληνικά, μετά από παράκληση του πατέρα της.

Δεν άργησε λοιπόν ν' ανάψει το κέφι του Τούρκου και να καπνίσει το κεφάλι του από το ποτό. Ζήτησε συγνώμη και κατόπιν πυροβόλησε τέσσερις φορές από το παράθυρο με περίστροφο. Από το σπίτι του ανταποκρίθηκε η κόρη του πυροβολώντας κι εκείνη άλλες τέσσερις φορές.
Ο Σαλήμ έφυγε τα μεσάνυχτα και μετά από λίγο εμφανίστηκαν δυο τσανταρμάδες, δηλαδή χωροφύλακες, οι οποίοι συνέλαβαν τον πατέρα μου ζητώντας λύτρα για να τον αφήσουν. Η χανούμ, σύζυγος του Σαλήμ, υποψιάστηκε τι θα συνέβαινε και συμπαραστάθηκε στη μητέρα μου. Της έδωσε μάλιστα και χρήματα για να συμπληρώσει τα λύτρα σφίγγοντας τα δόντια της και λέγοντας:
-Να ευχαριστούν που κοιμάται ο Σαλήμ! Αύριο όμως, θα τους συγυρίσει μια χαρά!
Η μητέρα μου, η οποία φοβότανε τη μακροπρόθεσμη μνησικακία των τσανταρμάδων, παρακαλούσε τη χανούμ να μη δίνει συνέχεια στο επεισόδιο. Με άλλα λόγια, να δώσει τόπο στην οργή. Το πρωί, της έλεγε, πως θα τα βόλευε όλα. Αλλά ο Σαλήμ έμαθε όλα όσα έγιναν το πρωί από μισόλογα και ακριτομύθειες των παιδιών ενεργώντας κεραυνοβόλα. Τα λύτρα επιστράφηκαν και ξαπόστειλαν τους τσανταρμάδες στο Ερζερούμ για.παραθέριση.
Την επόμενη μέρα η ευαίσθητη χανούμ, για να επιβραβεύσει τις θυσίες της μητέρας μου, μου έδωσε ένα μεγάλο ταψί μπακλαβά για το σπίτι. Ήταν λεπτότητα βέβαια αυτό από μέρους της, σε αντίθεση από τον Σαλήμ, ο οποίος δεν φάνηκε πως αναλογίσθηκε τις συνέπειες των πυροβολισμών του.
Ήρθαν, όμως, πιο δύσκολες μέρες. Ο Σαλήμ εφέντης δεν μπόρεσε να σώσει τον πατέρα μου από την εξορία στο Ερζερούμ και το Χουνούς, όπου απελάθηκαν όλοι οι άντρες από δεκαπέντε έως εξήντα χρόνων.Καιροί πείνας, φτώχιας και μιζέριας και οι καιροί πολύ πονηροί.. Κάποια μέρα μ' ευσπλαχνίστηκε η θεία μου Ελένη, αδερφή του πατέρα μου και μου έδωσε μια φέτα μπομπότα και τρεις ελιές.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο πατέρας μου δραπέτευσε από την εξορία του Ερζερούμ. Τον έπιασαν όμως, έφαγε πολύ ξύλο και τον εξόρισαν πιο μακριά, στο Χουνούς. Εκείνος δεν απογοητεύτηκε, κι έκανε όρκο πως δεν θα τους έκανε το χατίρι. Ασφαλώς και θα δραπέτευε ξανά και θα έφευγε για να μη τον πιάσουν πάλι. Οργανώθηκε, λοιπόν, με κάθε μυστικότητα, μια ομάδα με έξι ψυχωμένους άντρες και μ' επικεφαλής τον πατέρα μου, στον οποίο ορκίστηκαν πίστη και υπακοή, προκειμένου να επιτύχουν στο εγχείρημά τους και το έσκασαν μια σκοτεινή νύχτα.
Διέσχιζαν δάση, λαγκάδια, αγεφύρωτα ποτάμια, βαδίζοντας από βουνό σε βουνό και από κορυφή σε κορυφή, σαν αγρίμια, με οδηγούς το Θεό και τον Πολικό Αστέρα, που ο πατέρας μου γνώριζε πολύ καλά. Οι τέσσερις, όμως, από τους συντρόφους δεν άργησαν να δυσανασχετήσουν. Ξεχνώντας όρκους και υποσχέσεις και το σπουδαιότερο, αδυνατώντας να εκτιμήσουν τον ορθότητα του σχεδίου του πατέρα μου, ο οποίος τους είπε πικραμένος από τη συμπεριφορά τους:
- Καθίστε να ξεκουραστούμε επιτέλους και να μιλήσουμε!....
Με πειστικότητα κι επιχειρήματα τους εξήγησε πως πηγαίνουν πολύ καλά με μαθηματική ακρίβεια και ότι δεν πρέπει να δυσπιστούν και ν' ανησυχούν, αφού μάλιστα οι τύχες τους είναι ταυτισμένες. Δεν κατάφερε, όμως, να τους πείσει και απογοητευμένος, καθώς ήταν, τους είπε:
-Μου στερήσατε την εμπιστοσύνη σας, δίχως να με πείσετε για τον λόγο, επομένως από εδώ και πέρα την ευθύνη για τον εαυτό σας την αναλαμβάνετε εσείς. Φυσικά, δεν θα σας ακολουθήσω!...Ο Θεός ας είναι βοηθός όλων μας!...
Ο δάσκαλος, ο κυρ-Δημήτρης, τότε του είπε:
-Κάνε όπως νομίζεις εσύ και μην ακούς αυτούς τους τρελούς!...
Αλλά εκείνοι, τέλος, βαριεστημένοι από τους απάτητους δρόμους, τις αναρριχήσεις, τις λόχμες, τα βάτα και τ' αγεφύρωτα ποτάμια, κάποιο βράδυ ξεκίνησαν σ' ένα αμφίβολο μονοπάτι. Ο πατέρας μου, όμως, που πάντα υποπτευότανε τον κίνδυνο και η διαίσθησή του δεν τον διέψευσε σχεδόν ποτέ, ακολούθησε μεν, όχι όμως από το μονοπάτι, μα παράλληλα περίπου. Σε κάποια στιγμή, πραγματικά, καραδοκούσε ο κίνδυνος, το «Καρακόλ», δηλαδή ο Αστυνομικός Σταθμός.
-Αλτ!... Τεσλίμ!... δηλαδή, παραδοθείτε, ακούστηκε βαριά και βροντερή η φωνή του σκοπού και στη στιγμή εμφανίστηκαν τέσσερεις τσανταρμάδες οπλισμένοι σαν αστακοί μπροστά τους και τους συλλάβανε.
Ο πατέρας μου κι ο δάσκαλος, που ήταν πίσω και έξω από το μονοπάτι, εξαφανίστηκαν σαν αστραπή μέσα στο δάσος, απομακρυσμένοι κατά πολύ, επειδή υποψιάστηκαν, και δικαιολογημένα, προδοσία από τους τέσσερις συλλαμβανόμενους. Την μεθεπόμενη μέρα, οι δυο διασωζόμενοι έπεσαν σε ενέδρα φυλακίου. Ήταν όμως πιο τυχεροί. Στη διαταγή: «Αλτ!.. Ποιοι είστε;», ο πατέρας μου απάντησε: -«Είμαστε φυγάδες!».
Εκείνη η απάντηση ήταν απροσδόκητη, μα ακόμη περισσότερο ήταν κι εκείνη του σκοπού:
-Μου είναι γνωστή αυτή η φωνή! Μη φοβάσαι.. έλα κοντά!...
Ο σκοπός σήκωσε το κλεφτοφάναρο κι αναγνώρισε τον πατέρα μου, λέγοντας του:
-Εσύ στο Ερζερούμ με κέρασες καφέ.
Τους έμπασε σ' ένα δωματιάκι, τους έδωσε να φάνε και τους είπε:
-Κοιμηθείτε εδώ και το πρωί θα σας δείξω το δρόμο για ν' αποφύγετε κακοτοπιές.
Το πρωί, κατόπιν συνεννόησης με τον αρχιφύλακα, τον Σεφκέτ, τους έδωσε τρόφιμα, τους συνόδεψε σε μια ραχούλα και τους έδειξε το δρόμο. Ψάχτηκαν να του δώσουν κάτι χρηματικό, μα εκείνος τους είπε:
-Μη ψάχνεστε!... Δεν θέλω τίποτα!... Να πάτε στο καλό!....
Ευλόγησαν την τύχη τους και τους δυο Τούρκους. Τους αποχαιρέτησαν με συγκίνηση, τους φίλησαν τα χέρια και τα μέτωπα και ξεκίνησαν στο δρόμο που τους έδειξαν. Περπάτησαν αρκετό δρόμο με ανανεωμένες δυνάμεις κι ελπίδες. Ο φθινοπωρινός καιρός έδειχνε να μεταβάλλεται άσχημα και τα τρόφιμα τους τελείωναν, επομένως έπρεπε να βρουν άλλα. Άκουσαν γαβγίσματα και είδαν φως, όπου και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί, αψηφώντας τον κίνδυνο. Ήταν Κουρδικό χωριό. Προχώρησαν αποφασιστικά προς το φως. Εκεί τους έπιασαν οπλισμένοι φύλακες του χωριού, οι οποίοι τους παρουσίασαν ως κλέφτες.
Ο πατέρας μου γνώριζε πολύ καλά την Τουρκική γλώσσα και αντέδρασε αμέσως ήρεμα κι ευγενικά. Διαβεβαίωσε με ευφράδεια πως δεν ήταν κλέφτες εφόσον δεν έκλεψαν τίποτα. Στη συνέχεια, με ωραία λόγια, χρησιμοποιώντας ρητά του Ευαγγελίου και του Κορανίου, τους έκανε κήρυγμα. Οι προύχοντες και οι άλλοι παρευρισκόμενοι, γοητευμένοι τον άκουγαν με ανοιχτό στόμα και προσοχή.
Σε κάποια ανάπαυλα, ο σπιτονοικοκύρης με πολύ ενδιαφέρον πρότεινε στον πατέρα μου να τον κρατήσουν ως δάσκαλο τους. Εκείνος τους ευχαρίστησε λέγοντας πως τον κολάκευε η πρόταση τους, αλλά ήταν παντρεμένος με παιδιά. Τέλος, συνέχισε το κήρυγμα και τελειώνοντας κάθισαν για φαγητό.
Το πρωί, τους έδωσαν τρόφιμα και οδηγό, ο οποίος τους πέρασε από ένα ιδιαίτερο σημείο. Έτσι, επαληθεύτηκε για άλλη μια φορά, πως ο απλός λαός, σε οποιαδήποτε φυλή κι αν ανήκει και σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της, έχει συνήθως ανεπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας και της ανθρωπιάς. Για ατυχία τους, μετά από δυο μέρες έπεσαν στο δρόμο δυο πάνοπλων τσανταρμάδων, που τους έβαλαν μπροστά στα άλογα τους, βιάζοντας τα να περπατούν, οδηγώντας τους επικίνδυνα άτσαλα εδώ κι εκεί.
Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου βρήκε την ευκαιρία να κάνει στον δάσκαλο νόημα, προσχεδιασμένο με το μάτι, που σήμαινε απονενοημένο εγχείρημα κατά των τσανταρμάδων. Η ευκαιρία δόθηκε τη στιγμή που το άλογο πάτησε το τσαρούχι του πατέρα μου και βγήκε από το πόδι του. Αστραπιαία εκείνος τραβήχτηκε δίπλα κι άρπαξε τον τσανταρμά από το γιακά του, σύροντας τον κάτω από το άλογο του, μπερδεμένο στα λουριά και τα κιοστέκια του, τις αλυσίδες του δηλαδή, τρεπόμενος σε φυγή.
Ο άλλος τσανταρμάς, που  έχασε το ηθικό του, επειδή φοβήθηκε επίθεση του δάσκαλου, ο οποίος ήταν γίγαντας μπροστά του, μα δειλός κι αναποφάσιστος, πυροβόλησε τον πατέρα μου τρεις φορές, ο οποίος φεύγοντας φώναζε ψέματα πως τον σκοτώσανε. Έπεσε κάτω κατόπιν και σύρθηκε στο δάσος, όπου κι εξαφανίστηκε. Εξαιτίας εκείνου του περιστατικού, πήγε είδηση στο χωριό πως ο πατέρας μου σκοτώθηκε στην εξορία σε κάποια απόπειρά του να φύγει.
Ο δάσκαλος, με την αποθαρρυμένη του στάση, παρ' ολίγο θα γινόταν αίτιος φόνου του πατέρα μου και ασφαλώς έρμαιο της τύχης του στη διάθεση των τσανταρμάδων. Για καλή του τύχη όμως, μια ρωμαλέα Κούρδισα αντρογυναίκα τον άρπαξε από τα χέρια τους, λέγοντας τους:
-Δεν έχετε ούτε ιερό ούτε όσιο!... Ξεχάσατε τα καλά που σας έκαναν οι Έλληνες;.
Εκείνοι δεν αντέδρασαν, επειδή μετά τη φυγή του πατέρα μου, δίσταζαν να παραδώσουν τον δάσκαλο, φοβούμενοι τις συνέπειες για δωροδοκία.
Η Κούρδισα τον έκρυψε στο σπίτι της, με την εντολή να μη βγαίνει έξω και ετοίμασε κάρα να φορτώσει χόρτα για το Παϊπούρτ. Σ' ένα από εκείνα έκρυψε τον δάσκαλο και τον διέταξε να μη βγάλει τη φωνή του και να κρατηθεί στις σωματικές του ανάγκες μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Ο πατέρας μου συνέχισε μόνος του τη φυγή του και μετά από κάμποσα κρυοπαγήματα έφτασε στο χωριό της μάνας μου, στην ειδυλλιακή Άγουρσα. Εκεί έκανε κρυψώνα, για περίπτωση ανάγκης, που στάθηκε αδύνατο ν' ανακαλύψουν συγγενείς και φίλοι.
Συνάντησα αργότερα τον πατέρα μου στο διαμέρισμα όπου καθόμασταν. Έπαιζα με τα παιδιά του Σαλήμ και σε κάποια στιγμή πήγα κάτω σ' ένα υπόστεγο να κάνω το νερό μου. Ήρθε τότε ξαφνικά ο πατέρας μου, μου έδωσε δυο γερά μπάτσα και μ' έστειλε στο σπίτι, δίχως κανένα ιδιαίτερο λόγο. Εκείνα τα παιδιά δεν τα είδα ξανά από τότε κι επειδή δεν υπήρχαν Ελληνόπουλα να παίζω, η ζωή μου συνεχίστηκε μοναχική..και ..δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο.συγκινήθηκα πολύ, παιδιά μου!.»
-Μα, τι έγινε μετά;.Πότε και πως ήρθατε στην Ελλάδα;. Δεν θα μας πεις, παππού; τον ρώτησαν οι δυο εγγονοί του, αλλά βλέποντας τον να κλαίει με λυγμούς σώπασαν και αποσύρθηκαν συγκινημένοι στα δωμάτιά τους.
 
(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο", Τσοκτουρίδου Παρθένα)
Η Παναγία Σουμελά
 
Σε δεκαπέντε λεπτά της ώρας από το Κορτέν, φτάσαμε στον πανύψηλο βράχο, που καταμεσής του απότομου γκρεμού του προβάλλει η είσοδος μιας μεγάλης σπηλιάς, στο βάθος της οποίας είναι κτισμένη η Μονή Σουμελά! ακούστηκαν τα λόγια του παπα-Γιώργη στην ξαφνική ησυχία των παιδιών, που απέσπασαν την προσοχή τους.
-Πες μας ότι γνωρίζεις για το Μοναστήρι αυτό, πάτερ! παρακάλεσαν όλα τα παιδιά.
-Το Μοναστήρι αυτό ήταν πολύ φημισμένο και ξακουσμένο, παιδιά μου! Δεν υπάρχει Πόντιος που να μην έτρεφε και τρέφει μεγάλη πίστη κι ευλάβεια σ' αυτό. Όπως οι χριστιανοί πηγαίνουν - όσοι μπορούν και θέλουν - στα Ιεροσόλυμα ως προσκυνητές στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού, έτσι σχεδόν υπήρχε μεγάλη επιθυμία κι ευλάβεια σε κάθε Πόντιο να

επισκεφθεί το Μοναστήρι αυτό και να προσκυνήσει την άγια και θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, η οποία είναι αρχαιότατη και μία από τις τρεις εικόνες που ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.

-Που βρίσκεται τώρα αυτή η εικόνα; ρώτησε η Παρεσούλα.
-Η εικόνα αυτή βρίσκεται ως πρόσφυγας μαζί μ' εμάς!
-Που; ρώτησαν όλα μαζί τα παιδιά.
-Εδώ στην ελεύθερη πατρίδα μας, την Ελλάδα, όπου οι Πόντιοι της κτίσαμε νέα κατοικία, νέο Μοναστήρι, στην Καστανιά της Βέροιας, σε μια ωραία και ψηλή τοποθεσία, που μοιάζει κάπως μ' εκείνη του όρους Μελά.
-Πες μας, σε παρακαλώ, την ιστορία της! Πως έγινε αυτό; ρώτησε η Παρθενίτσα.
-Κατά την Μικρασιατική καταστροφή, οι καλόγεροι του Μοναστηριού, προβλέποντας την εγκατάλειψη της Μονής από τους ίδιους, καθώς και την ερήμωση μα και τη λεηλάτηση της από τους Τούρκους, είχαν κρύψει κάπου εκεί κατά το παρεκκλησάκι της αγίας Βαρβάρας την εικόνα αυτή σε ασφαλές μέρος.
Αργότερα, αρκετά χρόνια μετά την ειρήνη και την αποκατάσταση καλών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, οι καλόγεροι που ήρθαν κι αυτοί πρόσφυγες στην Ελλάδα, ζήτησαν με τη βοήθεια της κυβέρνησης μας άδεια από την Τουρκική κυβέρνηση να πάνε να την φέρουν.
Πραγματικά, η άδεια δόθηκε και τον Οκτώβριο του χίλια εννιακόσια τριάντα ένα ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης, ο οποίος είχε κρύψει την εικόνα και άλλα ιερά αντικείμενα προτού εγκαταλείψουν τη Μονή, αναχώρησε για την Τραπεζούντα με δυο άλλους συνοδούς Πόντιους, με σκοπό να φτάσουν στο Μοναστήρι, να ξεθάψουν την εικόνα και να τη φέρουν στην Ελλάδα.
Η αποστολή έφτασε στον τόπο που ήταν κρυμμένα τα ιερά κειμήλια. Με πολύ κόπο ανασκάψανε και τα βρήκαν. Ήταν η σεπτή εικόνα της Παναγίας, ο Τίμιος Σταυρός των Κομνηνών και το ιερό Ευαγγέλιο του Χριστόφορου. Ο Αμβρόσιος και οι συνοδοί του επέστρεψαν στην Αθήνα τον Νοέμβριο του ίδιου έτους φέρνοντας τα ιερά κειμήλια της Μονής. Τα παρέδωσαν στον αείμνηστο Μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος τα έθεσε στον Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για κοινό προσκύνημα και κατόπιν τα τοποθέτησε στο Βυζαντινό Μουσείο. Εκεί παρέμειναν έως το χίλια εννιακόσια πενήντα ένα.
-Κι έπειτα τι απέγιναν; ρώτησε ο Παντελής.
-Το χίλια εννιακόσια πενήντα ένα ο αείμνηστος Πρόεδρος Φίλων Κτενίδης του Σωματείου των Ποντίων «Παναγία Σουμελά» τα ζήτησε από το Βυζαντινό Μουσείο, τα παρέλαβε και προσκόμισε την ιερή εικόνα με μεγάλες τιμές και παρατάξεις στα υψώματα της Καστανιάς Βέροιας, όπου με τη φροντίδα του Σωματείου έγινε η θεμελίωση μικρού Ναού της Παναγίας Σουμελά.
Η θεμελίωση έγινε τον Δεκαπενταύγουστο της ίδιας χρονιάς και κατόπιν η εικόνα επιστράφηκε στην Αθήνα και τοποθετήθηκε πάλι στο Βυζαντινό Μουσείο. Στο μεταξύ το Σωματείο της Παναγίας Σουμελά με τους άξιους ηγέτες του εργάζονταν εντατικά, για τη γρήγορη αποπεράτωση του μικρού Ναού της Παναγίας Σουμελά, που θεμελιώθηκε στην Καστανιά.
Χάρη, λοιπόν, στις εντατικές εκείνες προσπάθειες του Σωματείου, το ζήλο και την ευλάβεια των μελών του, η εκκλησία αποπερατώθηκε σ' ένα χρόνο και ήταν έτοιμη πια να δεχθεί την οριστική εγκατάσταση της σεπτής εικόνας της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Βέροιας.
Τον Αύγουστο του χίλια εννιακόσια πενήντα δύο, η επιτροπή του Σωματείου ζήτησε από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών να επιτρέψει τη μετακόμιση της εικόνας της Παναγίας και των άλλων κειμηλίων στο Μοναστήρι της Καστανιάς. Έτσι, δόθηκε η άδεια και τα ιερά κειμήλια από το Βυζαντινό Μουσείο πρώτα μεταφέρθηκαν στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου έμειναν για ένα τριήμερο σε κοινό προσκύνημα των πιστών. Χιλιάδες Αθηναίοι, ντόπιοι και πρόσφυγες, με συνωστισμό πήγαιναν και χαιρετούσαν την Ποντιώτισσα  Παναγία.
Ύστερα, μεταφέρθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών, παραλήφθηκε από την επιτροπή και άρχισε πια το ταξίδι με το τρένο. Στις έξι Αυγούστου έφτασε στην Κατερίνη, όπου οι Πόντιοι κάτοικοι της επέμειναν να κρατήσουν την εικόνα στην εκκλησία τους για να τη χαιρετίσουν. Εκεί έμεινε σε κοινό προσκύνημα πάλι τρεις μέρες και έγινε λειτουργία. Στις εννέα του μήνα ξεκίνησε και στον Γιδά έγινε στάση, όπου πλήθη κόσμου συγκεντρώθηκαν να την προσκυνήσουν.
Τέλος, έφτασε στην Βέροια, όπου έμεινε πάλι τρεις μέρες στο ναό του Αγίου Αντωνίου και ακολούθησε κοινό προσκύνημα και αρχιερατική λειτουργία. Στις δεκατρείς Αυγούστου η εικόνα έφτασε πια στην καινούργια εκκλησία της Καστανιάς και τοποθετήθηκε εκεί. Στις δεκατέσσερις το βράδυ, παραμονή Δεκαπενταύγουστου, έγινε μεγάλος εσπερινός από τους μητροπολίτες, Σερρών Κωνσταντίνο και Βέροιας Αλέξανδρο.
Στις δεκαπέντε Αυγούστου, γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έγινε μεγαλόπρεπη αρχιερατική λειτουργία από τους δυο μητροπολίτες, δώδεκα ιερείς και έγινε μεγάλο πανηγύρι. Παραβρέθηκαν στη λειτουργία οι πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές από την Θεσσαλονίκη και την Βέροια, αλλά και από πολλούς νομούς του κράτους.
Οι προσκυνητές που παραβρέθηκαν στο πρώτο εκείνο πανηγύρι της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά, υπολογίζονται σε πέντε χιλιάδες πάνω - κάτω. Στις δεκαέξι του μήνα ο δεσπότης Κωνσταντίνος έψαλλε μνημόσυνα υπέρ των Αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας και των συνδρομητών της Μονής. Έτσι, λοιπόν, έγινε η εγκατάσταση της Παναγίας Σουμελά του Πόντου στην Ελλάδα.
Από τότε, κάθε χρόνο, στις δεκαπέντε Αυγούστου γιορτάζεται η μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου στο ωραίο αυτό τοπίο, όπου χρόνο με το χρόνο συρρέουν περισσότεροι προσκυνητές, όχι μόνο Πόντιοι, αλλά και άλλοι Έλληνες, από όλα τα τμήματα της Ελλάδας, για να προσκυνήσουν με ευλάβεια την άγια και θαυματουργή εικόνα της Ποντιώτισσας Παναγίας. Για τη στέγαση και διαμονή τους, η Επιτροπή μερίμνησε να κτιστούν ξενώνες, τους οποίους και φροντίζει. Ο περίβολος του ναού δεντροφυτεύτηκε, κτίστηκε βρύση με άφθονο νερό κι ολοένα έγιναν και γίνονται νέες τουριστικές εργασίες.
Από τον Δεκαπενταύγουστο του δύο χιλιάδες δέκα μέχρι σήμερα, σε κλίμα συγκίνησης και κατάνυξης τελείται επίσης, κατόπιν άδειας της Τουρκικής κυβέρνησης, η Θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά στον Πόντο, με αντίγραφο της εικόνας που υπάρχει στο Βέρμιο, από τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος λέει με νόημα να κρατήσουμε σαν αναμμένη λαμπάδα την ελπίδα στου Σουμελιώτικου Δεκαπενταύγουστου, ν' ανθίσει πλούσια μέσα μας και να φέρει κι άλλο.αμήν!
-Πολύ συγκλονιστικά όλα όσα μας είπες, παπα-Γιώργη! είπε ο Ορφέας. Σε διακόψαμε όμως στην αναφορά σου για την επίσκεψη σου στην Σουμελιώτισσα Παναγία στον Πόντο. Συνέχισε το! Πρέπει να ήταν αρκετά ενδιαφέρον!
-Είχα πει, λοιπόν, πως έφτασα στον απόκρημνο βράχο μέσα με μια μεγάλη και βαθιά σπηλιά, μέσα στην οποία είναι κτισμένη η Μονή. Ο βράχος αυτός απέχει δώδεκα ώρες περίπου πεζοπορία από την Τραπεζούντα και βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Μελά.
Η Μονή ονομάστηκε Σουμελά από την προφορά του Ποντιακού γλωσσικού ιδιώματος. Η λέξη είναι σύνθετη από το «σου», που προέρχεται από την πρόθεση «εις» και τη γενική του άρθρου «του», δηλαδή «εις του» και με αποκοπή του «ει» και την αφαίρεση του «τ=σου» και «Μελά» έγινε η σύνθεση «Σουμελά».
Επομένως, «Σουμελά» σημαίνει «εις του Μελά». Δηλαδή, πάμε εις του Μελά. Σιγά - σιγά όμως η φράση προφερόμενη ως μια λέξη από τους κατοίκους της περιοχής αποτέλεσε μια λέξη, τη λέξη «Σουμελά», που πήρε και την έννοια ουσιαστικού ονόματος. Έτσι, λοιπόν, προήλθε το όνομα της Μονής από τους κατοίκους των γύρω χωριών της Εξαρχίας Σουμελά.
Και τώρα θα σας περιγράψω την Μονή όσο καλύτερα μπορώ και μάλιστα όπως ήταν προπολεμικά. Από τη ρίζα του απόκρημνου και σχεδόν κάθετου βράχου, αρχίζουμε ν' ανεβαίνουμε τα λαξευτά πέτρινα σκαλοπάτια. Τα μετράμε ανεβαίνοντας και είναι ενενήντα τρία. Το ενενηκοστό τρίτο σκαλοπάτι είναι σε ύψος περίπου πενήντα μέτρων προς την παρειά του βράχου. Ατενίζοντας προς τα κάτω μας πιάνει ίλιγγος. Ευτυχώς στο τελευταίο αυτό σκαλοπάτι υπάρχει η είσοδος προς τη Μονή.
Μέσα στο χώρο της σπηλιάς είναι κτισμένη η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μόλις μπαίνεις αριστερά. Κατόπιν, σε προέκταση, δεξιά, βλέπουμε τη βρύση με τη λεκάνη, όπου συγκεντρώνονταν οι σταλαματιές που έσταζαν από το βράχο κι αποτελούσαν αγίασμα θαυματουργό. Οι σταλαματιές αυτές έχουν την ιστορία τους, για την οποία θα σας αναφέρω παρακάτω. Λίγο πίσω από τη βρύση είναι ο φούρνος. Προχωρώντας στο βάθος βλέπουμε τα δωμάτια των καλόγερων, επιπλωμένα και στρωμένα με βαρύτιμα περσικά χαλιά.
Πολυτελέστερα και πλουσιότερα είναι επιπλωμένο το Ηγουμενείο, όπου φυλάγονταν η πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής και όπου, εκτός από σπουδαία ιστορικά, θρησκευτικά και άλλα πολύτιμα και δυσεύρετα βιβλία, φυλάγονταν επίσης και πολλά ιστορικά έγγραφα - Χρυσόβουλα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, των Τσάρων της Ρωσίας, ως και πολλά φιρμάνια των Σουλτάνων. Προς τη δυτική πλευρά της σπηλιάς είναι κτισμένος φούρνος για την καθημερινή αρτοδότηση των καλόγερων, του προσωπικού της Μονής και των προσκυνητών, που στεγάζονταν κι αναπαύονταν σε ευρύχωρους και άνετους ξενώνες.
Η εκκλησία, όπως σας είπα, είναι στην ανατολική πλευρά. Μπαίνοντας μέσα βλέπουμε πολλά αφιερώματα και ιερά σκεύη - ασημένια μανουάλια με πελώριες λαμπάδες, πέντε απ' τις οποίες, λένε, ότι είναι αφιέρωμα του σουλτάνου Σελίμ.
Επίσης, βλέπουμε ασημένιες εικόνες, πολυτελή πολυέλαιο, κομψά κι απέριττα στασίδια, απλό μα ωραίο τέμπλο, αναλόγια των ψαλτών με πολλά εκκλησιαστικά βιβλία των ιερών Ακολουθιών, ασημένιο Ευαγγέλιο και δισκοπότηρα στο Ιερό πάνω στην Αγία Τράπεζα, θόλος απλός και χαλκοσκέπαστος από φύλλα χρυσού, δώρο κι αφιέρωμα πάλι του ίδιου σουλτάνου που προανέφερα.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά ήταν πλουσιότατη. Είχε παντού σχεδόν μετόχια και κτήματα στην Τραπεζούντα, στα Πλάτανα και σε πολλά χωριά της Εξαρχίας. Από τα Μετόχια εκείνα, τα οποία το Ηγουμενείο νοίκιαζε σε διάφορους, η Μονή αποκόμιζε πολλά προϊόντα ή χρήματα. Πλουσιότατα ήταν τα κτήματα τους στα Πλάτανα, όπου είχε εκτεταμένους ελαιώνες και κάθε χρόνο τα ζώα της Μονής - περίπου δέκα με δεκαπέντε μουλάρια - μετέφερναν σ' αυτήν νόστιμες παχιές ελιές κι ολόκληρα βαρέλια και τενεκέδες από ελαιόλαδα Πλάτανας, που ήταν φημισμένα σε όλη την Τουρκία για την άριστη ποιότητα τους.
Εκτός όμως από τα εισοδήματα εκείνα, κατά καιρούς, εκπρόσωποι της Μονής από καλόγερους ταξίδευαν στη Ρωσία κι επισκέπτονταν τους εκεί εγκατεστημένους ομογενείς ή και Ρώσους, από τους οποίους ζητούσαν τη συνδρομή για το Μοναστήρι.
Μπορούμε να πούμε πως υπήρξε καιρός που το Μοναστήρι αυτό έγινε πλουσιότατο και ήταν σαν ένα μικρό κράτος. Ο ηγούμενος είχε μεγάλη επιρροή στους κατοίκους της Εξαρχίας και τους υποστήριζε, όταν ήταν ανάγκη, από τις Τουρκικές Αρχές.
Σπουδαιότεροι ηγούμενοι που διοίκησαν κατά καιρούς τη Μονή και φημίζονται για τη δράση τους, υπήρξαν ο Χατζη-Παρθένιος, ο Άνθιμος, ο Ιγνάτιος, ο Γερβάσιος και άλλοι. Η Μονή Σουμελά, κατά τα παλιότερα χρόνια, προτού ιδρυθεί η Ιερή Μητρόπολη Ροδοπόλεως, ήταν θρησκευτικό και εθνικό κέντρο όλων των χωριών της Εξαρχίας, των οποίων οι Έλληνες χριστιανοί κάτοικοι με θάρρος κι ελπίδα ατένιζαν σ' αυτό.
Ο Χριστιανισμός κι ο Ελληνισμός είχαν βαθιά τις ρίζες τους σε όλη την περιοχή. Τα χωριά της Εξαρχίας ήταν όλα σχεδόν ελληνικά και ελάχιστα ήταν τα αμιγή Τουρκικά, οι Τούρκοι των οποίων ελάχιστα γνωρίζοντας την Τουρκική γλώσσα, μιλούσαν κι αυτοί μαζί με τους συγχωριανούς τους Ρωμιούς το ποντιακό ιδίωμα.
Η Μονή Σουμελά κατά τα χρόνια της Εξαρχίας διατηρούσε και εσωτερική Ιερατική Σχολή, όπου φοιτούσαν από διάφορα χωριά και ένας ή δύο μαθητές, με αντικειμενικό σκοπό να καταρτίζονται για παπάδες και δάσκαλοι στα χωριά τους.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά είναι αρχαιότατη και αρχίζει από τη χρονιά τριακόσια ογδόντα μετά Χριστό η εγκατάσταση της Εικόνας της Παναγίας στο σπήλαιο του όρους Μελά. Η ίδρυση Μοναστηριού σ' αυτό και η επάνδρωση του με ιερομόναχους στηρίζεται βέβαια σε ιστορικά ντοκουμέντα, αλλά και στην παράδοση.
Ένας παλιός ηγούμενος της Μονής που λεγόταν Παρθένιος Μεταξόπουλος, παρακάλεσε κι ανέθεσε σ' ένα φίλο του λόγιο και ιστορικό, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που έμενε τότε στην Τρανσυλβανία της Ρουμανίας, κατά τον δέκατο έκτο αιώνα, να γράψει για την ιστορία της Μονής.
Για ευκολία του έστειλε και όλα τα σχετικά έγγραφα και άλλα στοιχεία που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη του Μοναστηριού. Ο Καυσοκαλυβίτης ενδιαφέρθηκε κι έγραψε την ιστορία της Μονής Σουμελά, που λίγο αργότερα τυπώθηκε στη Λειψία της Γερμανίας το έτος χίλια επτακόσια εβδομήντα πέντε.
Το βιβλίο αυτό λέει πως ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε τρεις εικόνες της Θεοτόκου με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Απ' αυτές, η μία βρίσκεται στα Καλάβρυτα Πελοποννήσου στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Η δεύτερη βρίσκεται στη Μονή του Κύκκου στην Κύπρου και η Τρίτη στη Μονή Σουμελά.
Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς όπου κι αν πήγαινε, τη μία από τις τρεις εικόνες την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Κάποτε ήρθε στην Αθήνα, επισκέφτηκε την Ακρόπολη μαζί με την εικόνα του και πήγε και στο Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας κοντά στην Ακρόπολη. Από την Αθήνα κατόπιν, πήγε στη Θήβα κι έμεινε εκεί. Συνέβηκε όμως ν' αρρωστήσει και προαισθάνθηκε τον θάνατο του. Τότε κάλεσε κάποιο φίλο του Ανανία, του έδωσε την εικόνα κι ανάθεσε σ' αυτόν την φροντίδα της.
Ο Ανανίας την έθεσε σε κοινό προσκύνημα στην Θήβα. Αλλά τότε άρχισαν τα καθημερινά θαύματα της Μεγαλόχαρης. Πολλοί άρρωστοι ανάπηροι, μισοπαράλυτοι, κουφοί, βουβοί, τυφλοί και ψυχοπαθείς, που κατέφευγαν στη χάρη και στην ευσπλαχνία της, θεραπεύονταν.
Οι Θηβαίοι και οι κάτοικοι των χωριών της περιφέρειας που ευεργετήθηκαν τόσο πλούσια από τη χάρη της, της έκτισαν περίλαμπρο ναό, όπου αναστήλωσαν την άγια εικόνα και την ονόμασαν «Παναγία η Αθηναία», γιατί από εκεί πέρασε πρώτα ο Απόστολος Λουκάς και την έφερε στη Θήβα. Αργότερα, όμως, άγνωστο το «πως», η εικόνα βρέθηκε και στο Μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας στην Ακρόπολη της Αθήνας.
Κατά το έτος τριακόσια εβδομήντα εννέα μετά Χριστό, ζούσε στην Αθήνα ένας ευσεβής και καλός χριστιανός μαζί με τον ανεψιό του, που ονομαζότανε Σωτήριχος. Μια νύχτα η Παναγία φανερώθηκε σε όνειρο στο Βασίλειο και του είπε:
-Είμαι η Παναγία η Αθηνιώτισσα. Εσύ και ο ανεψιός σου να αφήσετε ότι έχετε από τα υπάρχοντα σας, ν' αλλάξετε τα ονόματα σας, να γίνετε μοναχοί και ν' ακολουθήσετε όπου θα σας δείξω και θα σας οδηγήσω.
Το πρωί ο Βασίλειος ήταν εκστατικός από το ολοζώντανο όραμα της νύχτας. Κάλεσε τον ανεψιό του και του το διηγήθηκε. Αμέσως άλλαξαν τα κοσμικά τους ονόματα και πήραν τα καλογερικά. Ο Βασίλειος πήρε το όνομα Βαρνάβας και ο Σωτήριχος πήρε το όνομα Σωφρόνιος. Μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και πήραν τον δρόμο της Θήβας.
Όταν έφτασαν στη Θήβα και μπήκαν στο ναό, είδαν την εικόνα της Αθηνιώτισσας θρονιασμένη εκεί. Μετά το όνειρο, φαίνεται πως από τη Μονή της Ακρόπολης της Αθήνας πέταξε στη Θήβα και θρονιάστηκε στο ναό της εκεί.
Στο ναό της Θήβας ο Βαρνάβας κι ο Σωφρόνιος γονυπέτησαν και προσεύχονταν. Τότε, ξαφνικά, από το μέρος όπου ήταν θρονιασμένη η εικόνα, άκουσαν τη φωνή της Μεγαλόχαρης που έλεγε:
-Τέκνα μου, ακολουθείτε με θάρρος και πίστη προς Ανατολάς. Εγώ τώρα πηγαίνω προς το όρος Μελά, που διάλεξα για κατοικία μου μαζί με σας.
Μόλις σταμάτησε η φωνή, είδαν την άγια εικόνα να πετάει από τη θέση της, να βγαίνει από την Εκκλησία και πετώντας αδιάκοπα προς τα ύψη, να κατευθύνεται ανατολικά. Την παρακολούθησαν με θαυμασμό και έκσταση στο ουράνιο ταξίδι της, ώσπου απομακρύνθηκε πολύ και δεν την έβλεπαν πια.
Έτσι, η άγια εικόνα πετώντας πάνω από στεριές και θάλασσες πήγε και κάθισε στη σπηλιά του όρους Μελά στον Πόντο.
-Πω, πω!.... Αληθινά συγκινητικό! είπε ο Ορφέας.
-Θαύμα! ψιθύρισε η Παρεσούλα.
-Συνέχισε, πάτερ! Μίλα μας! Πες μας κι άλλα! παρακάλεσε η Παρθενίτσα.
-Και βέβαια θα σας πω κι άλλα πολλά, παιδιά μου! Ακούστε με προσοχή, λοιπόν!... Ο Βαρνάβας κι ο Σωφρόνιος, ύστερα από το θαύμα αυτό, εκτελώντας την προσταγή της Θεοτόκου, ετοιμάστηκαν για το μακρινό και δύσκολο ταξίδι τους να πάνε να συναντήσουν την εικόνα στου Μελά.
Με πεζοπορία πολλών ημερών έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Αποβιβάστηκαν σε πλοίο για την Τραπεζούντα, όπου έφτασαν μετά από δεκατρείς ημέρες και αναπαύτηκαν εκεί για λίγες μέρες. Πήγαν και προσκύνησαν στη μητρόπολη την Χρυσοκέφαλο Παναγία και την αγία κάρα του αγίου Ευγενίου.
Παίρνουν ύστερα τον δρόμο δίπλα στον ποταμό Πυξίτη και βαδίζουν στο εσωτερικό. Κάποια μέρα φτάνουν στο χωριό Κοσπιδή και μπαίνουν σ' ένα μαγαζάκι να φάνε κάτι και να ξεκουραστούν. Εκεί ζήτησαν πληροφορίες για το όρος Μελά. Ο φιλόξενος μαγαζάτορας, που τη στιγμή εκείνη φίλευε τους ξένους με φρέσκα ψάρια, τους είπε:
-Τα ψάρια αυτά που τρώτε είναι από το ποτάμι που κατεβαίνει από το όρος Μελά.
Εκείνοι μόλις τ'  άκουσαν, τραντάχτηκαν από χαρά. Ο χωρικός τους έδωσε οδηγίες για τον δρόμο που θ' ακολουθούσαν. Τον ευχαρίστησαν κι έφυγαν.
Σύμφωνα με τις οδηγίες που πήραν, ακολούθησαν την κοίτη του ποταμού κι ύστερα από πορεία περίπου τεσσάρων ωρών έφτασαν σε μια ακροποταμιά, όπου νυχτώθηκαν και διανυκτέρευσαν. Το πρωί, όταν ξημέρωσε και φώτισε ο ήλιος, πέρασαν το ποτάμι και είδαν ψηλά στα θεόρατα έλατα και άλλα δέντρα να προβάλλει η κορυφή του βουνού. Οι δυο μοναχοί χάρηκαν και είπαν μέσα τους πως εκεί τους περίμενε η Μεγαλόχαρη.
Με πολύ κόπο ανέβηκαν διασχίζοντας το κατάπυκνο δάσος από δένδρα και συνεχόμενους θάμνους, γιατί δεν υπήρχε δρόμος μα ούτε μονοπάτι φτάνοντας τέλος στη ρίζα του βουνού, του οποίου πριν, είδαν την κορυφή. Εκεί αντίκρισαν στην πλαγιά του ένα πελώριο βράχο, που καταμεσής του άνοιγε μια μεγάλη σπηλιά και με πλατιά επιφάνεια προς τα έξω. Τώρα ήταν πλέον βέβαιοι πως εκεί θα έβρισκαν την εικόνα. Τους κατέλαβε όμως αγωνία για το πως θα έφταναν έως τη σπηλιά, επειδή ο βράχος ήταν απότομος και σχεδόν κάθετος.
Δεν φαινόταν κανένας τρόπος ν' ανεβούν, επειδή το άνοιγμα της σπηλιάς ήταν αρκετά ψηλό. Βάλθηκαν τότε να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν την Παναγιά να κάνει πάλι το θαύμα της. Πραγματικά, κάποια στιγμή ένα τρίξιμο κι ένας κρότος σαν βούισμα ακούστηκε. Ένα τεράστιο και θεόρατο έλατο ξεριζώθηκε, κατέβηκε κι έπεσε στη ρίζα του βράχου ακουμπώντας σ' αυτόν λοξά με την κορυφή έως την είσοδο της σπηλιάς σχηματίζοντας γέφυρα.
Οι πατέρες σταυροκοπήθηκαν κι ανέβηκαν στη σπηλιά, όπου είδαν κοπάδια χελιδονιών που πετούσαν και μπαινόβγαιναν. Τα χελιδόνια με την ανεπάντεχη αυτή επίσκεψη ανθρώπων στο λημέρι τους ξαφνιάστηκαν και τρομαγμένα έφυγαν και δεν ξανάρθαν.
Την ώρα που βρίσκονταν πια οι ξένοι μας εκεί στη σπηλιά, κάποια στιγμή ο ουρανός έλαμψε στον ορίζοντα σαν αστραπή κι ένα πλούσιο φως πλημμύρισε σ' αυτή. Τότε οι μοναχοί είδαν στον θόλο της την εικόνα ακουμπισμένη σε μια εσοχή, που σχηματίζονταν στο ψηλότερο μέρος του. Οι καλόγεροι αμέσως άρχισαν την καθαριότητα της σπηλιάς από τα σκουπίδια και τις ακαθαρσίες των πουλιών, που ζούσαν εκεί. Βλέποντας πως η παραμονή τους εκεί θα ήταν πολύ δύσκολη για την έλλειψη νερού, προσευχήθηκαν με κατάνυξη στην Παναγία κι αμέσως άρχισαν να στάζουν πυκνές σταγόνες νερού κάτω από τον βράχο, όπου ήταν θρονιασμένη η εικόνα.
Οι σταγόνες εκείνες έσταζαν αδιάκοπα έως το χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα που ερημώθηκε το Μοναστήρι από τους μοναχούς του, οι οποίοι έφυγαν και αυτοί πρόσφυγες στην Ελλάδα. Το νερό τους συγκεντρωνότανε σε ντεπόζιτο και αποτελούσε πλούσια βρύση, που έτρεχε μέσα σε πέτρινη λεκάνη.
Ο πατριώτης μας από τη Λαραχανή κύριος Λευτέρης, ο οποίος ήταν βουλευτής, το χίλια εννιακόσια πενήντα τέσσερα επισκέφτηκε την Πατρίδα και πήγε στου Σουμελά, απ' όπου έφερε από τη λεκάνη εκείνη ένα κομμάτι πέτρας, που έχει πάνω της σκαλιστό σταυρό και το παρέδωσε στη Μονή Παναγίας Σουμελά Καστανιάς.
-Μίλα μας, παπα-Γιώργη, για την οικοδόμηση του Μοναστηριού! είπε ο Παντελής.
-Ναι! Θα συνέχιζα μ' αυτό το θέμα έτσι κι αλλιώς!... Ακούστε!... Από τη μεριά εκείνη, που οι καλόγεροι έφτασαν στη σπηλιά, το έτος τριακόσια ογδόντα μετά Χριστό, άρχισαν οι εργασίες για την οικοδόμηση του Μοναστηριού. Πρώτα - πρώτα οι δυο καλόγεροι έχτισαν ένα πρόχειρο κελί στο βάθος της σπηλιάς για κατοικία τους και για την προσευχή τους.
Γρήγορα μαθεύτηκε στην περιφέρεια πως η εικόνα της Παναγίας πέταξε από την Αθήνα και ήρθε στου Μελά, όπου εγκαταστάθηκαν και οι δυο καλόγεροι Αθηναίοι. Οι χωρικοί, με ευλάβεια έσπευσαν να την επισκεφτούν και να βοηθήσουν τους καλόγερους για την οικοδόμηση εκκλησίας του Μοναστηριού.
Έτσι, κουβάλησαν υλικά και πρόσφεραν την προσωπική τους εργασία. Στην αρχή, με την επιθυμία των καλόγερων έχτισαν ένα μικρό εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, για να κάνουν την καθημερινή τους προσευχή, ώσπου να χτιστεί μεγάλη εκκλησία της Θεοτόκου. Το εκκλησάκι αυτό το καθαγίασαν ιερείς, που τους έστειλε ο Επίσκοπος Τραπεζούντας.
Στη συνέχεια όμως, άρχισε η οικοδόμηση μεγάλου Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μέσα στη σπηλιά, που ήταν άλλωστε και ο καθαυτό σκοπός των μοναχών σύμφωνα με την εντολή της Μεγαλόχαρης. Ο Ναός αυτός, με τη βοήθεια των ευλαβών χριστιανών κατοίκων της περιοχής, αποπερατώθηκε και ειδοποιήθηκε σχετικά ο Επίσκοπος Τραπεζούντας για τα εγκαίνια.
Ο Επίσκοπος ανέβηκε με συνοδεία πολλών ιερέων και του ηγεμόνα της Τραπεζούντας Αυγουστάλιου Κουρτίκιου - Ρωμαίου διοικητή - και καθαγίασε  τον ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το τριακόσια ογδόντα έξι μετά Χριστό. Η τελετή των εγκαινίων έγινε μεγαλόπρεπα με την παρουσία των επισήμων και τη συρροή άπειρου πλήθους από τα χωριά.
Η φήμη της Μεγαλόχαρης στο νέο της Μοναστήρι, πολύ γρήγορα διαδόθηκε παντού - όχι μόνο στον Πόντο, αλλά και σε όλη τη Μικρασία. Από παντού έρχονταν προσκυνητές και άρρωστοι. Ζητούσαν την ευσπλαχνία και τη χάρη της Θεοτόκου για να γιατρευτούν. Τα αλλεπάλληλα θαύματά της έφερναν κοντά της αρρώστους από λογής ασθένειες, οι οποίοι έβρισκαν τη θεραπεία τους.
-Έκαναν κι εκεί, όπως εδώ κάθε χρόνο, τον Δεκαπενταύγουστο λειτουργία; ρώτησε ο Παντελής.
-Βεβαίως! Αδιάκοπα και κάθε χρόνο στην πανήγυρη της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο οι χριστιανοί Έλληνες πήγαιναν στη Μονή να χαιρετίσουν τη μνήμη της. Οι προσκυνητές εκείνοι της έφερναν μάλιστα και πολλά αφιερώματα, όπως δώρα και χρήματα. Τα χωριά και πολλές πόλεις της αφιέρωναν πολλά κτήματα, «μετόχια» λεγόμενα, για τη συντήρηση των Μοναχών της και για την τελειοποίηση των χτισιμάτων των κτιρίων και των ξενώνων της.
-Ε, τότε, ήταν πλούσια η Μονή, πάτερ! είπε ο Ορφέας.
-Ασφαλώς! Η Μονή πλούτισε γρήγορα και τόσο πολύ ώστε ο πλούτος της στάθηκε αιτία να γίνει ο στόχος των ληστών. Κάποτε, μετά από πολλά χρόνια, έγινε μια επιδρομή από τρεις άπιστους ληστές, οι οποίοι μάλωναν για την εικόνα της Παναγίας, επειδή ο καθένας τους ήθελε να την πάρει ο ίδιος.
Στο τέλος, συμφώνησαν να την κομματιάσουν στα τρία και να πάρει ο καθένας το ένα τρίτο. Ξαφνικά όμως, ο ένας το μετάνιωσε και παραιτήθηκε από το μερίδιο του. Τότε, οι άλλοι δύο αποφάσισαν να τη μοιραστούν εξίσου. Ο ένας σήκωσε το τσεκούρι του και κατάφερε δυνατό χτύπημα στη μέση της εικόνας, ακριβώς για να γίνει δίκαιη μοιρασιά.
Τι συνέβηκε, όμως; Με το χτύπημα, σαν να' πεσε κεραυνός. Άναψε αμέσως όλο το δάσος και κάηκαν τα έλατα. Μαζί τους κάηκαν και οι δυο ληστές. Ο τρίτος που δεν θέλησε μερίδιο σώθηκε. Ύστερα απ' αυτό, η εικόνα πέταξε και θρονιάστηκε στη θέση της στο ναό. Άλλοι λένε πως ο ευσεβής ληστής την πήγε εκεί. Μια βαθιά εντομή που υπάρχει και σήμερα ακόμη στη μέση της εικόνας είναι πολύ ευδιάκριτη και αποδίδεται στην τσεκουριά εκείνη του ληστή.
-Πω, πω!... Συγκλονιστικό!....Και τι απέγινε η Μονή έπειτα από εκείνη την καταστροφή, πάτερ; ρώτησε ο Παντελής.
-Μετά την καταστροφή εκείνη, για πολλά χρόνια η Μονή έμεινε έρημη και ακατοίκητη. Ύστερα όμως ιδρύθηκε ξανά και πολλοί νέοι καλόγεροι και μάλιστα αρκετοί μορφωμένοι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν εκεί.
Η πρόοδος και η δράση του Μοναστηριού έγινε και πάλι φημισμένη και έφθασε ξανά σε ψηλό επίπεδο κι εκπλήρωση του χριστιανικού και εθνικού του προορισμού. Δεύτερη λεηλασία όμως και καταστροφή την ξαναβρήκε, που δεν άφησε ούτε ίχνη της ωραίας αίγλης και της προόδου που είχε. Τη φορά εκείνη, η καταστροφή έγινε από τους Πέρσες, κατά τους πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Περσών. Και μετά την ολοκληρωτική εκείνη καταστροφή, επί δυο αιώνες και περισσότερο, η Μονή έμεινε ακατοίκητη και παντέρημη μέχρι το εξακόσια εξήντα τέσσερα μετά Χριστό, οπότε η Παναγία ευδόκησε να ιδρυθεί ξανά ο οίκος της.
-Ακολούθησε κι άλλη καταστροφή μετέπειτα; ρώτησε ο Ορφέας.
-Όχι, ευτυχώς! Από τότε η Μονή άρχισε την κανονική λειτουργία και δράση της με άξιους ηγούμενους και ιερομόναχους, οι οποίοι την οδήγησαν σε ύψος θρησκευτικού και εθνικού μεγαλείου έως το χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα, οπότε εγκαταλείφτηκε από τους μοναχούς που κατέφυγαν ως πρόσφυγες μαζί με όλον τον ελληνισμό στη Μητέρα Ελλάδα.
Όμως, κουράστηκα, παιδιά μου, από την τρανή μου αφήγηση! Εξάλλου δεν έχω να σας πω κάτι ακόμα γι' αυτό το θέμα. Θα με συγχωρέσετε κι εσείς και οι υπόλοιποι που θα αποσυρθώ με την πρεσβυτέρα στην οικία μας.
Σας καληνυχτίζουμε όλους! Καλόν ύπνο να έχετε! Να ξεκουραστείτε καλά, γιατί αύριο μας περιμένει όλους μια κουραστική, αλλά ευχάριστη μέρα στο πανηγύρι!
-Καλό βράδυ σε όλους! ευχήθηκε και η πρεσβυτέρα.
-Καληνύχτα σας! τους είπαν όλοι και τους ξεπροβόδισαν μέχρι την πόρτα.
-Καληνύχτα, πάτερ! ευχήθηκαν και τα παιδιά. Ευχαριστούμε πολύ για όσα μας είπες!
-Να είστε καλά, παιδιά μου!... Την ευχή μου να' χετε όλοι!...
Έξω άκουγες τον ήσυχο ψίθυρο του ανέμου να αγκαλιάζει τις δυο σκιές της νύχτας, που απομακρύνονταν στο βάθος, σε μια μουσική κυματιστή, που έσμιγε με το φως του φεγγαριού και ξαναχωριζότανε από τα ακαθόριστα μουρμουρητά τους που έστελναν τον χαιρετισμό τους ήσυχα σ' εκείνους που τους παρακολουθούσαν.
Η νύχτα άφηνε τα υπνωτικά ίχνη της φιλαρέσκειας της στον κουρασμένο κόσμο του αραιοκατοικημένου Βερμίου, γέρνοντας στους ψηλούς φωτισμούς του ουρανού, με την αιώνια και παντοτινή πάντα στροφή της στο τιμόνι του χρόνου.
 
(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο", Τσοκτουρίδου Παρθένα)
Η αφήγηση του κυρ-Νικόλα
 
Στην καλύβα του κυρ-Νικόλα, στον μεσαίο τοίχο της σάλας, κρέμονταν γονατιστή η εικόνα της Παναγίας στα πόδια του Χριστού, πλάι στο διπλό σιδερένιο κρεβάτι των νοικοκυραίων της.
Ο κυρ-Νικόλας ήταν ένας γαλήνιος ηλικιωμένος άντρας που μιλούσε ζωηρά εκείνο το βράδυ, αφάνταστα συγκινημένος από τις θύμησές του.
Καθότανε στο κέντρο της σάλας και γύρω του πλαισιωνόταν από τους δυο εγγονούς και τις τρεις εγγονές του, παιδιά που ήταν πλημμυρισμένα από τρυφερότητα και αγάπη για τον γέροντα παππού τους.
Τον θεωρούσαν βασιλιά της οικογένειας και τα λόγια του πάντα τους προκαλούσαν μια μικρή αναστάτωση στην σκέψη και στην καρδιά.
Η γιαγιά Ευδοξία καθόταν στο πλάι του. Στο βλέμμα της αντίκριζαν μια απέραντη αγάπη να ξεχύνεται ταυτόχρονα με τρυφερές περιποιήσεις στοργής και αίσθηση οικογενειακής ασφάλειας.
Ο κυρ-Νικόλας αν και κυρτωμένος με βαθιές ρυτίδες παντού στο σώμα του που πρόδιδαν την περασμένη ηλικία του ενός αιώνα από πάνω του, με βαριά τρεμουλιαστή και βροντερή φωνή, έκανε την αφήγησή των αναμνήσεων του.
Λίγο πιο πέρα, στην γωνία του σπιτιού είχε πάρει για τα καλά θέση ο ένας από τους εγγονούς του, ο Περικλής, ο οποίος στηριγμένος στο τραπέζι κρατώντας τα καλλιτεχνικά του σύνεργα, περίμενε να φιλοτεχνήσει τα έργα του, ορμώμενος κι εμπνεόμενος από τις αναμνήσεις του παππού.
«Το χίλια εννιακόσια είκοσι τρία», άρχισε ο παππούς, «οι Τούρκοι μας μάζεψαν όλους τους κατοίκους του χωριού Καράτζιεραν της Νίγδης Ικονίου και μας πήγαν μέχρι το Τσαγλάν στο σταθμό χωροφυλακής, επειδή είχε γίνει συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ του Βενιζέλου και του Κεμάλ».
Ο Περικλής ήδη σχημάτισε με άσπρο και μαύρο κραγιόν σε γκρι χαρτί τις αναλογίες του κεφαλιού του παππού του, δίνοντας του τον ανάλογο όγκο και τις προοπτικές του παραμορφώσεις.
Σχήμα προσώπου ωοειδές, με μάτια λυπημένα κι ελαφρώς ανασηκωμένα τα γέρικα φρύδια, βλέφαρα πεσμένα, κόγχες των ματιών να κοιτάζουν καρφωμένες πάνω ψηλά στο ταβάνι, μύτη με ρουθούνια γεμάτα μακριές τρίχες, αυτιά με πτερύγια αρχάρια κατεβασμένα και κυρτωμένα προς τα κάτω, λιγοστά άσπρα μαλλιά δίχως χτένισμα με ξεχωριστή φροντίδα και έκφραση που έδειχνε συγκίνηση ψυχής με το παίξιμο των μυών, ήταν τα ουσιώδη στοιχεία της προσωπογραφίας του παππού, η οποία τελείωσε μέσα σε λίγα λεπτά από το ταλαντούχο χέρι του πολυβραβευμένου στη ζωγραφική Περικλή.
Έγραψε δίχως δισταγμό το όνομα του παππού στο πλάι του καλλιτεχνήματος και άλλαξε χαρτί για το επόμενο σχέδιο του, που θα προέκυπτε από την εξιστόρηση του.
«Φτάσαμε εκεί λοιπόν» έλεγε ο κυρ-Νικόλας, «με το ηλιοβασίλεμα ύστερα από πεζοπορία μιας ολόκληρης μέρας και μας κράτησαν σ' ένα χάνι. Μετά όμως μας γύρισαν πίσω, με τη δικαιολογία ότι η συμφωνία της ανταλλαγής χάλασε. Μας έδιναν συσσίτιο από μισό ψωμί με δυο σαρδέλες και νερό στην κάθε οικογένεια. Ύστερα μας είπαν να πάμε να θερίσουμε την περιουσία μας και μετά να φύγουμε..Μα, τι είναι αυτό που κρατάς, Ερμιόνη;», ρώτησε ο παππούς τη μια από τις εγγονές του.
-Μαγνητοφωνάκι, παππού! Καταγράφει ότι μας λες.
-Και γιατί, παρακαλώ; ρώτησε ο παππούς γελώντας.
-Για να μας μείνουν όσα θα πεις.
-Θα τ' ακούτε λοιπόν και μετά το θάνατό μου!
-Θα τ' ακούμε πάντα. Εξάλλου, ότι πεις, θα τα γράψουμε και με το χέρι και θα τα τυπώσουμε στην εφημερίδα του σχολείου μας.
-Ω, τι ωραία! Έτσι, θα μάθουν πολλά παιδιά την συγκινητική ιστορία της γενιάς μου! Συνεχίζω λοιπόν.
Ώσπου να τελειώσουν τη συνομιλία τους, ο Περικλής ήδη είχε σχεδιάσει ένα έδαφος πετρώδες και είχε σκιτσάρει ανθρώπινους σκελετούς σε κίνηση πεζοπορίας, τους οποίους αργότερα θα έντυνε και με λιτή και ξεσχισμένη ενδυμασία, καθώς επίσης θα χρωμάτιζε και όλο το τοπίο του ηλιοβασιλέματος και θα απέδιδε σχεδιαστικά και χρωματικά την ταλαιπωρία των τραγικών φιγούρων.
Ένα δεύτερο σχέδιο ήταν έτοιμο να γίνει με γραμμικά σκίτσα ανθρώπινα, που θα έδειχναν τις στάσεις της καθημερινά άθλιας ζωής με το φτωχό συσσίτιο εκείνων των ανθρώπων, αποδίδοντας πάντα με την απαραίτητη προσοχή το ύψος και τις διαφορές των μεγεθών στα κεφάλια των μεγάλων και των παιδιών.
«Μάθαμε πως ο Βενιζέλος παρακάλεσε τον Αυστριακό στρατηγό Όπελ να γίνει οπωσδήποτε η ανταλλαγή. Όπως και έγινε!», συνέχισε ο κυρ-Νικόλας. Ο Κεμάλ δεν ήθελε την ανταλλαγή, επειδή θα έφευγε από τον Πόντο όλο το εμπόριο και η τέχνη. Ο Βενιζέλος είπε να δώσουν όλους τους αγράμματους και ν' αφήσουν όσους ήταν στην Κωνσταντινούπολη, με το σκεπτικό ν' αφήσουν κάποια ελληνική ρίζα, μη χαλώντας και την Μητρόπολη. Μα, τι είναι αυτό που έλαμψε, παιδιά μου;», ρώτησε ο παππούς.
-Σε φωτογραφίζουν τα παιδιά, παππού! πρόλαβε τα παιδιά η γιαγιά τους. Ποιος στη χάρη σου! Φωτογραφήστε κι εμένα, παιδιά μου, δίπλα στον παππού σας, προς ανάμνηση τούτης της βραδιάς! παρακάλεσε η κυρα-Ευδοξία και τα παιδιά δεν της χάλασαν το χατίρι.
«Τον επόμενο χρόνο» είπε ο κυρ-Νικόλας «το χίλια εννιακόσια είκοσι τέσσερα, ήρθε υποχρεωτική διαταγή να φύγουμε όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα. Το κράτος μας έστειλε όλους από ένα κάρο και μας παραχωρήθηκε ψωμί. Φορτώσαμε στα κάρα ότι μπορούσαμε. Μας είπαν πως ότι αφήναμε εκεί, θα το παίρναμε ως αποζημίωση στην Ελλάδα κι εμείς πήραμε ότι προλάβαμε. Οι αστοί έπαιρναν την αποζημίωση σε χρήματα».
Ο Περικλής επαλήθευσε το σχέδιο του κάρου του με εκείνο που έβλεπε έξω, από το διπλανό του παράθυρο. Αργότερα θα χρησιμοποιούσε χάρακα για πιο ίσες γραμμές και γεωμετρικά μετρήματα σε ύψος και πλάτος. Θα το μπογιάτιζε, όπως ακριβώς ήταν τα χρώματα του κάρου του παππού του. Ήθελε να κάνει μια καλοφτιαγμένη εργασία για να ανταμειφθεί με την ικανοποίηση του όμορφου αποτελέσματος.
«Πήγαμε στο Ουλούκασλα στο σταθμό τρένου», έλεγε ο παππούς. «Μας έβαλαν όλους σε μια Αρμένικη εκκλησία και καθίσαμε εκεί μέσα ένα μήνα παίζοντας και μαγειρεύοντας την τροφή που μας έδιναν. Από εκεί μας έβαλαν στο τρένο και κατεβήκαμε στο Μερσίνη. Μετά ήρθε διαταγή να φύγουμε στην Ελλάδα και να κόψουμε εισιτήρια. Μας έβαλαν στη γραμμή και μας έδωσαν από ένα ψωμί και δυο σαρδέλες».
Ο σταθμός τρένου δεξιά, δίπλα κι αριστερά η Αρμένικη εκκλησία και στη μέση μια γραμμή από φιγούρες να τρώνε στο χέρι, ήταν το επόμενο σχέδιο του Περικλή.
-«Δεν έχω περιθώρια χρόνου», σκέφτηκε. «Πρέπει ν' ανοίξω τον υπολογιστή και να ψάξω σχέδιο τρένου παλιού τύπου, εκείνης συγκεκριμένα της εποχής. Επίσης, χρειάζομαι και σχέδιο Αρμένικης εκκλησίας. Δεν μπορώ, φυσικά, να σχεδιάσω μοντέρνο τρένο σημερινής εποχής ούτε μια οποιαδήποτε εκκλησία. Το Ίντερνετ να είναι καλά. Αλλά, καλά θα κάνω, να σημειώνω από και στο εξής, τι ακριβώς θα ψάξω επιπλέον από σχέδια, όσο ο παππούς θα μιλάει, γιατί δεν θα τον προλαβαίνω σε όσα λέει. Δεν είμαι δα και επαγγελματίας ζωγράφος! Αλλά, που θα πάει; Κάποτε θα γίνω»!
«Έκοψαν για όλους εισιτήρια» συνέχισε ο κυρ-Νικόλας, «εκτός από τη μάνα μου, την οποία ξέχασαν. Το βαπόρι ήταν έτοιμο να φύγει και η μάνα μου έκλαιγε. Ένας μαύρος τότε τη λυπήθηκε και μας πήρε όλους οικογενειακώς, - μάνα και τρία αδέρφια, - και  μας πήγε στην Επιτροπή. Από εκεί μας έδωσαν εισιτήρια να πάμε στις βάρκες μέχρι το πλοίο, πάνω στο οποίο θα γραφόμασταν ως πρόσφυγες στην κατάσταση. Το πλοίο δεν είχε σκάλες. Είχε μόνο ένα σχοινί με κόμπους, που το χρησιμοποιούσαν ως σκάλα.
Θυμάμαι πως ήταν εκεί ένας Αξενός με το άλογό του. Οι Αξενοί, οι Λοϊτονοί, οι Γότζανιτ και οι Σουβερμαζιότ ήταν ίδια φυλή. Οι Σουβερμαζιότ μάλιστα ονομάστηκαν έτσι, επειδή δεν έδιναν νερό. Εκείνο το άλογο λοιπόν το χρησιμοποίησαν για να κατέβουν στο αμπάρι. Άλλος, θυμάμαι, πως ήρθε με το σκύλο του, για το οποίο πλήρωσε εισιτήριο.
-«Ωραίο φιλοζωικό θέμα για ποίημα αυτή η σκηνή με τον σκύλο», σκέφτηκε μια από τις εγγονές του κυρ-Νικόλα, η Νικολέτα. «Θα σκεφτώ να γράψω κάτι και θα το δώσω για δημοσίευση στη σχολική μας εφημερίδα».
«Το πλοίο είχε τρία πατώματα: το αμπάρι, που ήταν ο πρώτος όροφος, το μεσαίο και την ταράτσα. Δεν είχε τουαλέτες, παρά μόνο μια τρύπα, μ' ένα τσουβάλι μπροστά και περίμενε ουρά ο κόσμος. Το βράδυ, ενώ οι μικροί παίζαμε, ο ναύτης περνούσε να πάει στη βάρδια και δεν είχε μέρος να πατήσει, εξαιτίας του ξαπλωμένου κόσμου στο πάτωμα», συνέχισε ο κυρ-Νικόλας, μα τα παιδιά δεν τον άκουγαν πλέον, επειδή μιλούσαν δυνατά μεταξύ τους.
Ο Περικλής ήδη είχε ανοίξει τον φορητό του υπολογιστή να ψάξει για τα σχεδιαστικά θέματα που τον απασχολούσαν, ξεφωνίζοντας όμως ασυναρτησίες, επειδή τ' αδέρφια του μάλωναν μαζί του, για να περάσουν τις φωτογραφίες στο ηλεκτρονικό τους πρόγραμμα και να ψάξουν κι εκείνα τα δικά τους ενδιαφέροντα.
Πιαστήκανε στα λόγια χαλώντας όλη τη γοητεία της αφήγησης και τη συγκινητική ατμόσφαιρα που είχε προκύψει πριν από λίγη ώρα από τα λεγόμενα του παππού.
-Τι να πεις; ... Παιδιά..! είπε ο κυρ-Νικόλας χαμογελώντας και η σύζυγός του συμφώνησε κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι της.
 
(Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η καμπάνα του Πόντου χτυπάει στο Βέρμιο", Τσοκτουρίδου Παρθένα)

Ξωπαρμένα Ακριτόπουλα

 

Παιδικό Βυζαντινό Διήγημα 


Ο ήλιος έδυε στην πλαγιά του λόφου πίσω από τους τρεις μικρούς καβαλάρηδες. Ήτανε τα ακριτόπουλα του βυζαντινού κάστρου, του Παλαιόκαστρου, στον Πόντο. Σταμάτησαν  κουρασμένα την ίππευση. Έδεσαν τα άλογά τους κάπου κι έκατσαν πάνω στις μεγάλες πέτρες να κουβεντιάσουν. Ένας από αυτούς, ο Δημητρός, παραπονέθηκε στους άλλους πως του πονούσε το κεφάλι.
-Σίγουρα είσαι ματιασμένος!, του είπε ο Στάθης. Πρέπει να βρούμε ξεματιάστρα να σε διαβάσει.

-Λες; Μα πως ματιάστηκα; ρώτησε απορημένα ο Δημητρός.
-Δεν ξέρεις; Και μόνο που σε μελετάει κάποιος ή σε κοιτάζει επίμονα με τα ζηλόφθονα μάτια του ή αν μείνει η σκέψη του πάνω σου, αρρωσταίνεις! του είπε το τρίτο ακριτόπουλο, ο Παναγής.
-Δίκιο έχεις! Τι λέτε; Πάμε στο κάστρο να βρούμε ξεματιάστρα;
-Φύγαμε! είπαν οι άλλοι δυο ξεσηκωμένοι. 
Μπήκαν στο κάστρο και κατευθύνθηκαν στην ξεματιάστρα, την κυρά-Δέσποινα. Εκείνη διάβασε μέσα της κάποια λόγια αφού γέμισε ένα φλιτζάνι του καφέ με νερό κι έσταξε μια σταγόνα λάδι μέσα.
-Πολύ μάτι έχεις αγόρι μου!, του είπε και του διάβασε κάποια λόγια με μαχαίρι κι αλάτι μέσα σε μια χαρτοπετσέτα.
Ύστερα του το έδωσε να φάει λίγο και τον σταύρωσε και με το λαδάκι που είχε διαβάσει μέσα στο φλιτζάνι.
-Θα σου περάσει το μάτι!, του είπε. Θα σε πιάσουν τα διαβασμένα λόγια, μην ανησυχείς…
-Να είσαι καλά! της είπαν κι έφυγαν.
Καθώς περπατούσαν στον δρόμο, άκουσαν θόρυβο ξοπίσω τους. Αναρωτήθηκαν τι συνέβαινε. Κοίταξαν πίσω τους και αντιλήφθηκαν το πέταγμα ενός κόρακα που έκραζε κάπως ασυνήθιστα.  Ακούστηκε μετά το χουχουλητό κάποιας κουκουβάγιας που τάραζε την ησυχία του τόπου εκείνη τη στιγμή.
-Γουρσουζιά!, είπαν κι οι τρεις κι έφτυσαν στον κόρφο τους κάνοντας τρεις φορές τον σταυρό τους, μα αμέσως μετά ακούστηκε το ούρλιασμα ενός σκύλου που έμοιαζε να κλαίει.
-Κακό σημάδι για θάνατο! παρατήρησαν.
Δεν πρόλαβαν  να τελειώσουν την κουβέντα τους όταν λάλησε ένας πετεινός στο κοτέτσι δίπλα τους. Πλησίασαν κατά κει και είδαν τις κότες που ξεψειρίζονταν.
-Άμα λαλάει ο πετεινός το βράδυ, αυτό σημαίνει ότι θα αρρωστήσει κάποιος κι αν ξεψειρίζονται οι κότες, τότε βρέχει. Ας είναι! Χρειάζονται την βροχή τα σπαρτά αυτό το διάστημα! είπε  ο Παναγής και συμφώνησαν κι οι άλλοι δυο.
-Να σας πω την αλήθεια, παιδιά; Μόλις άκουσα  τον θόρυβο, φοβήθηκα μήπως έβλεπα τίποτε φρικιαστικά και τρομαχτικά στοιχειά πίσω μου! εξομολογήθηκε ο Δημητρός ενώ οι άλλοι έσκασαν στα γέλια κι άρχισαν να τον ειρωνεύονται.
Του έκλεισαν τα μάτια και του τα άνοιξαν για να του παραστήσουν τους δράκους με κωμικές κινήσεις. Βλέποντας τον να εκνευρίζεται, τον χτύπησαν χαϊδευτικά στο σβέρκο και την πλάτη αγκαλιάζοντας τον φιλικά.
-Φοβάσαι τους χοτλάχηδες; τον ρώτησε ο Παναγής. Σαν να λέμε τους βρικόλακες! του εξήγησε βλέποντας τον απορημένο.
-Ναι! παραδέχτηκε εκείνος. Φοβάμαι και τις μάγισσες, τους δράκους, τους αράπηδες, τα ξωτικά και όλα τα στοιχειά της φύσης.
-Εϊ, παιδιά!, ακούστηκε η φωνή ενός πολέμαρχου ακρίτα.
Εκείνοι έστρεψαν τα κεφάλια τους προς το μέρος του και περίμεναν να ακούσουν τη συνέχεια.
-Πάρτε αυτά τα τσουβάλια. Έχουν καλαμπόκια μέσα. Να τα πάτε στον μύλο να τα αλέσετε αλεύρι. Άντε, καλά παιδιά, κουνηθείτε!
-Αμέσως! φώναξαν εκείνοι κι έτρεξαν με προθυμία να εκτελέσουν την εντολή του.
Ο μύλος δεν ήταν μακριά. Ευτυχώς, γιατί τα τσουβάλια ήταν πολύ βαριά για τα κιλά και την ηλικία τους. Ο ένας όμως βοηθούσε τον άλλον. Μπήκαν σε μια σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον και τα  έσπρωχναν με τα χέρια και τα πόδια τους.
-Έι, χωπ!, έλεγαν και γελούσαν κοκκινίζοντας από το ζόρι τους.
Κατάφεραν τελικά να φτάσουν έξω από την πόρτα του μύλου ύστερα από πολλά ζορίσματα κι αγκομαχητά. Άφησαν τα τσουβάλια καταγής κι έκατσαν πάνω τους ιδρωμένοι να ξαποστάσουν λίγο φυσώντας και ξεφυσώντας τα πνευμόνια τους για να ανακουφιστούν από την ταλαιπωρία.
Έκπληκτοι είδαν μπροστά τους να ανοίγει σιγά – σιγά η πόρτα του μύλου από μόνη της και να τρίζει με κρότο. Ο Δημητρός έκανε να φύγει από την τρομάρα του, αλλά τον συγκράτησαν οι άλλοι πιάνοντάς τον από τα ρούχα δίχως να τα χάσουν καθόλου.  Κοκάλωσαν όμως κι οι τρεις σαν βγήκε από την πόρτα ένα πανέμορφο κορίτσι που θα’ τανε πάνω-κάτω στην ηλικία τους. Από πίσω της εμφανίστηκε ένα δεύτερο κι ακολούθησε ένα τρίτο.
Φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και μαντίλα με βέλος η κάθε μια στο κεφάλι της. Τα φουστάνια τους ήταν ίσα. Τα πρόσωπά τους μακρουλά. Οι αστράγαλοί τους ήταν στη θέση των δαχτύλων των ποδιών τους και τα δάχτυλα στη θέση των αστράγαλων. Τα βλέμματά τους ήταν παγωμένα και τρομαχτικά. Τους κοιτούσαν μέσα στα μάτια και τους καθήλωναν να μη μπορούν να κουνηθούν μήτε μπροστά μήτε πίσω. Πιάστηκαν από τα χέρια και χόρεψαν έναν χορό μπροστά τους που δεν έμοιαζε με κανέναν απ’ όσους εκείνοι τουλάχιστον ήξεραν. Μόλις σταμάτησαν να χορεύουν, η μια είπε στην άλλη:
-Τι να του κάνουμε ετούτου που φοβάται;
Ο Δημητρός κόντεψε να λιποθυμήσει όταν είδε πως έδειχνε εκείνον.
-Να τον πνίξουμε στο ποτάμι!, είπε η άλλη.
Κάτι πήγε να πει ο Δημητρός για να διαμαρτυρηθεί, αλλά κατάπιε τη γλώσσα του. Η άλλη τον κοίταξε με αστραφτερό βλέμμα και είπε:
-Να τον πάρουμε μαζί μας και να τον κάνουμε μάγο.
Ο Δημητρός δάγκωσε τα χείλη του κι άρχισε να τρέμει σαν τον ψάρι που πιάστηκε στην πετονιά. Η τρίτη κοπέλα τον κοίταξε με ύφος που έδειχνε πως τον λυπότανε και είπε:
-Κρίμα είναι! Ας τον αφήσουμε!
Ο Δημητρός δεν άντεξε άλλο. Παρ’ όλο το σφίξιμο, δεν τα κατάφερε να συγκρατηθεί κι έβρεξε τα παντελόνια του. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί, παρά να έπεφτε στα χέρια εκείνων των μαγισσών.
Οι άλλοι δυο κοιτούσαν σαστισμένοι και δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν, ώσπου του ήρθε μια ιδέα του Παναγή και την εξέφρασε φωνάζοντας:
-Παιδιά, να πούμε τρεις φορές το «Πάτερ ημών»….
Ακολούθησε η προσευχή κι απ’ τους τρεις. Οι κοπέλες την πρώτη φορά έμειναν ακίνητες. Την δεύτερη φορά τις έβλεπαν θολά. Μόλις τελείωσαν την προσευχή για τρίτη φορά, εκείνες εξαφανίστηκαν. Έβγαλαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης κι οι τρεις. Κοίταξαν προς την πόρτα μα ήταν κλειστή. Έκαναν να την ανοίξουν μα διαπίστωσαν πως ήτανε κλειδαμπαρωμένη. Ο Στάθης τους έδειξε την ταμπέλα λίγο πιο πάνω από τα κεφάλια τους:
«ΚΛΕΙΣΤΟ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ».
Το πέσιμο των πρώτων σταγονιδίων της βροχής δικαίωσε το ξεψείρισμα μιας κότας. Ακολούθησε το θλιβερό χτύπημα καμπάνας της εκκλησίας, που σήμαινε θάνατο, το οποίο έπνιγε τα ουρλιαχτά των σκύλων γύρω.
-Ποιος πέθανε; ρώτησαν τον κόσμο κι οι τρεις επιστρέφοντας πίσω.
-Οι τρεις κόρες του φούρναρη. Πνίγηκαν στο ποτάμι καθώς το περνούσαν με τα άλογα! τους ενημέρωσαν.
Τα τρία ακριτόπουλα κοιτάχτηκαν στα μάτια. Θυμήθηκαν τα κορίτσια που είδαν στον μύλο. Έμοιαζαν με τις κόρες του φούρναρη. Τους ξεγέλασε η παγερότητα των προσώπων τους, το αλλόκοτο ντύσιμο και η παραμόρφωση του σώματός τους. Ανατρίχιασαν σύγκορμοι στη σκέψη αυτή. Έκατσαν πάνω στα τσουβάλια κι έμειναν ακίνητοι να κοιτάζονται για αρκετή ώρα δίχως να μιλάνε. Να ήταν όλα αυτά συμπτώσεις, δημιουργήματα της φαντασίας τους ή αλήθεια; αναρωτήθηκαν. Ποιος ξέρει!!!….