Θυμάσαι;...
Θυμάσαι;…
Κάτω απ’ τις βελανιδιές βεγγέριζαν τα όνειρά μας
μετρούσαμε τις μυτερές κορφές των βουνών
κάτω από τα αστρικά καντήλια της νύχτας
δένοντας τις λέξεις μας στο μούστο του έρωτά μας
μετρώντας τους βυθούς της ύπαρξής μας
στις γλυκές ζυμώσεις της βασανιστικής χημείας μας
βασιλιάδες κι οι δυο στα σμήνη των μελιστάλαχτων λέξεων μας…
Θυμάσαι;…
Βαφτίζαμε τις βελανιδιές με τα ονόματα της γενεαλογίας μας
νανουρίζοντας τις βοσκοπούλες των μπουκλωμένων ανέμων
βοτανιάζοντας τα άγρια ένστικτα της βιολογίας μας
βουβοί και άλαλοι στην πραγμάτωση μιας βούλησης
διβολισμένης στα γογγολλισμένα πάθη των γητεμένων καρπών μας…
Θυμάσαι;…
Λόξευε ο ήλιος τη ματιά του πάνω μας
γέρνοντας στα μεγάλα δεμάτια των σταχυών
να μη πλέξει τις θερμές του αχτίνες με τα μαγεμένα κορμιά μας
παραχωρώντας μας σεμνά τη φλογερή του ενέργεια
διακριτικός με το συλλογισμό της διαίσθησης του απαραβίαστου
της σφοδρής επιθυμίας μας του γιορτασμού
μιας αισθητής επιλογής της καρδιάς
πέρα από τη δύναμη της διαλογιστικής
πιο πέρα από τους μονόλογους της αδιαλλαξίας
κι ακόμη πιο πέρα από τις τρισάθλιες γλώσσες του διασυρμού…
Θυμάσαι;…
Μην απαντήσεις σε μια ερώτηση
που δεν θ’ ακούσεις ποτέ τη φωνή της…
Μη στοχαστείς στα διαλλείματα
των ερωτικών λήθαργων σου…
Οι διαλείποντες πυρετοί των εναλλασσόμενων παθών σου
έχουν αναγγείλει προ πολλού τη θανατική τους καταδίκη…
Θυμάσαι;…
Το κάλεσμα του έρωτα
Εκεί στην πέτρινη σκάλα του Βραδέτου, στην τέχνη του έρωτα
άνθισε το θαύμα της φωτεινής αρετής της αγάπης μας
κάλεσε ο έρωτας τους λόγους της έντονης στοργής
ήρθε στο φως η αποκάλυψη του συμβιβασμού
λύθηκαν τα ερωτηματικά με διαύγεια και αμηχανία
η ερωταπόκριση προσηλωμένη στη θερμή αγάπη
αφοσιώθηκε στη μετάβαση της λατρείας και της αφοσίωσης
πρωτακούστηκαν οι παλμοί της κόκκινης καρδιάς μας
να κυματίζουν στο παλιρροϊκό κύμα του φλεγόμενου έρωτα
κι ο ερωτισμός χτυπημένος με θελκτικές αποκρίσεις
φλέρταρε στο σμίξιμο του εορταστικού κι ακόλαστου πάθους.
Εκεί πρωτογευτήκαμε το παραζαλισμένο φιλί της πανσελήνου
κάτω απ’ την πανσπερμία των πανοραματικών άστρων
να μας αγγίζουν απαλά στ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα
να μας παντρολογούν με τη νίκη του ερωτοκτυπημένου θριάμβου
να κυριαρχούν στο μυστήριο της στιγμής του καλεσμένου πάθους
να μας αιχμαλωτίζουν στην παράδοση της ανεξέλεγκτης διάθεσης.
Κι εκείνο το φιλί, το πρώτο ερωτοφίλημα, σαν αστραπή
στη σκάλα του ανταμώματος, απρόσμενο, μεθυστικό, γλυκό, ερεθιστικό
στη μνήμη έμεινε για πάντα ως τρυφερό και καταδικασμένο
στην αθωότητα και στην αγνότητα της ερωτικής ποιητικής.
Εκεί αραδιάσαμε τις καυτές λέξεις της ερωτικής μας εξομολόγησης
ικετεύσαμε λειτουργικά τους αγίους να μη μας αφήσουν ποτέ μόνους
αγκαλιαστήκαμε σφιχτά κοινωνώντας με τον πυρετό της αγρύπνιας μας
κολαστήκαμε με τα μαγνητικά μυθολογήματα του έρωτα
παροξύναμε απροκάλυπτα τον άνεμο του νόμου των ανθρώπων
τον φουρκισμένο με τα άνομα ερεθίσματα της ψυχής μας
δηλώσαμε αδίστακτα την ειλικρίνεια των ελευθέριων αισθημάτων μας
βάλαμε στο περιθώριο της ζωής τις άτακτες βασκανίες των βασανιστών μας
πληρεξούσιοι των επιθυμιών μας υπογράψαμε στο συμβόλαιο του μέλλοντος
για τους παράλληλους βίους μας σε μια παρθενική αρχή:
« Άγουμε αισθητικά κι αρμονικά τον έρωτα εις πέρας ».
Μα, να! Το χορικό του έρωτα, μήνυμα καλέσματος στο νέο του ρόλο
να πείθει δίχως σιωπές προς τις αληθινές ερωτικές περιπέτειες
που δεν πρόλαβε ν’ απολαύσει πληγωμένος από τα βέλη του
σε νέα έκφραση υπαρκτών μα ανεκπλήρωτων συναισθημάτων
σε μια παράλληλη αναζήτηση, πιο ακριβή, πυρομανή και λιόμορφη
στο άναμμα του λυχναριού της πορείας της επανασύνδεσης
μες τη ζεστασιά, την πεθυμιά και τον πόθο με έκσταση ν’ απογυρεύει
εκείνη την πέτρινη σκάλα του Βραδέτου σε νέες ελπιδοφόρες λέξεις:
« Άγουμε τον έρωτα εις πέρας με την πολυπόθητη κι αναστενιάρικη ευχή
να είμαστε εκεί στην πέτρινη ερωτική σκάλα του Βραδέτου πάλι μαζί ».
Πλάνη
Ματιά πλανεύτρα
του κόσμου θελκτική ξελογιάστρα,
συ που διεισδύεις μ’ ορμή
στους λόγους του δόλιου κι αναίσχυντου,
δόλωμα πολιορκίας αλιευτικό
με διεφθαρμένη κρίση κι αντίληψη,
πλάνταγμα πολλαπλασιαστικό γίνεσαι
στην άγνοια των δίκαιων
έντιμων, ευαίσθητων, φιλότιμων
και πονεμένων ψυχών,
σκληροκέφαλο ροκάνισμα
στον ορθό υπολογισμό της σκέψης,
απατηλό σχεδιογράφημα
στους αστεροειδείς τ’ ουρανού,
στα θύματα που γελιούνται
ή ξεγελιούνται στην αντανάκλασή σου
και περιφέρονται στη δυσαρμονία
δίχως μόνιμη στέγη και διαμονή
πεισματικά λαθεμένα στη γνώμη,
εσφαλμένα στις πράξεις,
αποκλεισμένα στα πλανόδια
διαγράμματα της μαγείας σου,
πλάσματα της πειραματικής φαντασίας
και του δέσμιου ψεύδους,
αγάλματα πλασμένα
από τον πηλό του δικού σου οφέλους,
θολώνεις τα μάτια
με την πειρατική ομίχλη της υποκρισίας σου,
πλάθεις ψυχές με αισθήματα
ομοιοπαθητικών συγκρούσεων,
τις εμβολιάζεις με τον σπόρο
της διχόνοιας και της διαφωνίας
πλάνη, με την απεριόριστη ομορφιά
της χρηματιστηριακής εμπορίας σου,
κατά γενική ομολογία
αποκαλύπτεσαι στις συμπτώσεις
και στις έκθετες αφηγήσεις σου
ως λεβεντοκόρη κομψευάμενη
με τις κληρονομικές
αναταραχές και διαταραχές
στις πεινασμένες και ανοχύρωτες ψυχές
που παραλύει ομόχρονα
σύγχρονα και ομόχρωμα,
τους αψυχολόγητους φαντασιοκόπους
με τις απραγματοποίητες επιδιώξεις
στο έξοχο καλλιτέχνημα
του ονείρου της παραμυθίας σου.
Αίσχος η ατιμία σου και ονειδισμός
στη θετικότητα του ρεαλισμού
αιμορραγεί ως ατομιστής ποταμός
ασήμαντος και τιποτένιος,
με γραμμάτιο πληρωτέο
που σε γνωρίζει
εξ όψεως
ή εκ πρώτης όψεως.
«Ανταμώθηκαν δυο όμοιοι».
καθρεφτίστηκε στα νερά
αντανάκλαση του φεγγαριού
πέρα πετούσαν ψηλά
χρυσές ακτίνες τα ξέπλεκα
στο πορτοκαλοκίτρινο τοπίο
μια ανάπαυλα ήταν της φύσης
για τη γλυκιά γραφή
στο ερωτικό γλυκοφέγγιασμα
νεράιδα εξωτική
φλερτάριζε με τα χρώματα
έμεινε ακίνητη εκεί
ως ωραίο άγαλμα αιωνόβιο
ως ωραία οπτασία
ως η ωραία κοιμωμένη
ως η ωραία
μέλι με χάδι φώτισης, μετάνοιας κοινωνία.
τ ω ν σ υ ν δ α κ τ υ λ ί ω ν Α μ φ ι κ τ υ ο ν ι ώ ν
μακρινά και άγνωστα στην αψυχομάχητη έκπληξη
και τον αγκύλιο θαυμασμό μου
μαρμαρωμένα, - ακίνητα , -
στα μακρινά, γεράνια πέλαγα
ενωμένα στις γάργαρες πηγές
και στα ποσειδωνιάτα βάθη των θαλασσών
βασανισμένα στη σφοδρή νοσταλγία
της αγαπημένης σας πατρίδας
κλεισμένα στους διάσημους μύθους
και στους κιονόκρανους ναούς σας!...
Π ο ι α δ ι π λ ο μ α γ ε υ μ έ ν η
Α μ φ ι κ τ υ ο ν ί α ν' α π ο ι κ ί σ ω;
Π ο ι α ξ α κ ο υ σ τ ή Π υ θ ί α σ α ς
ν α ρ ω τ ή σ ω;
Σε ποιο άρμα ν' ανεβώ,
το επιτήδειο πνεύμα του Όξυλου
να πάω ν' ανταμώσω;
Και που να' ναι άραγε αυτό;
Μήπως στην Ολυμπία ανάμεσα σ' ερείπια,
πλίνθους μ' αερικά και θεία;
Ή μήπως ν' αγωνίζεται αεί στην ιστορία,
να κάνει ιερό θεσμό το πνεύμα το ελληνικό
στην τέλεση της άθλησης κι αείροων αγώνων,
για μια ειρήνη ποθητή προγόνων κι απογόνων;
Ω, μ ε θ υ σ τ ι κ ή Ά λ τ ι ς, ι ε ρ ή,
με τις σταχτοπράσινες αγριελιές
και τα σκιερά πλατάνια σου!...
Στεφάνωσε τους άσπιλους νικητές
μ' όλη τη θεσπέσια ομορφιά σου,
θυσία ιερή, στην Ήρα να προσφέρω,
κρέας του μόσχου ευωδιαστό
που με λαχτάρα έθρεψα αυτούς για να ταΐσω,
την δοξασμένη τους μορφή στην πλάκα,
τη μαρμάρινη, αιώνια να στήσω!
Τ η ς Ν ί κ η ς τ' ανοιχτά φτερά
οι Νύμφες με φύλλα ελιάς θε να στολίσουν
για να πετάξει ανάλαφρα πάνω στ' αγάλματά της
και να φωνάξει στις Στοές
μ' αντίλαλο μεγάλο, στις Αμφικτυονίες της,
τ ο ό ν ο μ α τ ο υ ν ι κ η τ ή !
Ω, Ολυμπία αθάνατη, αστέρι της ψυχής μου,
σε προσκυνώ!...Χ ε ι ρ ο κ ρ ο τ ώ τ ο ν Θ ρ ί α μ β ο ! ...
Να υψώσω θέλω Αετό στο Στάδιο σου το τρανό,
να το υπεραρματώσω, να' ρθουν κι οι Αμφικτύονες,
κριτές και αθλητές, ν' αγωνιστούνε τίμια,
- περήφανα,- στο Δία ν' ορκιστούν, ευθύμαχοι
να δοξαστούν σε ουρανό και γη, με ποιήματα
να στολιστούν από τους ποιητές
η δ ό ξ α κ α ι η φ ή μ η τ ο υ ς
ν α γ ί ν ο υ ν ε γ ν ω σ τ έ ς.
Μες στον καθρέφτη Της αντίκρισα
το λευκό Της αραχνοΰφαντο φόρεμα
να λαμπυρίζει στα χρυσολούλουδά Της
και τα ολόισια ξανθά Της μαλλιά
πλεγμένα με χρυσά κλωνάρια
να κυματίζουν ολόγυρα στην ομορφιά Της.
Σταύρωσα τα χέρια μου πάνω στα στήθη μου.
Παγιδεύτηκα στα ολόχρυσα σιδεροφράγματά Της.
Κι όπως στεκόμουν γοητευμένη, μαρμαρωμένη,
ακίνητη, ρομαντικά φυλακισμένη στη σιωπή Της,
είδα να κρεμάει το ολόχρυσο κλειδί του μυστηρίου Της
στις λευκές δεμένες πέρλες του αυτιού μου.
Τα γκριζοπράσινα μάτια μου αντανάκλασαν
τις χρυσές Της σπίθες στην ανθοστόλιστη Φύση Της
που την θαύμαζε με κατάνυξη, καθηλωμένη,
αδύναμη, ανήμπορη να κινηθεί.
Ξεκρέμασα το κλειδί του Θείου μυστηρίου Της.
Ξεκλείδωσα τα χρυσά δίχτυα της φυλακισμένης καρδιάς Της...
....και.... Ωωω!..... Η αγάπη ξεχύθηκε γύρω Της....
Άπλωσε τα χέρια Της στην ευτυχία Της
κι αγκάλιασε όλον τον κόσμο..
Μου' κλεισε χαριτωμένα το βελούδινο μάτι Της
στέλνοντας μου φιλιά με τα κερασένια χείλη Της.
Κι έτσι, αποκοιμήθηκα ήρεμα στους ροδανθούς της αγκαλιάς Της
χαμογελώντας με τα καμώματά Της.
«δεκατετράκις σ' αιωνόβια φυλάκιση».
από γειτονικό χωριό ήτανε ο ωραίος
τον ερωτεύτηκε η Αϊσέ, η κόρη του Αχμέτ
του Μπέη του «μανδρόσκυλου», το' γραψε το «κισμέτ».
«σε θέλω άντρα δίπλα μου μες του Αλή τη σάλα
τσιφλίκια μες τα χέρια σου θα έρθουνε ευθύς
από Εορδαία, Φλώρινα και Έδεσσα!.Θα δεις!..
τις κάπες για παπλώματα, τα τουρκικά τα χνάρια
άμα γενείς Οθωμανός, δεν θα' σαι πια ραγιάς
Μπέης από τους πλούσιους θα είσαι και Πασάς».
κρεμάστηκε στον πλάτανο, μάθημα να της δώσει
πως ήρωας ήταν τρανός, λεύτερος, πατριώτης
των Τούρκων δεν θα γίνονταν ποτέ ο στρατιώτης.
και τον αγώνα λευτεριάς ποτέ δεν θα πουλούσε
Τούρκος δεν θα γινότανε για να πουλά παιδιά
και νέες στα χαρέμια τους!...Ζήτω η λευτεριά!..
τ' αδέρφια του τους Έλληνες, ήταν φανατικός
Έλληνας που΄χε εθνική συνείδηση κι ιδέα
δεν θα εξαγοραζότανε σε μια Τουρκάλα ωραία.
το φρόνημα του ωραίου της ρίζες είχε πλατιές
που άνθισαν, δώσαν καρπούς και γράψαν ιστορία
του αγώνα και της λευτεριάς μες τη Μακεδονία.
που άδοξα τελείωσε με αίμα και ο θρήνος
για το παιδί το ηρωικό, της λευτεριάς βλαστάρι
στο ματωμένο ακούστηκε του τόπου το χορτάρι.
πλημμύρισε ηρωικό και τρύπωσε σα σφαίρα
μες την καρδιά της Αϊσέ το αίμα της να πάρει
εκδίκηση στο αίμα μας και του Χριστού τη χάρη.