Θυμάσαι;...

 

Θυμάσαι;…

 

Κάτω απ’ τις βελανιδιές βεγγέριζαν τα όνειρά μας

μετρούσαμε τις μυτερές κορφές των βουνών

κάτω από τα αστρικά καντήλια της νύχτας

δένοντας τις λέξεις μας στο μούστο του έρωτά μας

μετρώντας τους βυθούς της ύπαρξής μας

στις γλυκές ζυμώσεις της βασανιστικής χημείας μας

βασιλιάδες κι οι δυο στα σμήνη των μελιστάλαχτων λέξεων μας… 

 

Θυμάσαι;…

 

Βαφτίζαμε τις βελανιδιές με τα ονόματα της γενεαλογίας μας

νανουρίζοντας τις βοσκοπούλες των μπουκλωμένων ανέμων

βοτανιάζοντας τα άγρια ένστικτα της βιολογίας μας

βουβοί και άλαλοι στην πραγμάτωση μιας βούλησης

διβολισμένης στα γογγολλισμένα πάθη των γητεμένων καρπών μας…

 

Θυμάσαι;…

 

Λόξευε ο ήλιος τη ματιά του πάνω μας

γέρνοντας στα μεγάλα δεμάτια των σταχυών

να μη πλέξει τις θερμές του αχτίνες με τα μαγεμένα κορμιά μας

παραχωρώντας μας σεμνά τη φλογερή του ενέργεια

διακριτικός με το συλλογισμό της διαίσθησης του απαραβίαστου

της σφοδρής επιθυμίας μας του γιορτασμού

μιας αισθητής επιλογής της καρδιάς

πέρα από τη δύναμη της διαλογιστικής

πιο πέρα από τους μονόλογους της αδιαλλαξίας

κι ακόμη πιο πέρα από τις τρισάθλιες γλώσσες του διασυρμού…

 

Θυμάσαι;…

 

Μην απαντήσεις σε μια ερώτηση 

που δεν θ’ ακούσεις ποτέ τη φωνή της…

Μη στοχαστείς στα διαλλείματα

των ερωτικών λήθαργων σου…

Οι διαλείποντες πυρετοί των εναλλασσόμενων παθών σου

έχουν αναγγείλει προ πολλού τη θανατική τους καταδίκη…

 

Θυμάσαι;…

Το κάλεσμα του έρωτα

 

Εκεί στην πέτρινη σκάλα του Βραδέτου, στην τέχνη του έρωτα

άνθισε το θαύμα της φωτεινής αρετής της αγάπης μας

κάλεσε ο έρωτας τους λόγους της έντονης στοργής 

ήρθε στο φως η αποκάλυψη του συμβιβασμού

λύθηκαν τα ερωτηματικά με διαύγεια και αμηχανία

η ερωταπόκριση προσηλωμένη στη θερμή αγάπη 

αφοσιώθηκε στη μετάβαση της λατρείας και της αφοσίωσης

πρωτακούστηκαν οι παλμοί της κόκκινης καρδιάς μας

να κυματίζουν στο παλιρροϊκό κύμα του φλεγόμενου έρωτα

κι ο ερωτισμός χτυπημένος με θελκτικές αποκρίσεις

φλέρταρε στο σμίξιμο του εορταστικού κι ακόλαστου πάθους.

Εκεί πρωτογευτήκαμε το παραζαλισμένο φιλί της πανσελήνου

κάτω απ’ την πανσπερμία των πανοραματικών άστρων

να μας αγγίζουν απαλά στ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα

να μας παντρολογούν με τη νίκη του ερωτοκτυπημένου θριάμβου

να κυριαρχούν στο μυστήριο της στιγμής του καλεσμένου πάθους 

να μας αιχμαλωτίζουν στην παράδοση της ανεξέλεγκτης διάθεσης.

Κι εκείνο το φιλί, το πρώτο ερωτοφίλημα, σαν αστραπή 

στη σκάλα του ανταμώματος, απρόσμενο, μεθυστικό, γλυκό, ερεθιστικό

στη μνήμη έμεινε για πάντα ως τρυφερό και καταδικασμένο 

στην αθωότητα και στην αγνότητα της ερωτικής ποιητικής.

Εκεί αραδιάσαμε τις καυτές λέξεις της ερωτικής μας εξομολόγησης

ικετεύσαμε λειτουργικά τους αγίους να μη μας αφήσουν ποτέ μόνους

αγκαλιαστήκαμε σφιχτά κοινωνώντας με τον πυρετό της αγρύπνιας μας

κολαστήκαμε με τα μαγνητικά μυθολογήματα του έρωτα

παροξύναμε απροκάλυπτα τον άνεμο του νόμου των ανθρώπων

τον φουρκισμένο με τα άνομα ερεθίσματα της ψυχής μας

δηλώσαμε αδίστακτα την ειλικρίνεια των ελευθέριων αισθημάτων μας

βάλαμε στο περιθώριο της ζωής τις άτακτες βασκανίες των βασανιστών μας

πληρεξούσιοι των επιθυμιών μας υπογράψαμε στο συμβόλαιο του μέλλοντος

για τους παράλληλους βίους μας σε μια παρθενική αρχή:

« Άγουμε αισθητικά κι αρμονικά τον έρωτα εις πέρας ».

Μα, να! Το χορικό του έρωτα, μήνυμα καλέσματος στο νέο του ρόλο

να πείθει δίχως σιωπές προς τις αληθινές ερωτικές περιπέτειες

που δεν πρόλαβε ν’ απολαύσει πληγωμένος από τα βέλη του

σε νέα έκφραση υπαρκτών μα ανεκπλήρωτων συναισθημάτων

σε μια παράλληλη αναζήτηση, πιο ακριβή, πυρομανή και λιόμορφη

στο άναμμα του λυχναριού της πορείας της επανασύνδεσης

μες τη ζεστασιά, την πεθυμιά και τον πόθο με έκσταση ν’ απογυρεύει

εκείνη την πέτρινη σκάλα του Βραδέτου σε νέες ελπιδοφόρες λέξεις:

« Άγουμε τον έρωτα εις πέρας με την πολυπόθητη κι αναστενιάρικη ευχή

να είμαστε εκεί στην πέτρινη ερωτική σκάλα του Βραδέτου πάλι μαζί ».

Πλάνη 

 

Ματιά πλανεύτρα

του κόσμου θελκτική ξελογιάστρα,

συ που διεισδύεις μ’ ορμή

στους λόγους του δόλιου κι αναίσχυντου,

δόλωμα πολιορκίας αλιευτικό

με διεφθαρμένη κρίση κι αντίληψη,

πλάνταγμα πολλαπλασιαστικό γίνεσαι

στην άγνοια των δίκαιων

έντιμων, ευαίσθητων, φιλότιμων

και πονεμένων ψυχών,

σκληροκέφαλο ροκάνισμα

στον ορθό υπολογισμό της σκέψης,

απατηλό σχεδιογράφημα

στους αστεροειδείς τ’ ουρανού,

στα θύματα που γελιούνται

ή ξεγελιούνται στην αντανάκλασή σου

και περιφέρονται στη δυσαρμονία

δίχως μόνιμη στέγη και διαμονή

πεισματικά λαθεμένα στη γνώμη,

εσφαλμένα στις πράξεις,

αποκλεισμένα στα πλανόδια

διαγράμματα της μαγείας σου,

πλάσματα της πειραματικής φαντασίας

και του δέσμιου ψεύδους,

αγάλματα πλασμένα

από τον πηλό του δικού σου οφέλους,

θολώνεις τα μάτια

με την πειρατική ομίχλη της υποκρισίας σου,

πλάθεις ψυχές με αισθήματα

ομοιοπαθητικών συγκρούσεων,

τις εμβολιάζεις με τον σπόρο

της διχόνοιας και της διαφωνίας

πλάνη, με την απεριόριστη ομορφιά

της χρηματιστηριακής εμπορίας σου,

κατά γενική ομολογία

αποκαλύπτεσαι στις συμπτώσεις

και στις έκθετες αφηγήσεις σου

ως λεβεντοκόρη κομψευάμενη

με τις κληρονομικές

αναταραχές και διαταραχές

στις πεινασμένες και ανοχύρωτες ψυχές

που παραλύει ομόχρονα

σύγχρονα και ομόχρωμα,

τους αψυχολόγητους φαντασιοκόπους

με τις απραγματοποίητες επιδιώξεις

στο έξοχο καλλιτέχνημα

του ονείρου της παραμυθίας σου.

Αίσχος η ατιμία σου και ονειδισμός

στη θετικότητα του ρεαλισμού

αιμορραγεί ως ατομιστής ποταμός

ασήμαντος και τιποτένιος,

με γραμμάτιο πληρωτέο

που σε γνωρίζει

εξ όψεως

ή εκ πρώτης όψεως.

Δικαίωση
 
Μασημένα λόγια η κλοπή της ηρεμίας
κόλλησαν τσιμπούρια
στη διάλυση των πολυετών σχέσεων
νεροκολοκύθες τα μυαλά
των ασυνάρτητων λόγων
κι ο κόλπος της καρδιάς
ημιπληγής, κατάπληκτος
σταλαματιές αγάπης κι ανθρωπιάς αποζητάει
σε άλλες κομητείες
δίχως κόμιστρα και κυριαρχίες.
Στηθοκοπιόταν ο θρήνος κι ο οδυρμός
με κονσέρτα παλμών καρδιακών
και ψυχικών προσπαθειών
μα δεν άντεξε στο χορό των αναίσχυντων
όρθωσε την κορμοστασιά του
και σάλπισε στην κοροϊδία.
Είπε να κουμπαριάσει με άλλες παράνυμφους
πιο νεοφώτιστους
να κουράρει στη δηλητηρίαση
των κοφτερών λόγων και έργων
εκείνων που κουφόβραζαν,
κόχλαζαν ζήλεια και φθόνο
με υπαινιγμούς προσβλητικούς,
ενδόμυχους, κρυφούς
στο κτηνοστάσιο της απανθρωπιάς τους
που έβραζε στην κακοήθεια
και στη χυδαιότητά τους.
Η μακροχρόνια αγανάκτηση
τραβήχτηκε μακριά κι απόμερα
για να μαλακώσει, ν’ απαλύνει, να καθησυχάσει
από την οργή, το μάνιασμα, τον μαρασμό,
τις μαρμαστρότωτες πλάκες
εκείνων των μαύρων ψυχών
που έμειναν άφωνοι κι ακίνητοι,
κέρινοι, κοκαλωμένοι
στο μοχλό της δυναμικής φυγής
και της εξαφάνισης μετά μόχθου.
Οι νεφελώδεις νευρώσεις νύσταξαν
μπρος στις νοσηρές νότες του παρελθόντος.
Η νέα ξενάγηση στο μέλλον ξεμούχλιασε
και βρήκε τον προορισμό της.
Ο δαρμός της ψυχής, τέλος.
Ξορκίστηκε στα ράφια με τις αράχνες
και μπήκε στα εξώφυλλα
ανοικοδόμησης της ησυχίας
λευκοφορεμένη, ευτυχισμένη,
μαστόρισσα της εξυπνάδας
και της επιδεξιότητας.
Δικαίωση!…
Ανταμώθηκαν δυο όμοιοι
 
Ιθυντήριες οι ανεπάρκειές μας
στις δεήσεις των Ικάριων ταλαντεύσεων μας
ιερουργούν στο απαραβίαστο
των εξοντωτικών διώξεων μας
θεσπίζουν τα δόγματα μας «επί τάπητος»
θηλαλγούν στις μάταιες φιλοδοξίες μας
διαπερνούν τις «Θερμοπύλες»
των εκτοπίσεων μας
θεόγραπτα, θεόγυμνα, θεοδίδακτα.
Ποιες θελξικάρδιες υπάρξεις
να συναρπάσουν τη μυσαρή μας αβουλία
την εμμονή στις ασταθείς αποφάσεις μας
τον ακατανίκητο φόβο μας,
το θανάσιμο μίσος μας
τη θαμνοσκεπή δειλία μας,
τη θαλασσοπόρα μας συσκότιση;
Ποια γαλήνευση να ψιθυρίσει
λόγια απλά στην έξαλλη τραχύτητα μας
να κατευνάσει
τις αναταράξεις των «ηπείρων» μας
να ημερέψει τις βίαιες,
δριμείς παραφροσύνες μας;
Ανήλιοι κι απόσκιοι ζωγραφιστήκαμε
στα ηλιοβασιλέματα των εντυπώσεων
στις πράξεις και τα λόγια
που αρμόζουν σε ανοήμονες
εγκεφαλικά συμφορημένοι
από την κάψα της εγωλατρείας μας
εκτεθειμένοι
στα μαυρίσματα των αρνήσεων μας
φορτισμένοι
στους πόλους της αγενούς μας ενέργειας
διατυπωμένοι
στο σχολιασμό της σχολαστικότητάς μας.
Οι ευραπηλιώτες άνεμοι της σοφιστίας μας
«βρήκαν το μάστορη τους»
στο αναζητούμενο απόφθεγμά τους:

«Ανταμώθηκαν δυο όμοιοι».

Το στέκι της αγάπης του ζήτουλα
 
Γύρεψε ο ζήτουλας την αγάπη
στο παλάτι του Πλούτου
μα η Αλαζονεία κι η Ξιπασιά τον πέταξαν
και πάλι έξω στον δρόμο.
Βρήκε την αλήθεια της όμως γυρνώντας
στα φτωχά σοκάκια της Απλότητας
και της Σεμνότητας
στις ψυχές των ανθρώπων του «δούναι»
δίχως το «λαβείν»,
μακριά από το ψέμα,
το συμφέρον, το αλισβερίσι.
Εκεί όπου η αγάπη ήταν φωλιασμένη
δίχως όρια κι αποστάσεις
στις ψυχές των ταπεινών
και των καταφρονεμένων.
Εκεί όπου μπορούσε κανείς
να τους απαγορέψει να βλέπουν,
ν' ακούν ή να μιλούν,
όχι όμως την ελευθερία ν' αγαπούν.
Εκεί όπου οι άνθρωποι
δεν φοβούνταν την αγάπη.
Ήταν οι άνθρωποι του Θεού
που δεν θα επέτρεπαν ποτέ σε κανέναν
να νικηθούν, γιατί δεν γνώριζαν
τι ήταν η αποχή ή η φυγή
από την αλήθεια της.
Ο ζήτουλας βρήκε το στέκι του!...
Τρελάθηκε η νύχτα
 
Τρελάθηκε η νύχτα.
Τα φτερά της κομμένα.
Η εξουσία της προδομένη.
Ο οίκος της αναστατωμένος.
Ανεμοσκόρπιστα τα οικεία του πρόσωπα.
Το άρωμα της κρύσταλλο, μυστήριο και θρίλερ.
Οι λύκοι της χαμένοι στην καρδιά της σιωπής της.
Λύκοι ημέρας.
Στέγνωσε ο ουρανός τα δάκρυά του
στην ψυχή των ονείρων της.
Κι εσύ χαμένος στο σκοτάδι της,
ένα σημάδι της περιμένεις, μία της λέξη.
Μάταια όμως!..
Ακούς τους κτύπους της καρδιάς σου μες τη σιωπή της
κι η αγωνία σου να τη βρεις σε τρελαίνει.
Οι λύκοι της λαγνείας της σε ζώνουν
κι εσύ ως μαύρος ταύρος ορμάς
στα στοιχειά του ολόγεμου φεγγαριού
που φωτίζει τους μύθους και τις δοξασίες της.
Παράπονα σε δέρνουν
ενωμένα στο χάος και τον έρωτα,
δυνάμεις της αντίδρασης και της φθοράς σου.
Μα οι θεοί των ποιητών δεν μπορούν να σταθούν
στον παραλογισμό και την οργή σου
για τα ανεκπλήρωτα των πόθων σου.
Τώρα μη ψάχνεις να εξαγνίσεις
την ψυχή σου μες τη σπηλιά της Σκύλλας.
Η ψυχή σου ενθρονίστηκε
στο βαθύ σκοτάδι του Πλούτωνα και της Περσεφόνης
και περιμένει να σε πάει στον Άδη
άτακτη και ασύμπαντη.
Τώρα το νερό, η φωτιά, η γη κι ο αέρας
εκτινάχτηκαν στα άστρα της νύχτας σου.
Έγιναν σκόνες αμφισβήτησης και απόρριψης.
Μη περιμένεις την παρθενογέννηση
στην τάξη του μυαλού σου.
Ο θάνατος κι ο ύπνος
θα αδελφώσουν στα όνειρά σου.
Το γήρας σε εξαπάτησε
με το πεπρωμένο των ερωτικών σου διαθέσεων.
Το τέλος έρχεται με τους αγγέλους
των Ολύμπιων ονείρων σου που θα χαθούν
στον παραλογισμό της απέραντης νύχτας,
στους αιθέρες των γέρων ποιητών
που άργησαν ή δεν μπόρεσαν
να ανακατασκευάσουν την ύλη τους
και να τη διαμορφώσουν στο χώρο των νέων,
γονιμοποιών δυνάμεων της μέρας,
στους θεούς που δεν σε φοβούνται πια,
στον έρωτα που δεν έλκεται
από τους λόγους και τη δημιουργία σου,
στο τίποτα, στο μηδέν, που δεν είναι καν αριθμός.
Η ωραία του ωραίου των ωραίων
 
Λούστηκε το κάλλος της 
στα πόδια του ποταμού των πεταλούδων
καθρεφτίστηκε στα νερά 
ο κύκλος της ζωής της σε κύκλο ολόχρυσο
αντανάκλαση του φεγγαριού 
του πουλιού της παγκόσμιας ειρήνης
πέρα πετούσαν ψηλά 
τα πουλιά των γλυκών κελαηδισμάτων
χρυσές ακτίνες τα ξέπλεκα 
μακριά μαλλιά της λαμποκοπούσαν
στο πορτοκαλοκίτρινο τοπίο 
του όμορφου δειλινού

μια ανάπαυλα ήταν της φύσης 

για τη δροσιά της άνοιξης
για τη γλυκιά γραφή 
της ειρηνοποιούς ποίησης
στο ερωτικό γλυκοφέγγιασμα 
του ειδυλλιακού τοπίου
νεράιδα εξωτική 
η αέρινη ομορφιά της
φλερτάριζε με τα χρώματα 
της ικανοποίησης και της ισορροπίας
έμεινε ακίνητη εκεί 
στο βράχο της έγχρωμης ζωγραφιάς
ως ωραίο άγαλμα αιωνόβιο 
που μαρτυρούσε την ύπαρξή της
ως ωραία οπτασία 
στη σκέψη της ατέλειωτης φαντασίας
ως η ωραία κοιμωμένη 
της ποθητής ποίησης
ως η ωραία 
του ωραίου των ωραίων.
Ο ύμνος της ελπίδας
 
Ονειρεμένη συ του σύμπαντος, πανέμορφη ελπίδα
συ των ανθρώπων η πνοή και της ψυχής ασπίδα
εσύ που ζωγραφίστηκες στους δρόμους των μυαλών
λάμπρυνε τα σκοτάδια εσύ κραυγών και ιδεών
συ ξελογιάστρα στις ροές κάθε λογής ανέμου
στους στεναγμούς του έρωτα, ζωής, πείνας, πολέμου
δραπέτισσα στα δάκρυα μαγείας, οραμάτων
του φεγγαριού υφάντρα εσύ με πέπλα αισθημάτων
για μια στιγμή συ άγγιξε δάχτυλα της ζωής
νιώσε την ερημιά εσύ της καθεμιάς ψυχής.

 

Μη κρύβεσαι, πανέμορφη και μην αδιαφορείς
για μυστικά της ύπαρξης όλης αυτής της γης
γίνε αστέρι λαμπερό, τυλίξου στα κορμιά
για να φωτίσεις τη σκιά που νιώθει η μοναξιά
περπάτησε κι εσύ, μπορείς, στο δρόμο της χαράς
νεράιδα και γοργόνα συ αλήθειας κι ομορφιάς
μες τα βασίλεια του νου γίνε πριγκίπισσά του
μάγεψε όλους τους καημούς, γίνε η τύπισσά του
στα προδομένα όνειρα, τα παραπονεμένα
έλα εσύ και βούτηξε σε δάκρυα ευτυχισμένα.
 
Φώτισε όλα τα κενά που σταματούν την ώρα
τον πόνο συ απάλυνε σε γνώσης ενδοχώρα
ξεδίψασε τον έρωτα με τους χρυσόσπορους σου
πότισ' τους για να θρέψουνε όλους τους άπορους σου
που ζουν μέσα στον πόλεμο, την πείνα την τρανή
και μέρα - νύχτα εύχονται ειρήνη στη ζωή
εισχώρησε στη θύμηση, το θάρρος κει που λείπει
γιγάντωσε τη θέληση σε προσμονή και λύπη
πρόσεξε όμως μην καείς στις πικραμένες φλόγες
τις πόρτες άσε ανοιχτές στου γυρισμού τις ώρες.
 
Μην ξεψυχήσεις άμα δεις βλέμμα του εγωισμού
φυλάξου στις αχτίδες συ του παραλογισμού
τρέξε στα καταπράσινα λιβάδια του προσώπου
λεύτερα άσε τα πουλιά κάθε λογής ανθρώπου
στου παραδείσου τη χαρά όλα τους να πετάξουν
τους ήλιους σ' όλες τις καρδιές εκείνα όλα ν' αλλάξουν
την άνοιξη να φέρουνε στ' αχόρταγα όνειρά σου
πιστά να κελαηδήσουνε λαχτάρα και χαρά σου
και μέσα στο ξημέρωμα της ροδαλής αυγής
να αγκαλιάσουν λεύτερα το φως της προσμονής.
Ο σπαραγμός του ζαρκαδιού
 
Ο σπαραγμός του ζαρκαδιού
τρύπησε στην καρδιά της
τον ουρανό του αίματος
που τον κατάπινε
θαρρείς του πόνου το σκοτάδι...
Το τέλος της πορείας του
ήρθε σ' αυτή τη Φύση
από τα βόλια κυνηγών
στης Άρτεμης το δάσος.
Ω! οργή που καις ασταμάτητα
ως ποταμός κυμάτων
σπλάχνο της Φύσης
εσύ που κλαίς,
οδύρεσαι, σπαράζεις
ως θρήνος επιτάφιος
λυπάσαι και στενάζεις
μοιάζεις να κλαις σε μια θεά
που σε ακούει και θρηνεί
τον άδικο χαμό σου,
μοιρολογάει και πονάει
το θλιβερά ανθρώπινο,
σπαρακτικό σου κλάμα.
Ως μύθος δράματος θαρρείς
Θείου και μυστηρίου
η Φύση φρίττει, συμπονεί,
το Σύμπαν όλο αναφωνεί
κραυγάζει, συγκλονίζεται,
σείεται η γη απ' τα υγρά
του πόνου τα φαρμάκια,
κλαίνε πηγές τα δάκρυα
κρυστάλλωσαν, παγώσαν,
τα δέντρα στέκονται βουβά
και τα κλαδιά σα γλώσσες
γέρνουν στο κλάμα
με παλμό, - τι έμεινε -
το θάνατο προσμένουν.
Της' αστέρια τρεμοπαίξανε
στα μάτια μαύρα δάκρυα
κυλήσανε στο ασημί
του φεγγαριού το χρώμα.
Η Φύση όλη θλιβερή
έβγαλε τον καημό της
και κάλεσε την Άρτεμη
την τιμωρία να δώσει
σε όσους σπείραν θλιβερά
απελπισιά και πόνο.
Δάκρυσαν οι Νύμφες των Δασών
στη συμφορά την τόση
χλώμιασε ο ήλιος,
πάγωσε δάκρυσε στο θυμάρι
φούσκωσε η λίμνη, μάνιασε,
θέριεψε μολυβένια
τα σύννεφα, ο ουρανός,
γίγαντες στον αγέρα,
που τρόμαξε και κρύφτηκε
πέρα απ' τα βουνά.
Ταράχτηκαν τα στήθια της
και δεν θα γαληνέψουν
στο κλάμα που την σπάραξε
λες και μωρού δικού της
το κλάμα όλων των θεών
ρίγησε στον κορμό της
τον πόνο άρπα έκανε
στα χείλη της πληγής της
τη λογική κερένια,
το όνειρο μαυριδερό,
το φως θρήνο με αίμα.
Η καλοσύνη χάθηκε
στο σκέπαστρο των άστρων,
την πήραν και τη φύτεψαν
σε κήπους μακρινούς
άγγελοι ξεχασμένοι
-απ' της ανθρώπους
που ειν' αυτοί αδικομισημένοι-
η προσφορά της που΄τανε
καθ΄ όλα ιερή
χορός μπαλάντας έγινε
στων ποιητών τη λύπη.
Ντύθηκε μαύρα η Άρτεμη
στο σπίτι της Ειρήνης
ανήμπορη ν' αντισταθεί
στον Χάρο που της πέτρωσε
τα βλέφαρα, με δάκρυα
την Τιμωρία στέλνει πια να βρει
-τη μάνα που αντιστάθηκε
στου ζαρκαδιού το κλάμα!-
Ν' αφιερώσει ορκίστηκε
όλη την ύπαρξή της
αγέρωχη να πολεμάει
όλους της μισητές της Φύσης
που επέφεραν στη γη της συμφορές.
Άρμοζε η τιμωρία αυτή τη μάνα,
στη γυναίκα
που μίσησε τον άντρα της
που σκότωσε ζαρκάδι;
Να' τανε άδικο αυτό
ή δίκαιο στη Φύση;
Τα φτερά της αγάπης
 
Για πεταλούδες έψαχνα ολόγυρα στον κήπο
σε κάθε φύλλο πράσινο, τόπο χορταριασμένο
σε κάθε μοσχοβόλο ανθό πριν την καρποτοκία.
Ήθελα να' ναι κόκκινες με βούλες ασημένιες
σαν τις σφραγίδες σ' έγγραφα με σπάγκο κρεμασμένες.
Φτεροκοπήματα τρελά να κάνουν στον αέρα
ασύλληπτα χαρούμενες κι αεροσαλαμένες
μέσα σ' ανεμοπόλεμο να είναι πυρωμένες
να θορυβούν, να δέρνονται και να φτεροκλωτσάνε
γιατί άμα τις έπιανα, θα' βγαζα τις φτερούγες
να τις κολλήσω πάνω μου, να φύγω, να πετάξω
να πάω σε τόπο μακρινό όπου δεν έχει θλίψη
στου παραδείσου τη χαρά, στον κόσμο των δικαίων.
Έψαχνα κι όλο έψαχνα.στο τέλος βρήκα μία
ήταν μαύρη, αλλόκοτη, έδειχνε λυπημένη
καθότανε ασάλευτη στα κρινοδάχτυλα μου.
Τυχαία την αντάμωσα στρέφοντας τη ματιά μου
στα γοερά της δάκρυα και τους πικρούς λυγμούς της.
Δεν άντεξα στον πόνο της και έκλαψα μαζί της.
-Γιατί κλαίμε, τη ρώτησα, κι ήμαστε λυπημένες;
Εκείνη μ' αποκρίθηκε πως είχε ένα πένθος.
-Ποιο είναι αυτό; τη ρώτησα. Με κοίταξε στα μάτια.
-Πενθώ την αθλιότητα και ντύθηκα στα μαύρα!.
Φλογίστηκα απ' τα δάκρυα, κάψαν τα δάχτυλα μου
πόνεσα και ξεφώνισα μες τ' αναφιλητά μου.
-Πονάς όπως πονώ κι εγώ! μου είπε δακρυσμένη.
Δακρύζεις σαν εμένανε, λυπάσαι όπως λυπάμαι
θέλω να ζήσω όπως κι εσύ, δεν θέλω να πεθάνω
σαν τα παιδιά που μπόλιασαν με ουσίες οι ανθρώποι
που' χουνε μίσος στην καρδιά, φαρμάκι στην ψυχή τους
πολέμους στήνουνε σωρό  με πένθος και με φρίκη
σπείραν αρρώστιες τρανές, πείνα σ' όλο τον κόσμο
που θέρισε ζωές πολλές αντί για στάχυα λίγα
που θα' τανε σωτήρια. μ' αυτά θα τις κρατούσαν.
Μάζεψε όλα τα παιδιά να έρθουνε τριγύρω
ν' ακούσω τα παράπονα που έχουν στην ψυχή τους
να παίξω, να χαρώ μ' αυτά, να νιώσω την αγάπη.
Τι κι αν δεν είμαι άνθρωπος; Το έχω τόσο ανάγκη!-
Φτερούγισαν τα λόγια της με γλύκα στην καρδιά μου
και ούτε που λογάριασα εκείνα τα όνειρα μου
να της στερήσω τη ζωή. να κόψω τις φτερούγες.
Έκανα το χατίρι της. την είδα ευτυχισμένη
έπαιξε με πολλά παιδιά.δεν ήτανε θλιμμένη
άλλαξε και την φορεσιά, την μαυροφορεμένη
φόρεσε μια κοκκινωπή μ' ασήμια στολισμένη.
Κι ύστερα πέταξε μακριά έφυγε μες τη φύση.
Την είδα πως ανέβαινε στου ουρανού τον θόλο
ακκόρντο την συνόδευε που' ταν αγγελικό.
Είχε μαζί της την χαρά ζωή είχε κι ελπίδα
πήρε αγάπη απ' τα παιδιά της έφτανε να ζήσει
μες τ' αγγελοσκιάσματα και του Θεού τη ζήση.
Τα άψυχα τα χέρια μου άπλωσα να την πιάσω
μα αισθάνθηκα πως μ' έπιασαν τα χέρια των παιδιών
μ΄αγκάλιασαν, με χάιδεψαν, μου φύσηξαν αέρα
φτερά μου δώσαν για ζωή κι αφάνταστη χαρά
και μία λέξη που' θελα να νιώσω στην ψυχή μου
που΄ταν αγάπη, αυτήν ήθελα, την πήρα απ' τα παιδιά.
Το ευχολόγιο της ψυχικής μου ανάτασης
 
Μέσα στα μαύρα μου όνειρα -
τα γεννημένα από την κυψελωτή ψυχή μου
με την τέχνη της εξήγησης του καημού μου,
με ανεκπλήρωτη την ελπίδα
της φανταστικής Οπτασίας Σου
και της παραμυθένιας ορειβασίας
στα Μονοπάτια Σου-
μέσα στις μαύρες αισθήσεις μου,
σε αναγνώρισα «Διακεκριμένε»
από την κόσμια συμπεριφορά της Αναίδειας
που στεφάνωσε με βελόνινα αγκάθια
την άγια και λατρεμένη Μορφή Σου,
από τα υγρά αγιοβότανα του Ιδρώτα Σου
που πήγαζαν από το πονεμένο Κορμί Σου
και ξεχύνονταν ποτάμια Μαρτυρικά
στους ανθρώπους της παράβασης
του Θείου Νόμου Σου
στους μανιακούς παραλογιστές
που με τις φθονερές φτυσιές
και τις θανατηφόρες λόγχες τους
βιάζονταν να σε παραδώσουν
μ' ευχαρίστηση, στην ικμάδα της μαύρης Γης.
τα πηγαδίσια μάτια μου -
οι βροντόφωνες βρυσομάνες της ψυχής μου-
καυτές βροντές στο φλογισμένο μου κορμί,
κι Εσύ, μέσα στο βροχόκαιρο όραμα,
άπλωσες τα Πληγωμένα Χέρια Σου
-τα Αιματοβαμμένα
από το βασάνισμα των τυράννων σου -
προς το μέρος μου, ικετεύοντας με
να σχηματίσω το μέλλον Σου με βοήθεια,
να συντρέξω στο Μαρτύριό Σου,
να συνδράμω στο τέλος
της Σκληρής Δοκιμασίας Σου.
Βυθίστηκα στις φορητές σκέψεις μου,
Στοχάστηκα πως είσαι ο Μονογενής
του Ουράνιου Πατέρα μου, ο Θεραπευτής
κάθε ανίσχυρης φυσικής δύναμης,
συλλογίστηκα πως είσαι ο Νυμφίος
των αγνών και ηθικών ψυχών,
των άθικτων, αμόλυντων
και αδιάφθορων παρθένων.
πως είσαι ο Διαφωτιστής Δάσκαλος,
ο Καθοδηγητής Οδηγός
στα ανέγνωμα νιάτα και τα έμπειρα γηρατειά.
Ένιωσα μια ασταθή ισορροπία
από αλλεπάλληλες  δονήσεις,
άκουσα μια φωνή Οσία
που μιλούσε για σένα Ιησού
πως είσαι η Αρχή και το Ωμέγα του Σύμπαντος,
ο Βασιλιάς των Πάντων.
σιώπησαν όλα μέσα μου
στο ένστικτο της αφοβησιάς μου,
έφραξαν οι εικόνες του ονείρου μου
στο ανέκφραστο τείχος της Μετάβασης,
με νεφελοειδή αλλαγή θέματος
στη θολερότητα του κερατοειδούς μου
και σκοτοδίνη από τη συσσώρευση νεφών.
και τότε εμφανίστηκε η Μητέρα του Πατέρα μου
να σημαδεύει με το στοχαστικό βλέμμα Της
τους κρόκους των μαυρόχρωμων ματιών μου,
να μουδιάζει τα μέλη του άτονου κορμιού μου
από τον λουτρικό τους ιδρώτα,
να με χαιρετάει με σήκωμα του χεριού της
και μ' ελαφρύ μειδίαμα των χειλιών της
ν' αναζωογονεί τα κύτταρα των οργάνων μου,
ν' αναστατώνει την ψυχική μου ταραχή
με αναπόφευκτο το προσκύνημά μου
στη Θεία Χάρη Της που ανασκίρτησε
γλυκά στη ζωτικότητα της χαμένης
ψυχικής μου αναλαμπής,
ξαλαφρώνοντας την από τον αφόρητο πόνο,
ανακουφίζοντάς την
από τα πικρικά οξέα της λύπησης της,
παρηγορώντας την ευαισθησία της
με ελπιδοφόρα μηνύματα,
πλημμυρίζοντας το πονεμένο μου σώμα
με την ξεχωριστή ευωδιά, την μοσχοβολημένη,
από τις Μυρωδιές της Αγιοσύνης Της
ευφράνθηκα από την γλυκύτητα του  Αγγίγματός Της,
φτερούγισε η ψυχή μου χορεύοντας σαν πουλί
στις Σκάλες του Ουράνιου Θόλου,
μα κάποιος αισθάνθηκα να μου μαδάει τα φτερά
κι εγώ ξύπνησα με τρόμο να μη τσακιστώ
στο ψύχος της βασανισμένης μου σκέψης,
όμως έγινε κομμάτια η ψυχή μου,
σκίστηκε με ζάρες ξεγδαρμένες
για την σκαιή απουσία Σου, Χριστέ μου,
που μ' έκανε να σπογγίσω τα καυτά μου δάκρυα,
τα λιοπύρινα από τα εγκαύματα
της φωτιάς του πυρετού μου.
μα να ξέρεις, ζεις μες της καρδιάς μου
τ' αδιάβατα μονοπάτια
μες του μυαλού μου τις μνημονευμένες μνήμες
μες το ευχολόγιο της ψυχικής μου ανάτασης
και Εσύ και η Μάνα Σου, η Αγιόψυχη,
με το αγιούτο Της και το σεπτό Της Δώρο
που μου άφησε στο μαξιλάρι,
το Αγιόξυλο Φυλαχτό του Τίμιου Σου Σταυρού.
Καρδιογράφημα λέξεων
 
Σαν χτες ήταν που' χαμε κολλήσει
ετικέτες στις καρδιές μας.
«Έχε το μάτι σου καρέλι», έγραφαν.
-Θετική εικόνα
- θετικός ηλεκτρισμός
ή αρνητική εικόνα
- αρνητικός ηλεκτρισμός;-
Μα σαν τις βρήκε το ζαϊφλίκι
του έρωτα και του πόθου
οι ετικέτες άλλαξαν τα γράμματά τους.
Ερμητικά συγκόλλησαν άλλα.
«Έρρ' ες κόρακας», έγραψαν.
-Αρνητική εικόνα
- αρνητικός ηλεκτρισμός
ή θετική εικόνα
- θετικός ηλεκτρισμός;-
- Θετική εικόνα
- αρνητικός ηλεκτρισμός
- θετικός ηλεκτρισμός
- αρνητική εικόνα
οι ετικέτες και πάλι άλλαξαν γράμματα.
«Το δίκαιον του ισχυρότερου», γράφουν.
Κακογερασμένες ετικέτες
σε στρυφνές καρδιές
από βαρυστομαχιασμένους πολιτισμούς
δικασμένους σε κακουργήματα
τα κάνουν θάλασσα στις θετικές εικόνες.
Τους κάνει καρτέρι
ο αρνητικός ηλεκτρισμός.
Έχει αβαρία ο θετικός ηλεκτρισμός.
Τα κάνουν άνω κάτω οι αρνητικές εικόνες.
Καμηλόψωρα ο αρνητισμός καρπώνεται
στο καρέ των κατασκοπευτικών ετικετών
την κατάσχεση της καλοκαρδίας
και της θετικής εικόνας.
Καράφλιασαν οι λέξεις στις ετικέτες,
σαν καρδιογράφημα χοροπηδούν.
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
 
Ήλιε μου απ' τα ψηλά βουνά, τι έχεις και στενάζεις;
Σύννεφο γκρίζου ουρανού, το δάκρυ γιατί στάζεις;
Βουνά πόσο μαυρίσατε, τα φύλλα μαραζώσαν
κλεφτόπουλα στα δέντρα σας διάσπαρτα ριζώσαν.
 
Η μέρα κλαίει τη σκλαβιά κι η νύχτα τον καημό τους
η γη κλαίει το αίμα τους που χύσαν στο πλευρό τους
δεν λάμπουν τ' άστρα τ' ουρανού, δεν δείχνουν τη σκιά τους
φοβούνται την κατάρα τους και την αναθεμιά τους.
 
Η Πούλια κι ο Αυγερινός πιαστήκαν χέρι - χέρι
να και ο άνεμος, φυσά του Θάνατου το χέρι
να μην πάρει τον Μπότσαρη, τον Μάρκο τον γενναίο
το παλικάρι το τρανό που χε η Ελλάς σπουδαίο.
 
Η πλάση μαυροφόρεσε - ο ουρανός το ξέρει -
κανένας δεν εμπόδισε του Τούρκου το μαχαίρι
ούτε τη σφαίρα που' φυγε βαθιά μες την καρδιά του
το Μεσολόγγι θρήνησε με όλα τα παιδιά του.
                                                                                                 
Γενναίοι, μη λυγίζετε στον άδικο χαμό του
τιμήστε τον, φιλήστε τον στον ύστατο βωμό του
ο Μάρκος θυσιάστηκε για όλη την Ελλάδα
για την καλή τη Λευτεριά, της Δόξας τη λιακάδα.
 
Βουνά, μη κιτρινίζετε για το βαρύ το πλήγμα
η γη μας κομματιάστηκε κι έγινε ένα ρήγμα
η θάλασσα κι οι ποταμοί άλλαξαν τη χροιά τους
βαφτήκανε στα κόκκινα, μαύρα τα δάκρυα τους.
 
Δέντρα, πολύ λυγίσατε, σηκώστε τους κορμούς σας
ασήκωτα γινήκατε απ' τους πικρούς λυγμούς σας
πέτρες μη χαρακώνεστε, μη σπάσετε κομμάτια
θα' ρθει του Γένους λευτεριά και η χαρά στα μάτια.
 
Ο Μάρκος μας δεν πέθανε, ποτέ δεν θα πεθάνει
φορέστε τον, στολίστε τον της Δόξας το στεφάνι
όπως του πρέπει θάψτε τον μ' όλα τα μεγαλεία
στείλτε του πυροβολισμούς σ' αιθέρες κι από πλοία.
 
Όλοι να χαιρετήσουμε της γης μας το καμάρι
κι αφού ήρθε ο Χάροντας κι ήθελε να τον πάρει
ας τόνε πάει στο Θεό, στου ουρανού τους θόλους
εκεί όπου τους μάζεψε τους αθανάτους όλους.
Η αστρογέννηση της ποίησης
 
Έκατσε πάνω στον Βράχο της Μαύρης Σκέψης της
στη σιγαλιά της Νύχτας με τα αναγεννημένα άστρα
να συνομιλήσει με το Μεγάλο Άστρο της Καρδιάς της
που της έστελνε μικρά πλανητικά αστρομηνύματα
που τρεμόσβηναν  χτυπώντας στα πόδια της Αγανάκτησης της.
Η Σιωπή της Νύχτας αγαλλίασε το Υπαρξιακό της Είναι
η Ασφυξία του Πλανήτη την παρακάλεσε να τη σώσει
από την αστρογέννηση της Κακίας και της Διαφθοράς
και το Μεγάλο Άστρο της μήνυσε τα αιματώματα
και τις χαρακιές του από το σβήσιμο των αναγεννημένων
άστρων της Αρετής και  της Ευτυχίας του Πλανήτη.
Ο βράχος της Μαύρης Σκέψης της σείσθηκε
από την ταραχή ολόκληρου του Σύμπαντος
μη αντέχοντας την απουσία της πανέμορφης Νεράιδας
που μαζεύοντας όλα τα αστρομηνύματα στη θερμή αγκαλιά της,
τα έσβησε με τα καυτά και μαύρα δάκρυα της
πετώντας στο Άγνωστο αποτρελαμένη από τον πλανήτη
της Κατάντιας, της Μιζέριας και της Δολιοφθοράς.
Η Μαύρη Σκέψη της πέταξε στο μαύρο κενό.
Η Σιωπή της Νύχτας τυλίχτηκε με Ερωτηματικά.
Ο Βράχος της Μαύρης Σκέψης έγινε σκόνη αποτεφρωμένη.
Η Ασφυξία του Πλανήτη έπνιξε το Μεγάλο Άστρο
Έσβησαν όλα τ' άσπρα Φώτα του Μαύρου Ουρανού
κι Εκείνη απέμεινε με τις Νεράιδες της Μοναξιάς
να χτενίζουν τα ξέπλεκα καστανά μαλλιά της
ξεμπλέκοντας τα από τους κόμπους των λυγμών της Συμφοράς
και να ορθώνουν τα πεσμένα κάτασπρα φτερά της Θλίψης της
στο Άπειρο των αισθήσεων και των παραισθήσεων της Ζωής.
Μια  αστρογέννηση όμως της χαμογέλασε από μακριά, νέα - πλατιά
ένας βράχος στήθηκε, νέος - για ν' αναπαυτεί πάνω του
κι Εκείνη χαμογέλασε μ' ευχαρίστηση στους κόλπους
ενός παραδεισένιου Σύμπαντος - του Νέου και Αιώνιου εσαεί
που Ποίηση το ονόμασε και κατέφυγε για πάντα στα άστρα της
ν' αναγεννηθεί από την δική τους αναγέννηση,
από την αστρογέννηση της Ποίησης.
Σου στάζω μέλι Παναγιάς
 
Μέλι από κρίνο Παναγιάς σου στάζω στα αυτιά
του Ουρανού απόσταγμα, της Γαίας κατοικία
μέλι πνοή δοξολογιάς, σκίρτημα των ορέων
η Παναγιά που τύλιξε σ' ένα λευκό μαντήλι
τ' ακούμπησε στα χείλη της και έσταζε ψιθύρους
αγάπης αποθέματα, γλυκίσματα στον πόνο
να μαλακώσεις, να γενείς Άθιω ρόδιο νέκταρ
ν' ανθίσουν, να γλυκάνουνε οι πίκρες σου από μένα
και τα ηχηρά τα λάθη σου μ' αυτό να τα ξεχάσεις.
Μέλι αγάπης ειν' αυτό στης μοίρας τα χαστούκια
στα λόγια Της τα θεικά ξανά χαρά να νιώσεις
κι εκεί στην Άθιω φωλιά εσύ να ξαλαφρώσεις.
Το μέλι Της στις φράσεις σου ειν' βάλσαμο κι ελπίδα
το δάκρυ της κι ο στεναγμός αίμα απ΄ τα Άγια χείλια.
Σου στάζω μέλι απ΄την καρδιά, της Παναγιάς τη φλόγα
τα όνειρά σου αθάνατα να γίνουν στον αιώνα.
Μέλι νανούρισμα στ' αυτιά, στα όνειρα ηρεμία

μέλι με χάδι φώτισης, μετάνοιας κοινωνία.

Το όνειρο της παρηγοριάς
 
Μέσα σε μαύρα όνειρα συνάντησα Εσένα
διέκρινα τα χέρια σου, τα πόδια ματωμένα
αγκάθια στεφανώνανε την Άγια Μορφή σου
και ο ιδρώτας έσταζε με πόνο στο κορμί σου.
 
-Οι άνθρωποι στα πόδια σου ήταν συγκεντρωμένοι
άλλοι σε φτύνανε θαρρώ και ήταν μανιασμένοι
με λόγχες σε τρυπούσανε σε όλο σου το σώμα
βιάζονταν να σε θάψουνε μέσα σε μαύρο χώμα.
 
-Βρύσες γίναν τα μάτια μου και τρέχαν ολοένα
καυτά τρέχαν τα δάκρυα, τα μάτια φλογισμένα
σαν να σε είδα σε όραμα με χέρια πληγωμένα
να τα απλώνεις προς εμέ κι ήταν ματοβαμένα.
 
-"Πάτερ Ουράνιε", σκέφθηκα, "να ο Μονογενής σου
σε Αυτόν που βρίσκει γιατρειά ο κάθε ασθενής σου
Παρθένοι, ο Νυμφίος σας! Αμαρτωλοί, ο Σωτήρας!
ο Δάσκαλος, ο Οδηγός στα νιάτα και το γήρας".
 
-Και τότε έγινε σεισμός και είδα μια εκκλησία
βροντές την κεραυνώνανε και μια φωνή Οσία
μίλησε για τον Ιησού, τον Βασιλιά των Πάντων
μου είπε πως είναι η Αρχή, το Ωμέγα των Συμπάντων.
 
-Ύστερα όλα σιώπησαν κι έφυγαν από μπρος μου
κι αμέσως εμφανίστηκε η Μήτηρ του Πατρός μου
με κοίταξε κατάματα και σήκωσε το χέρι
με δέος την προσκύνησα, μου μούδιασαν τα μέλη.
 
-Παρηγοριά μου έδωσε κι ελπίδα στην καρδιά
το σώμα μου πλημμύρισε η Άγια της ευωδιά
μ΄ ακούμπησε, ευφράνθηκα κι ένιωσα γλυκύτητα
φτερούγισα ολόκληρη με μια γοργή ταχύτητα.
 
 -Ξύπνησα και σε ζήτησα δίπλα μου να σ' αγγίσω
"Χριστέ μου", είπα, "έφυγες" κι έκανα να σπογγίσω
τα δάκρυα μου τα καυτά, λες και νερά της βρύσης
"μα ζεις μες την καρδούλα μου κι η Μάνα σου επίσης".
Η ημέρα της γυναίκας έχει τα ελέη της
 
Γύρισε πάλι μόνος του στο σπίτι
πικραμένος, καρμίρης, κακομοιριασμένος.
Τον υποδέχτηκαν οι διαισθητικές αράχνες
των σκουριασμένων του αναμνήσεων
στρώνοντάς του το χαλί
της διαθήκης των μαύρων κοριών
κι εκεί στο απομακρυσμένο μισοσκόταδο
του πεπαλαιωμένου ανδρισμού του
αναστέναξε γοερά κραυγάζοντας τ' όνομά της:
«Ω, Γυναίκα...Γυναίκα...Γυναίκα..».
Ξεφούσκωσε τα στήθια του
από τους δραπέτες λυγμούς
του σπαρακτικού του παράπονου
στο μισοσβησμένο τζάκι
της καταρρακτώδους αποθυμιάς του,
έκατσε καταγής τσακισμένος, αδιάφορος
και νοστάλγησε τις σκέψεις - γραμμάτια
που στέναζαν στην πληρωμή της θύμησης.
Νοστάλγησε τα όμορφα χέρια της νιότης του
όταν έπιαναν την λιγνή μέση
της Τριανταφυλλένιας του
λικνίζοντάς την στο αγαπημένο βαλς
των γλυκομουρμούριστων
ερωτικών ονείρων τους..
Νοστάλγησε τη λευκή κι απαλή σάρκα,
τα κόκκινα μυρωμένα χείλη,
τ' ατίθασα μελιά μαλλιά της,
τα γαλανά ματόχανδρά της,
το γλυκό φιλί τους
που κούρνιασε γλαρωμένο
στης καρδιάς τους το αίμα,
τους παλλόμενους ψιθύρους του έρωτα
μέσα απ' τα αναγεννημένα
φυλλώματα του δάσους.
Νοστάλγησε εκείνη την ιερή μέρα
που η Μητέρα Φύση γιόρταζε
για όλες τις θηλυκές της υπάρξεις:
«Την ημέρα της γυναίκας»..
Το λυκαυγές τον βρήκε να θωρεί
με μεθυσμένη τη βρεχούμενη ματιά
κι ένα χαμόγελο απλανές
στο παρελθόν των ψιθυριστών
λόγων των ανέμων
που τον νανούριζαν γλυκά - βαθιά
στα ουράνια στρώματα του παραδείσου.
Οι άγγελοι της αγαλλίασης
του γλυκοψιθύρισαν στ' αυτιά:
«Η ημέρα της γυναίκας έχει τα ελέη της».
 
Ω, Α γ α λ μ ά τ ι ν α   π ν ε ύ μ α τ α
τ ω ν  σ υ ν δ α κ τ υ λ ί ω ν   Α μ φ ι κ τ υ ο ν ι ώ ν
μακρινά και άγνωστα στην αψυχομάχητη έκπληξη
και τον αγκύλιο θαυμασμό μου
μαρμαρωμένα,  - ακίνητα , -
στα μακρινά, γεράνια πέλαγα
ενωμένα στις γάργαρες πηγές
και στα ποσειδωνιάτα βάθη των θαλασσών
βασανισμένα στη σφοδρή νοσταλγία
της αγαπημένης σας πατρίδας
κλεισμένα στους διάσημους μύθους
και στους κιονόκρανους ναούς σας!...

Π ο ι α   δ ι π λ ο μ α γ ε υ μ έ ν η 
Α μ φ ι κ τ υ ο ν ί α  ν'   α π ο ι κ ί σ ω;
Π ο ι α   ξ α κ ο υ σ τ ή   Π υ θ ί α   σ α ς  
ν α   ρ ω τ ή σ ω;
Σε ποιο άρμα ν' ανεβώ,
το επιτήδειο πνεύμα του Όξυλου
να πάω ν' ανταμώσω;
Και που να' ναι άραγε αυτό;
Μήπως στην Ολυμπία ανάμεσα σ' ερείπια,
πλίνθους μ' αερικά και θεία;
Ή μήπως ν' αγωνίζεται αεί στην ιστορία,
να κάνει ιερό θεσμό το πνεύμα το ελληνικό
στην τέλεση της άθλησης κι αείροων αγώνων,
για μια ειρήνη ποθητή προγόνων κι απογόνων;
Ω,  μ ε θ υ σ τ ι κ ή   Ά λ τ ι ς,  ι ε ρ ή,
με τις σταχτοπράσινες αγριελιές
και τα σκιερά πλατάνια σου!...
Στεφάνωσε τους άσπιλους νικητές
μ' όλη τη θεσπέσια ομορφιά σου,
θυσία ιερή, στην Ήρα να προσφέρω,
κρέας του μόσχου ευωδιαστό
που με λαχτάρα έθρεψα αυτούς για να ταΐσω,
την δοξασμένη τους μορφή στην πλάκα,
τη μαρμάρινη, αιώνια να στήσω!
Τ η ς   Ν ί κ η ς   τ' ανοιχτά φτερά
οι Νύμφες με φύλλα ελιάς θε να στολίσουν
για να πετάξει ανάλαφρα πάνω στ' αγάλματά της
και να φωνάξει στις Στοές
μ' αντίλαλο μεγάλο, στις Αμφικτυονίες της,
τ ο   ό ν ο μ α   τ ο υ    ν ι κ η τ ή !
Ω, Ολυμπία αθάνατη, αστέρι της ψυχής μου,
σε προσκυνώ!...Χ ε ι ρ ο κ ρ ο τ ώ   τ ο ν   Θ ρ ί α μ β ο ! ...
Να υψώσω θέλω Αετό στο Στάδιο σου το τρανό,
να το υπεραρματώσω, να' ρθουν κι οι Αμφικτύονες,
κριτές και αθλητές, ν' αγωνιστούνε τίμια,
- περήφανα,- στο Δία ν' ορκιστούν, ευθύμαχοι
να δοξαστούν σε ουρανό και γη, με ποιήματα
να στολιστούν από τους ποιητές
η  δ ό ξ α   κ α ι   η   φ ή μ η   τ ο υ ς 
ν α   γ ί ν ο υ ν ε   γ ν ω σ τ έ ς.

Τα καμώματα της Χρυσής Νύχτας
 
Άγγιξα και πάλι απόψε τις χρυσές ανταύγειες της Νύχτας.
Μες στον καθρέφτη Της αντίκρισα
το λευκό Της αραχνοΰφαντο φόρεμα
να λαμπυρίζει στα χρυσολούλουδά Της
και τα ολόισια ξανθά Της μαλλιά
πλεγμένα με χρυσά κλωνάρια
να κυματίζουν ολόγυρα στην ομορφιά Της.
Σταύρωσα τα χέρια μου πάνω στα στήθη μου.
Παγιδεύτηκα στα ολόχρυσα σιδεροφράγματά Της.
Κι όπως στεκόμουν γοητευμένη, μαρμαρωμένη,
ακίνητη, ρομαντικά φυλακισμένη στη σιωπή Της,
είδα να κρεμάει το ολόχρυσο κλειδί του μυστηρίου Της
στις λευκές δεμένες πέρλες του αυτιού μου.

Τα γκριζοπράσινα μάτια μου αντανάκλασαν
τις χρυσές Της σπίθες στην ανθοστόλιστη Φύση Της
που την θαύμαζε με κατάνυξη, καθηλωμένη,
αδύναμη, ανήμπορη να κινηθεί.
Ξεκρέμασα το κλειδί του Θείου μυστηρίου Της.
Ξεκλείδωσα τα χρυσά δίχτυα της φυλακισμένης καρδιάς Της...
....και.... Ωωω!..... Η αγάπη ξεχύθηκε γύρω Της....
Άπλωσε τα χέρια Της στην ευτυχία Της
κι αγκάλιασε όλον τον κόσμο..
Μου' κλεισε χαριτωμένα το βελούδινο μάτι Της
στέλνοντας μου φιλιά με τα κερασένια χείλη Της.
Κι έτσι, αποκοιμήθηκα ήρεμα στους ροδανθούς της αγκαλιάς Της
χαμογελώντας με τα καμώματά Της.

Η εξομολόγηση της Κασσιανής
 
Κύριε, οι αμαρτίες μου μεγάλες και τρανές
τη θεϊκή τη χάρη σου ένιωσα σε σκιές
μέσα στα μαύρα ντύθηκα πνιγμένη μες το κλάμα
μαύρα εντάφια έφερα στης Σταύρωσης το δράμα.
 
Ωιμέ! Οδύρομαι, στενάζω και θρηνώ
αφέγγαρη η νύχτα βαριά μου δέρνει το μυαλό
σκοτάδι, πάθος, έρωτας μέσα στην αμαρτία
φλέγουν το νου και την καρδιά κεντούν ακολασία.
 
Μα, δέξου Κύριε, Χριστέ, τα δάκρυα που χύνω
μετάνιωσα, κλαίω πικρά και στεναγμούς αφήνω
συγχώρα με συ που μπορείς της θάλασσας το κύμα
να το τραβάς στα σύννεφα μ' ένα κομμάτι νήμα.
 
Αναστενάζω με καημό, συμπόνα με, λυπήσου
σβήσε τις αμαρτίες μου, είμαι κι εγώ παιδί σου
συ που' γυρες στους ουρανούς στη θεία γέννησή σου
συ που το σύμπαν έπλασες μόν' με τη θέλησή σου.
 
Τα πόδια σου τα άγια άσε με να φιλήσω
το μύρο που τα έρανα άσε με να σκουπίσω
με τα ξανθά μου τα μαλλιά την ευωδιά να πάρω
αγίασμα στο σώμα μου και την ψυχή να γιάνω.
 
Τα άγια τα πόδια σου η Εύα μες το δείλι
τρόμαξε σαν τα άκουσε, του Φόβου το καντήλι
την έκανε μες την Εδέμ να πάει να κρυφτεί
κι από την αμαρτία της σκεφτόταν να ιαστεί.
 
Έτσι κι εγώ αμάρτησα και στη βαθιά σου κρίση
αφήνω τη Συμπόνοια σου αυτή για να μετρήσει
αν θα μου σώσεις την ψυχή μ' άπειρη καλοσύνη
καθάρισε μου της καρδιάς και του μυαλού τη δίνη.
 
Μη με αφήνεις έρημη, Μεγάλε Ψυχοσώστη
έχεις αγάπη στην καρδιά βγάλτην και όλη δόστη
σ' όσους ξομολογήθηκαν κι έχουνε μετανιώσει
για όλους τους αμαρτωλούς τον πόνο που' χουν νιώσει.
Άλεκτη μοναξιά μου, αείζωη φίλη μου
 
Άλεκτη μοναξιά μου, αείζωη φίλη μου
στα μονοπάτια της αδυσώπητης ηρεμίας μου.
αισθητήρια μνήμη μου στις βουβές μου
στιγμές του καλού και του κακού μου,
της αείκαρπης σιωπής μου,
της αδωσίλογης νοσταλγίας μου
των άκραχτων μυστηρίων σου.
αναπόσπαστο κομμάτι της γέννησης της δημιουργίας μου.
λυτρωτική μαγεύτρα της ψυχής μου.
βασανιστικό άγγιγμά μου. βαρύ χάδι μου.
καημέ δυσβάσταχτε  μα και σωτήριε μου.
-Άλεκτη μοναξιά μου,  αείζωη φίλη μου,
οι θλιβεροί μουσικοί ήχοι της ψυχής σου
ηχούν αθόρυβα στα μονοπάτια του νου μου
γαζώνουν τ' απομεινάρια της ύπαρξής μου..
-κουρνιασμένα πουλιά στην αχαλίνωτη ατμόσφαιρά μου
πηγή δημιουργίας απέραντων συναισθημάτων μου-
ηχούν αεικύμαντα μες την δονημένη καρδιά μου.
χοροπηδούν τρελά αισθηματολογώντας με
ρυθμικά και άτακτα κτυπώντας με.
θολά ποτάμια κατεβάζουν τα δάκρυά μου
και κατακόκκινο χύνεται το αίμα μου. 
-Άλεκτη μοναξιά μου,  αείζωη φίλη μου,
γαλήνιο λιμάνι η άδυτη ματιά σου
σωτήρια και ξεγελάστρα η λάμψη σου
στον αλυσοδεμένο κι αλευθέρωτο νου μου.
ακροβατεί στοχαστικά το ακριτικό όνομα σου
στις άκρες των πικραμένων χειλιών μου
και του διψασμένου λάρυγγά μου
με τους πικρόγλυκους ήχους των ευαίσθητων χορδών μου
με ακατεύναστες σπίθες, τις αποκολλημένες μου
από το αίμα της καψαλισμένης καρδιάς μου.
-Άλεκτη μοναξιά μου, αείζωη φίλη μου,
σε αγάπησε η ακέραστη ακεφιά μου
για τις καυτηριασμένες εικόνες των περασμένων μου
που φώλιασαν την ανοχύρωτη ψυχή μου
για να ξεφύγει απ' τ' άδικο που γυροβολάει πάνω μου
και τ' άσχημο όνειρο της αδροσοβόλητης ζωής μου
κι απ' τους δύστυχους ανθρώπους, τους δικούς μου,
που μόνο με μίσος, φθόνο, ζήλια και την αδιαφορία τους
ήξεραν να δηλητηριάζουν τον βαρύλυπο κόσμο μου
που αιωρείται κρεμασμένος στο σύμπαν τους
με θηλιές από πικρούς αναστεναγμούς της ψυχής μου
ένας αιώνια βαρυβάσταχτος κόσμος μου
που ζει μα δεν ξεφεύγει  απ' τ' ακατέργαστα νύχια σου
ούτε μπορεί ν' αποχωριστεί τη βρόχινη θωριά σου
από την περίλαμπρη μέρα της γέννησής μου
ως την δενδροτόμηση της ζωής μου απ' τον εκριζωτή μου.
Ο Κολοκοτρώνης στην ποίηση
 
1. Η γέννηση  του Κολοκοτρώνη
 
 Γεννήθηκε ο Αυγερινός με λάμψη φωτισμένος
γεννήθηκε ο πρωτότοκος, ο αστροποτισμένος
με στέφανα νίκης πολλά με αίματα γραμμένα
και με δοξολογήματα για έργα παινεμένα.
 
Σφραγίδα είχε στην καρδιά με αίμα πατημένη
γεννήθηκε για ένα σκοπό, για Ελλάδα τιμημένη
για ν' αναστήσει μια φυλή που ήταν σκλαβωμένη
να γράψει ιστορία «εκειός» με σπάθα χαραγμένη.
 
Κολοκοτρώνης τ' όνομα, λεβέντικη η καρδιά του
η δίψα του για λευτεριά θα σώσει τη γενιά του
Αυγερινέ και Πούλια εσύ κι εσείς όλα τα άστρα
Θα δείτε πως θα πολιορκεί «εκειός» όλα τα κάστρα.
 
Φωτιά θ' ανάβει στους οχτρούς για να τους κατακάψει
γιατί «εκειοί» το έθνος μας το έχουνε ρημάξει
κι όσοι τους προσκυνήσανε κι «εκειούς» θα τσεκουρώσει
«εκειούς» που την Ελλάδα μας της έχουνε προδώσει.
 
Ψυχή θα είναι ηρωική, καρδιά ανδρειωμένη
το καύχημα, ο αθάνατος, στη γη την τιμημένη
όπου θα θριαμβεύσει «εκειός» με έργα ιστορημένα
απ' τον Θεό, τον ουρανό κι απ' όλους δοξασμένα.
  ----------------------------------------------
 
2. Η εμψύχωση του Κολοκοτρώνη
 
 Στρατιώτες, μη θλιβόσαστε που χάθηκαν λεβέντες
ο πόλεμος είναι βαρύς, αφήστε τις κουβέντες
που δείχνουν ηττοπάθεια κι ενθάρρυνση ολίγη
εμψυχωθείτε, η Τουρκιά με πόλεμο θα φύγει.
 
Πολιορκείστε τα βουνά, τα κάστρα με κανόνια
της λευτεριάς το κάλεσμα δεν είναι με γαλόνια
χτυπήστε απ' όλες τις μεριές και κάντε μου σινιάλα
στρατήγημα έχω τρανό, δεν μπαίνω γω σε γυάλα.
 
Ανάψτε είκοσι φωτιές και γίνετε κολώνες
να βγουν οι Τούρκοι για να δουν τους Έλληνες πυλώνες
που δεν αφήνουνε πασά, μύτη να ξεμυτίσει
ούτε κι αρμάδα τούρκικη αυτούς θε να φοβίσει.
 
Ζητείστε να παραδοθούν όλα τα φρούρια τους
ν' αφήσουνε το βιός εκεί και τα υπάρχοντα τους
κι αν αρνηθούν οι άπιστοι κόψτε τους τα κεφάλια
δεν θέλω να αφήσετε Τούρκου απομεινάρια.
 
Τσακίστε τους, τους άτιμους, χυμήξτε σαν λιοντάρια
τρέψτε τους όλους σε φυγή, γενναία παλικάρια
ντροπιάστε τους και κράξτε τους πως σώθηκαν οι σκλάβοι
προσκυνοχάρτια δεν χωρούν, ο πόλεμος ανάβει.
 
Άντε και διαλύθηκαν με τον βομβαρδισμό μας
ζημιές επάθανε τρανές με τον μαχητισμό μας
σκοτώθηκαν οι μπέηδες από Ελλήνων χέρια
άστραψαν τα ελληνικά σπαθιά, τα κοφτερά μαχαίρια.
 
Τιμή και δόξα στους νεκρούς που δώσαν την ζωή τους
που «ελευθερία» φώναξαν στην ύστατη πνοή τους
πάντα θα είναι αθάνατοι, αιώνια παινεμένοι
άξιοι και περήφανοι καθώς και  τιμημένοι.
------------------------------------------------------
 
3. Βραβείο και έπαινοι στον Γέρο του Μοριά
 
Γέρε του Μοριά, βασανισμένε μας Πατέρα
της λευτεριάς που φύσηξες συ πρώτος τον αέρα
κινδύνους που διέτρεξες και έκλαψες θανάτους
συ που συγκαταλέγεσαι μέσα στους αθανάτους.
 
Χτύπους εσύ δοκίμασες μες την πικρή καρδιά σου
λυπόσουνα και έκλαιγες για όλα τα παιδιά σου
για κείνα τα ελληνόπουλα που ήταν σκλαβωμένα
συ ήσουν που τα στόλισες με έργα τιμημένα.
 
Τα χώματα τα ελληνικά έκανες ανδρειωμένα
τα φώτισες, τα λάμπρυνες για να' ναι δοξασμένα
τα' κανες να' ναι ιερά με δάφνες στολισμένα
σκέπασες κόκαλα μ' αυτά που γίναν αγιασμένα.
 
Τα οράματα, το πείσμα σου κατέλαβαν τα κάστρα
μάρτυρες εσύ έβαλες τον ήλιο και τα άστρα
τα λόγια σου τα φλογερά πύρωσαν τις καρδιές μας
και στον αγώνα λευτεριάς έσπρωξες τις ψυχές μας.
 
Τα όνειρα, οι λέξεις σου, σπαθιά στη δουλοσύνη
οχτρό συ δεν προσκύνησες, μόνο Χριστιανοσύνη
θρίαμβο ήθελες τρανό, ζωή ελευθερίας
παρατημένος στη νυχτιά της πίκρας, της κακίας.
 
Σοφέ και παινεμένε μας, οι κόποι, τα φτερά σου
θριάμβευσαν, δοξάστηκαν και η περπατησιά σου
μες την καρδιά μας κατοικούν, καύχημα ελληνικό μας
το μεγαλείο σου τρανό στο Γένος το δικό μας.
 
Απ' τους επαίνους των καιρών θησαύρισες Στρατάρχη
την χώρα μας ανέστησες, συ νίκησες τα άγχη
που είχανε οι πρόγονοι για την ελευθερία
συ ήσουν που σεβάστηκες Πατρίδα και τα Θεία.
 
Καύχημα της φυλής εσύ, με δόξες ραντισμένε
για έργα Θεία, αθάνατα, συ χιλιοδοξασμένε
όλοι σου απονέμουνε βραβείο και επαίνους
αγάπης άνθος, λευτεριάς, συ του δικού μας Γένους.
 
Οικολογική πολιτική
 
-Φίλος της γης γεννήθηκα, είμαι ερευνητής
σχέδια συζητώ κρατών με μέλη της της γης
παραγωγές ενέργειας, τροφίμων και ταφής
στο «στίγμα» το οικολογικό της φύσης, της ζωής.
-Όλοι να μ' ενισχύσετε, βοήθεια της ζητώ
καθόρισα διόδια και πρόγραμμα σωστό
για περαιτέρω ανάπτυξη και πρόσβαση στη φύση
ν' αναπτυχθούν η ύπαιθρος, οι πόλεις και η Κτίση.
-Θα δράσω, να το ξέρετε, για όλο το περιβάλλον
μ' εταίρους θα συνεργαστώ, με υπαλλήλους μάλλον
να βρούμε τα «εργαλεία» της για την πολιτική
που θα' χει στόχους, πρακτικές και θαν' κοινωνική.
-Της προσεγγίζω μ' ανοιχτό και πρακτικό το πνεύμα
κι όταν της «συνταγές» θα πω, κάντε μου ένα νεύμα.
Στόχος μου η αναβάθμιση, οι καινοτόμες λύσεις
ο τρόπος διαβίωσης και οι αυτοδιοικήσεις.
-«Κλειδιά της διαχείρισης» για την «κυκλοφορία»
θα εκθέσω με προγράμματα που θα' χουνε πορεία
σ' της της χώρες που' χει η γη, σε όλα τα βιβλία
«μηχανισμούς» θα στήσω εγώ σε πάρκα και σχολεία.
-Την ρύπανση θα ελέγξω εγώ με δείκτες, με εκθέσεις
θα αντιδράσω όσο μπορώ σε της της πιέσεις
με αλλαγές οργάνωσης που θα' χουνε δομές
σ' όλα τα οικοσυστήματα θα κάνω της τομές
-Φίλοι της γης, πολιτικοί και της οι αρχές
της σχεδιάσουμε όλοι της χάρτες, στρατηγικές
άνθρωποι περιφερειών και τοπικών αρχών
της ξεκινήσουμε όλοι της «ατζέντες συνθηκών»
που θα' ναι οι κατάλληλες για την ισορροπία
θα' ναι κι η προϋπόθεση για την αειφορία.
 
Άωρα μυστικά μπολιασμένων ερώτων
απλόχερα στους καρτερικούς ανέμους
των πολύτοκων δεκαρολόγων
ματαιοπονούν σε μαγικά καταδέσματα
γιορτάζουν δεσποτικά συναισθήματα μ' επιδέσματα
αιχμάλωτα των άναρχων εξουσιών
του Σαρκασμού και της Δηκτικότητας
δαγκώνονται υπομένοντας τη διατριβή τους
των διαττόντων αστέρων
των εκατόγχειρων στις αφειδείς δεήσεις
των καβαλάρηδων της Αφέλειας
που τους πετούν εκτός συναγωνισμού
από τα παράτονα τραύματα τους
άρα κι εκτός κινδύνου από τους
δικαιολογημένους-αδικαιολόγητους εαυτούς τους.
Η άφθιτη εκτραγώδηση ανήκει
στους ελεύθερους σκοπευτές
της ένδειας και της δυστελολογίας.
Το δεδικασμένο της υπόθεσης
στους άφθογγους λογισμούς της Μέριμνας

«δεκατετράκις σ' αιωνόβια φυλάκιση».

Δημήτρη τον ελέγανε, ψάλτης ο Ναουσαίος
από γειτονικό χωριό ήτανε ο ωραίος
τον ερωτεύτηκε η Αϊσέ, η κόρη του Αχμέτ
του Μπέη του «μανδρόσκυλου», το' γραψε το «κισμέτ».
 
«Δημήτρη, σ' ερωτεύτηκα», του έλεγε η Τουρκάλα
«σε θέλω άντρα δίπλα μου μες του Αλή τη σάλα
τσιφλίκια μες τα χέρια σου θα έρθουνε ευθύς
από Εορδαία, Φλώρινα και Έδεσσα!.Θα δεις!..
 
Σπίτι δεν θα' χεις τις σπηλιές, τις πέτρες μαξιλάρια
τις κάπες για παπλώματα, τα τουρκικά τα χνάρια
άμα γενείς Οθωμανός, δεν θα' σαι πια ραγιάς
Μπέης από τους πλούσιους θα είσαι και Πασάς».
 
Μα εκείνος την αρνήθηκε, θέλοντας να γλιτώσει
κρεμάστηκε στον πλάτανο, μάθημα να της δώσει
πως ήρωας ήταν τρανός, λεύτερος, πατριώτης
των Τούρκων δεν θα γίνονταν ποτέ ο στρατιώτης.
 
Την σκλάβα την πατρίδα του δεν θα τη λησμονούσε
και τον αγώνα λευτεριάς ποτέ δεν θα πουλούσε
Τούρκος δεν θα γινότανε για να πουλά παιδιά
και νέες στα χαρέμια τους!...Ζήτω η λευτεριά!..
 
Δεν θ' άλλαζε την πίστη του, δεν θα΄σφαζε αυτός
τ' αδέρφια του τους Έλληνες, ήταν φανατικός
Έλληνας που΄χε εθνική συνείδηση κι ιδέα
δεν θα εξαγοραζότανε σε μια Τουρκάλα ωραία.
 
Η Αϊσέ αυτοκτόνησε, οι τύψεις της τρανές
το φρόνημα του ωραίου της ρίζες είχε πλατιές
που άνθισαν, δώσαν καρπούς και γράψαν ιστορία
του αγώνα και της λευτεριάς μες τη Μακεδονία.
 
Θρύλος τρανός και άσβεστος ο έρωτας εκείνος
που άδοξα τελείωσε με αίμα και ο θρήνος
για το παιδί το ηρωικό, της λευτεριάς βλαστάρι
στο ματωμένο ακούστηκε του τόπου το χορτάρι.
 
Τα βάσανα, τα πάθη σου, Δημήτρη μας, το αίμα
πλημμύρισε ηρωικό και τρύπωσε σα σφαίρα
μες την καρδιά της Αϊσέ το αίμα της να πάρει
εκδίκηση στο αίμα μας και του Χριστού τη χάρη.
Ο κόθορνος
 
Γονάτισε ο κόθορνος στους Κοζάκους
των κοθρών συμφερόντων του
κόμοδος στις κομητείες
του κολασμένου ναρκισσισμού του
με κονδυλώδεις έρωτες
στροβιλισμένες κομπορρημοσύνες
αλύπητες μοχθηρίες
άξεστες κόρδες ελευθεροστομίας
απρεπής κι ολιγάνθρωπος
αναστατώνοντας τον κόσμο της δράσης
κουταλομετρώντας την απερισκεψία
και τις ανόητες σκέψεις του.
Αιματηρές βεντούζες τα κοφτερά λόγια του
απατηλά στην κορασίδα του έρωτα
ποτισμένα με τη μέθη της παράνοιας
βρίσκουν ανάρρωση
φυλακισμένες στη νοσταλγία.
Ο κόθορνος δαγκώνει κρυφά τις σάρκες του
-από μανία, οργή ή λύπη;-
δίχως καν να γαβγίσει.
 
Η βεζελιά της έκρηξη στο βεβαιωτήριο του έρωτα
γοήτευσε τον όλεθρο των αχάιδευτων του
κι εκείνος ο ορεγόμενος γυαλάκιας
με την κυρτή ωμοπλάτη και τα χιονισμένα μαλλιά
γούρλωσε τους γλιδιάρικους βολβούς των ομματιών του
γλυκοματιάζοντάς την στο όνειρο του θηλασμού της.
Στην ακατάσχετη φλυαρία των λόγων του
εκείνη ολίσθησε στη σαρκώδη μάζα του μηρού της.
-«Φέξε μου και γλίστρησα», του μήνυσε μ' ανακούφιση.
Η νοστιμάδα της αγκάλιασε το αίμα του τρυφερά
αρμενίζοντας στης γλυσσωνείου την κάψα
έγλειψε τα κόκαλά του γλαφυρά και στο δεινοπάθημα
της δειλής επιθυμίας του άχαρου κυνηγού της
σ' εκείνο το γκάρντεν πάρτυ «το γεροντικόν»
του ψιθύρισε: -«Γκρεμοτσακίσου».
Ο Μακεδονικός Αγώνας
 
Για σας, ω, πλατιές, γενναίες ψυχές
των δροσολιτών Μακεδονομάχων,
ερίτιμος ο δρομολάτης ύμνος
στην ηλιόκρουστη γη, την λουσμένη
με το πύρινο αίμα και την ζώπυρη πνοή σας.
Για σας που δώσατε την ιερουργή ελπίδα
για την καλοθώρητη λευτεριά μας.
Για σας, παιδιά του καλοδουλευτή αγώνα
που μες τους καμινευτές της έγκλειστης σκλαβιάς μας
διψούσατε για το δροσολόγημα της αύρας της.
Για σας, Καπετάν Βαγγέλη, Κώτα, Βάρδα, Παύλε Μελά
που διαφυλάξατε με όρκο βαρύ και εγκωμιαστικό
το βαρύτιμο μυστικό της εθελοκακίας σας
με τους ενάντιους μας, τους Βούλγαρους.
Για σας, που αναστήσατε του Γένους μας
τον λαμπρό ήλιο με την πλατύβαθμη λεβεντιά σας
κι αναπτερώσατε την σιδερένια Πίστη και Ανθρωπιά του.
Για σας, ω, παθιασμένες ψυχές, αείζωα ερωτευμένες
με την Πατρίδα σας που στραγγίσατε
σταλαγματιά- σταλαγματιά το πυρωμένο αίμα σας
στη γη των Δικαίων Προγόνων σας
και την αναγεννήσατε δίχως να πτοηθείτε
ούτε να υποδουλωθείτε στο Σάτιρο Χρήμα,
τα Σβαρνιάρικα Αξιώματα και τις Σηπτικές Τιμές,
τις προτεινόμενες από τους σικχαντούς ιδεολόγους
του μαρτυρικού πολέμου και της ανείπωτης φρίκης.
Για σας, αείκλαυστοι πρωτεργάτες,
Ουρανόπεμπτοι, ριψοκίνδυνοι λυτρωτές
του σκλαβωμένου έθνους μας
που θα υμνείστε αειμακάριστα
από των ουρανοβατών τα στόματα τ' αγγελικά
στον αέρινο παράδεισο του γαλανού Ουρανού
κι άστρα χρυσά θα διπλοφέγγετε καμαρωτά
στη γη την Μακεδονική, σεις,
που χαρίσατε της γλυκιάς λευτεριάς αθάνατη πνοή,
στη γη  την ιερή, την ελληνική
όπου διπλοχαράχτηκαν τα ηρωικά ονόματα σας
ανάμεσα στις δυο πολυμαρτυρικές θριαμβεύτριες,
την Πομπώδη ΝΙΚΗ  και την Ροδισμένη ΛΕΥΤΕΡΙΑ,
στεφανωμένες με τους κλάδους
της Περίλαμπρης ΔΟΞΑΣ και της Αείκρουνης ΤΙΜΗΣ.
Για σας, πλατιές, γενναίες ψυχές
των δροσολιτών Μακεδονομάχων.
Για σας Καπετάν Βαγγέλη, Κώτα, Βάρδα, Παύλε Μελά.
Για σας, ω, παθιασμένες ψυχές,
αείζωα ερωτευμένες με την Πατρίδα σας
για σας, τους αείκλαυστους πρωτεργάτες
τους ουρανόπεμπτους, τους ριψοκίνδυνους λυτρωτές
του σκλαβωμένου έθνους μας.
για σας αξίζουν οι Χρυσές Δάφνες
για τα Δίκαια και Θεάρεστα Έργα σας.
Για σας ηχούν Βαρυσήμαντα οι Χρυσές Καμπάνες
της Αδιαμέτρητης Δόξας
και του Αδιαμφισβήτητου Μεγαλείου σας.
Για σας, η απονομή των Χρυσών Βραβείων ΑΞΙΑΣ
της Αβρόκοσμης Δόξας του Μακεδονικού Αγώνα
και του Αιματηρού Ηρωισμού σας.