Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΔΡΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΕΡΜΙΟ

 

Η ιδέα της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό εμπνεύστηκε σε πολλά παλικάρια της Ανεξαρτησίας του Πολέμου, τα οποία ως παρακινητές, ρίχτηκαν στον αγώνα πολεμώντας πρώτοι στη γραμμή. Η ελληνική υπεροχή στον ανταρτοπόλεμο, σε ένα έδαφος που ήταν ιδεώδες για πόλεμο ατάκτων, μαζί με την κυριαρχία στη θάλασσα, που εμπόδιζε αποτελεσματικά τον από θαλάσσης ανεφοδιασμό, έδινε στους επαναστάτες τη δυνατότητα να παρακωλύσουν τις κινήσεις του οθωμανικού στρατού.

Τις βασικές αντάρτικες ομάδες της Ελλάδας αποτελούσαν οι κλέφτες και οι αρματολοί. Στα τουρκικά έγγραφα αποκαλούνται «ληστές», «κακούργοι», «επαναστάτες». Στα 1742 εμφανίστηκε στο Βέρμιο σώμα κλεφτών (300) με αρχηγό τον Κατρανιτσιώτη Καπετάν Γούτα, λόγω της φιλελεύθερης φύσης των κατοίκων, που πήγαζε από το κλίμα της αμφισβήτησης της οθωμανικής κοινωνικής ιεραρχίας, να δρα στην περιοχή Κασσάνδρας. Το γεγονός πως ο λαός ύμνησε την κλεφτουριά φανερώνει και την κοινωνική διάρθρωση του οθωμανικού συστήματος, αφού κύρια κατέκλεβαν τους πλούσιους μπέηδες, Έλληνες γαιοκτήμονες, κτηνοτρόφους, εμπόρους κ.λ.π. Ηρωποίηση των κλεφτών από τους ραγιάδες, γιατί απολάμβαναν την ελευθερία εκτός οθωμανικού συστήματος μετατρέποντας τις σπηλιές για σπίτια τους, τις πέτρες για μαξιλάρια τους, τις κάπες τους για παπλώματα τους, πήγαζε από το γεγονός πως στην οθωμανική αυτοκρατορία η κοινωνική κίνηση ήταν μηδαμινή, ότι γεννιόσουν, αυτό πέθαινες.
Εκτός αν κάποιος ακολουθούσε το δρόμο του εξισλαμισμού συγκεκριμένες μέρες του χρόνου. Κάτι που αρνήθηκε ο Ναουσαίος ψάλτης του γειτονικού Γραμματικού Δημήτρης όταν τον ερωτεύτηκε η Αισέ, κόρη του Αχμέτ Μπέη"μανδρόσκυλου" του Αλή Πασά όταν η Εορδαία, η Φλώρινα, η Έδεσσα αποτελούσαν τσιφλίκι του. Ο Δημήτρης κρεμάστηκε από ένα πλατάνι, η Αισέ αυτοκτόνησε από τύψεις και ο θρύλος του ματωμένου έρωτα των Πύργων του Γραμματικού δεν έσβησε ακόμη.

 

Ο ματωμένος έρωτας της Ελληνικής Επανάστασης

 

Δημήτρη τον ελέγανε, ψάλτης ο Ναουσαίος
από γειτονικό χωριό ήτανε ο ωραίος
τον ερωτεύτηκε η Αισέ, η κόρη του Αχμέτ
του Μπέη του «μανδρόσκυλου», το' γραψε το «κισμέτ».

 

«Δημήτρη, σ' ερωτεύτηκα», του έλεγε η Τουρκάλα
«σε θέλω άντρα δίπλα μου μες του Αλή τη σάλα
τσιφλίκια μες τα χέρια σου θα έρθουνε ευθύς
από Εορδαία, Φλώρινα και Έδεσσα!.Θα δεις!..

 

Σπίτι δεν θα' χεις τις σπηλιές, τις πέτρες μαξιλάρια
τις κάπες για παπλώματα, τα τουρκικά τα χνάρια
άμα γενείς Οθωμανός, δεν θα' σαι πια ραγιάς
Μπέης από τους πλούσιους θα είσαι και Πασάς».

 

Μα εκείνος την αρνήθηκε, θέλοντας να γλιτώσει
κρεμάστηκε στον πλάτανο, μάθημα να της δώσει
πως ήρωας ήταν τρανός, λεύτερος, πατριώτης
των Τούρκων δεν θα γίνονταν ποτέ ο στρατιώτης.

 

Την σκλάβα την πατρίδα του δεν θα τη λησμονούσε
και τον αγώνα λευτεριάς ποτέ δεν θα πουλούσε
Τούρκος δεν θα γινότανε για να πουλά παιδιά
και νέες στα χαρέμια τους!.Ζήτω η λευτεριά!..

 

Δεν θ' άλλαζε την πίστη του, δεν θα΄σφαζε αυτός
τ' αδέρφια του τους Έλληνες, ήταν φανατικός
Έλληνας που΄χε εθνική συνείδηση κι ιδέα
δεν θα εξαγοραζότανε σε μια Τουρκάλα ωραία.

 

Η Αισέ αυτοκτόνησε, οι τύψεις της τρανές
το φρόνημα του ωραίου της ρίζες είχε πλατιές
που άνθισαν, δώσαν καρπούς και γράψαν ιστορία
του αγώνα και της λευτεριάς μες τη Μακεδονία.

 

Θρύλος τρανός και άσβεστος ο έρωτας εκείνος
που άδοξα τελείωσε με αίμα και ο θρήνος
για το παιδί το ηρωικό, της λευτεριάς βλαστάρι
στο ματωμένο ακούστηκε του τόπου το χορτάρι.

 

Τα βάσανα, τα πάθη σου, Δημήτρη μας, το αίμα
πλημμύρισε ηρωικό και τρύπωσε σα σφαίρα
μες την καρδιά της Αισέ το αίμα της να πάρει
εκδίκηση στο αίμα μας και του Χριστού τη χάρη.
         (Ποίηση: Π. Τσοκτουρίδου)

 

Ο Αλή Πασάς είχε πληροφορηθεί ότι στο χωριό Κατράνιτσα (Πύργοι) υπάρχουν πλούσιοι κάτοικοι με πολύ χρυσό. Γύρω στα 1807-1808 έστειλε τις μονάδες του για να λεηλατήσουν το χωριό αυτό και με απώτερο σκοπό να εξαναγκάσει τους κατοίκους να αλλάξουν πίστη. Οι προύχοντες του χωριού πληροφορήθηκαν τις προθέσεις των Τούρκων και μαζί με τα καραβάνια τους εγκατέλειψαν το χωριό και πήγανε στις Σέρρες και από κει πήραν τον δρόμο προς την Βιέννη, όπου και εγκαταστάθηκαν μόνιμα δημιουργώντας δική τους παροικία με το όνομα Νέα Κατράνιτσα. Με το εμπορικό δαιμόνιο που είχαν, κατόρθωσαν να καταλάβουν θέσεις μεγάλες. Όμως ποτέ δεν λησμόνησαν την σκλαβική πατρίδα τους και έστειλαν άφθονο χρήμα και τα παιδιά τους για τον αγώνα για ελευθερία. Όταν καταστράφηκε η Νάουσα, οι Τούρκοι πούλησαν τα γυναικόπαιδα στα σκλαβοπάζαρα. Μεταξύ αυτών ήταν και η γυναίκα του αλησμόνητου αρχιεπαναστάτη της Νάουσας Ζαφειράκη. Η γυναίκα αυτή πουλήθηκε στον Τούρκο διοικητή του Μοναστηρίου. Τότε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους αγωνιστές, οι Κατρανιτσιώτες συγκέντρωσαν πολλές λίρες και εξαγόρασαν μαζί με τις οικογένειες των χωριανών και τη γυναίκα του Ζαφειράκη για να την στείλουν στη συνέχεια στη Νάουσα."
Κατά το έτος 1822 στην Επανάσταση της Νάουσας πήραν μέρος 45 ηρωικά παληκάρια από τους Πύργους με οπλαρχηγό τον Δημήτριο Καραμήτσο, αφού πρώτα έγινε η εξόντωση των Τουρκικών δυνάμεων του Διαμερίσματος. Μεταξύ των επαναστατών ήταν και οι πέντε αδερφοί Σούγγαρη. Μετά την καταστροφή της Νάουσας οι Κονιάροι Τούρκοι του Σαρή Γκιόλ επιτέθηκαν εναντίον της Κατράνιτσας και επέφεραν τρομακτική καταστροφή. Έγινε μεγάλη σφαγή και άρπαξαν τα γυναικόπαιδα. Λεηλάτησαν και τις περιουσίες των κατοίκων της Κατράνιτσας, πούλησαν τα γυναικόπαιδα για σκλάβους και πολλές γυναίκες τις έστειλαν στα χαρέμια. Οι κάτοικοι, όσοι διασώθηκαν, διασκορπίσθηκαν σε άλλες περιοχές. Πολλοί από τους κατατρεγμένους κατέφυγαν στην Αυστροουγγαρία, όπου βρήκαν υποστήριξη συμπατριωτών τους. Ακολουθώντας το γενικότερο ρεύμα της Δυτικής Μακεδονίας πολλοί Κατρανιτσιώτες εντάχθηκαν στις ελληνικές παροικίες της Αυστροουγγαρίας και ειδικότερα του Ζεμλίνου και της Βιέννης. Ολόκληρη συνοικία κοντά στην Αγία Παρασκευή μετανάστευσε στην Αυστρία, όπου έκτισε το χωριό Κατράνιτσα.
Κάποιος, τότε, από τους Πύργους, που είχε μεγάλη θέση στο Βελιγράδι, κατόρθωσε, με τη βοήθεια του Τούρκου ιμάμη, να σώσει πολλά γυναικόπαιδα. Έσωσε επίσης και τις δυο πανέμορφες κόρες ενός πλούσιου Ναουσαίου, προσφέροντας στους Τούρκους πολλές χρυσές λίρες. Μετά τα θλιβερά αυτά γεγονότα, τόσο η Κατράνιτσα όσο και η Νάουσα κατόρθωσαν να ορθοποδήσουν, χάρη στη βοήθεια των φιλανθρώπων χριστιανών από το Μοναστήρι, την Φλώρινα, την Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και την Κωνσταντινούπολη.
Οι Πύργοι (Κατράνιτσα) τον 18ο αι. μέχρι τις αρχές του 20ου αι. ήταν μια ιστορική κωμόπολη με υψηλό κοινωνικοοικονομικό πολιτιστικό και εθνικό φρόνημα εξ αιτίας της εγκατάστασης εκεί της Μητρόπολης Μογλενών. Διατηρούσε πλατιές κοινωνικές επαφές με το Ελληνόφωνο και Βλαχόφωνο στοιχείο της περιοχής κι αυτό φανερώνεται από τη συμμετοχή της στα 1571 στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπως και της Βλάστης.
Σημαντική είναι η συμβολή των κατοίκων στους υπέρ της ανεξαρτησίας του Έθνους αγώνες. Ο έμπορος Πέτρος Ίτζκος ή Ίτζοκγλου ως εκπρόσωπος της Σερβίας στα 1806 υπέγραψε στην Κων/πολη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους, γνωστή ως η "Συνθήκη του Ίτσκου''. Οι αδερφοί Καραμάτα (Αναστάσιος, Ιωάννης και Φίλιππος), γιοί του ξενοδόχου Δημήτριου Καραμάτα, ο οποίος το 1754 εγκαταστάθηκε στο Ζεμλίνο, διακρίθηκαν σαν έμποροι στο Βελιγράδι, το Ποζούν της Ουγγαρίας και τη Λειψία και ο οικογενειακός τους τάφος σώζεται σήμερα στο κοιμητήριο του Ζεμλίνου (Ζέμου του Βελιγραδίου). Στο σπίτι τους φιλοξενούνταν ο Αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας, όταν κατά τις περιοδείες του περνούσε από την πόλη. Από την οικογένεια Σούγγαρη καταγόταν ο Πρόξενος της Αυστρίας στην Θεσ/νίκη κατά το έτος 1930. Αυτός επισκέφθηκε τους Πύργους αναζητώντας το γενεαλογικό του δέντρο κι έγινε δωρητής της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου.

 

(Κεφάλαιο από το βιβλίο της συγγραφέως «Η προγονική ιστορία του Δήμου Βερμίου, έκδ. 2002, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κοζάνης) 

 

Το ΝΑΙ ή το ΟΧΙ της αμφισβήτησης

 

Είναι εμφανές ότι τα ανήσυχα πνεύματα της σημερινής γενιάς προχωρούν αντίθετα με την «προκάτ» συντηρητική και παλαιοντολογική ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ομάδας. Η «διαφωνία» γι' αυτούς σημαίνει απόρριψη των Ελλήνων και η αμφιβολία για την αμφισβήτησή τους από τη δημοσκόπηση της ερχόμενης Κυριακής έχει πολλές απόψεις, όπως:
1) Την αβεβαιότητα εξαιτίας της ταλάντευσης ανάμεσα στην αμφιβολία και την δυσπιστία.
2) Τα αρνητικά συμπεράσματα, στα οποία καταλήγουν, επειδή δεν μπορούν να ξεπεράσουν την αμφιβολία του ΙΣΩΣ και δεν μπορούν να διανοηθούν ότι τα αποτελέσματα θα έχουν το πέρασμα του ΟΧΙ.

3) Αμφισβητούν κι οι ίδιοι ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή πνευματικών και ιδεολογικών ανακατατάξεων και ζυμώσεων. Δεν μπορούν να μας δεχτούν ως σοφιστές της αμφισβήτησης και γι' αυτό το λόγο μας απορρίπτουν με δεσποτικό και πολιτικό δογματισμό αμφισβητώντας παράλληλα το ιδεολογικό κατεστημένο της χώρας και της εποχής μας, το δημοκρατικό μας πνεύμα, τη λογική μας.
Μια στείρα άρνηση λοιπόν για κάθε πρότασή μας αιωρείται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προβάλλοντας μόνο το δικό τους όραμα, τις δικές τους επισημάνσεις και τα δικά τους σχήματα, οδηγώντας μας με μαθηματική ακρίβεια στην χρεοκοπία των οικονομικών, ηθικών και πνευματικών αξιών και κεκτημένων μας.
Προβάλλουν με εγωκεντρισμό ως αδύναμο το υπάρχον νεοσύστατο πολιτικό μας σύστημα, αρνούμενοι να δώσουν λύση στα οικονομικά μας προβλήματα και οδηγώντας μας μέσω ενός κλίματος τρομοκρατίας και εκβιασμού (όπως κλείσιμο τραπεζών) σ' ένα αδιέξοδο, του οποίου τα επακόλουθα είναι: απογοήτευση, αυτοκτονίες, παραφροσύνη, ναρκωτικά.
Αυτή η αμφισβήτησή τους για την αμφισβήτηση του πολιτικο-φιλοσοφικού  μας στοχασμού αποκαλύπτει ένα χοντροκομμένο κομμάτι της χυδαιότητάς του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, λίαν επικίνδυνο για τη μετάβασή μας σε μια «ληθαργική περίοδο» αμφισβήτησης εναντίον του οικονομικο-πολιτικο-κοινωνικο-ηθικο-πνευματικού μας κατεστημένου.
Η αμφισβήτησή τους αυτή γεννάει πραγματικά πολλά ερωτηματικά και οδηγεί την εποχή μας σε ανείπωτη κρίση με μεγάλα αδιέξοδα και προβλήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι γεγονός πως τέτοια παρακμή του πολιτικού και πνευματικού κατεστημένου δεν έχει ξανασυμβεί τα τελευταία χρόνια. Οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν να αντικρίσουν με θάρρος την ωμή πραγματικότητα που τους θέτουμε στο τραπέζι τους. Απορρίπτουν και κάνουν προσπάθειες να κατεδαφίσουν το σημερινό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας μ' ένα γιγάντιο παραλογισμό που σκορπίζει τρόμο και ανασφάλεια σε όλους τους Έλληνες.
Κι επιπρόσθετα, αν δεν είναι παρακμή όλη αυτή η ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί στην χώρα μας από την παρούσα ασφυκτική κατάσταση και από τις παλινωδίες των κομμάτων με τα ψευδή προπαγανδιστικά και παραπλανητικά δημοσιεύματα του Τύπου, τότε τι άλλο μπορεί να είναι και να σημαίνει αυτό;
Η ελληνική κοινωνία όμως έχει κορεστεί από τα βρώμικα βέτο και ειδικά από τα αλλεπάλληλα EUROGROUP. Θέλοντας ν' απελευθερωθεί από παντός είδους ανθρωπάκια-προπαγανδιστές που περιέβαλαν τόσα χρόνια το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό της σύστημα, έπεσε τώρα άθελά της στον αυταρχισμό των ξένων Ευρωπαίων με τη μεσαιωνική και σκοταδική πολιτική τους, η οποία θα μας οδηγήσει στο απόλυτο μηδέν της ισοπέδωσης, της περιθωριοποίησης και της αυτοκαταστροφής.
Τελικά, τι είναι αυτό που αμφισβητούν σ' εμάς και γιατί; Από πού προέρχεται αυτή η αμφισβήτησή τους και γιατί φοβούνται τη δική μας αμφισβήτηση; Γιατί μας αμφισβητούν και δεν μας αποδέχονται; Γιατί αμφισβητούν την αντιπρότασή μας; Γιατί αρνούνται; Γιατί είναι αντιλειτουργικοί και απόλυτοι; Γιατί τέλος πάντων είναι αμφισβητίες; Είναι καλύτεροι από εμάς ή ανώτεροι; Προσφέρουν μεγαλύτερη δημιουργική πνοή από εμάς σε όλους τους τομείς; Είναι πιο αγνοί, καθαροί και ειλικρινείς στις προθέσεις τους ή είναι υστερόβουλοι και υπηρετούν τα πάσης φύσεως συμφέροντά τους υπονομεύοντάς μας;
Έχουν τη συναίσθηση της ευθύνης για τις δικές μας αγωνίες και για τις δύσκολες στιγμές που περνάμε εξαιτίας των καταστροφικών τους διαθέσεων και ενεργειών;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: ΟΧΙ, δεν την έχουν.
Μας αμφισβητούν; ΝΑΙ, μας αμφισβητούν και είναι αρνητικοί μαζί μας.
Ε, τότε, γιατί φοβούνται το ΟΧΙ το δικό μας και το ΝΑΙ στην δική μας αμφισβήτηση για εκείνους;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΔΙΧΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΤΑΝΤΗΣΟΥΝ ΚΟΥΡΕΛΙΑΡΗΔΕΣ, ΛΟΥΜΠΕΝ ΔΗΛΑΔΗ (lump, γερμανική λέξη = κουρελιάρης).
ΝΑΙ ή ΟΧΙ λοιπόν η επιλογή μας στη δημοσκόπηση της Κυριακής 5 Ιουλίου 2015;
Το αποτέλεσμα θα έχει ύψιστη ιστορική σημασία και συνέχεια για όλους τους απανταχού Έλληνες, την Ευρώπη και την ανθρωπότητα.
Άραγε θα καταρρεύσει η Ενωμένη Ευρωπαϊκή πολιτικο-οικονομική απομυθοποίηση ή θα μαγέψει μια επαναστατικού τύπου διάθεση των ελληνικών μαζών; Τελικά, θα μειωθεί και θα υποταχθεί οικονομικά η Πατρίδα μας από τον οικονομικό πόλεμο που της επιβλήθηκε; Θα επικρατήσει μετέπειτα μια ανώμαλη κατάσταση με προπαγανδιστικές ψευδο-αμπελο-παραφιλοσοφίες και καταστάσεις πνιγμένες στο αίμα ή θα επικρατήσει κάτι νεωτεριστικό και καλύτερο; Είδομεν!....
Αλήθεια, ποιος μπορεί να μεταφέρει αυτό το μήνυμα, ως επίλογο, του Λούθερ Κιγκ στους οικονομικούς μας δήμιους Ευρωπαίους ηγέτες και σε όλον τον κόσμο;
«Η αποφυγή της βίας είναι η απάντηση στο κρίσιμο πολιτικό και ηθικό ερώτημα της εποχής μας - την ανάγκη του ανθρώπου να υπερνικήσει την καταπίεση και τη βία. Ο πολιτισμός και η βία είναι έννοιες αντίθετες».

Ο εθνικός μας ύμνος δίνει μαθήματα λευτεριάς

 

«Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη».


Ο «Ύμνος της Ελευθερίας» του Διονύσιου Σολωμού είναι η παναρμόνια νικητήρια κραυγή. Το χτυποκάρδι του ελληνικού λαού, το ποιητικό ουράνιο τόξο που δίνει διαχρονικά την παρηγοριά και την ελπίδα στους Νεοέλληνες. Είναι το προμήνυμα πως η τύχη του Έθνους αλλάζει, το ζωντανό αντιλάλημα της ελευθερίας που συμβουλεύει τους Έλληνες να πάψουν τη διχόνοια και να μονοιάσουν (στρ. 139-150).
Είναι ο ωραιότερος ύμνος της Νίκης που γυρεύει από τους ισχυρούς της γης να μη σταθούν εμπόδιο στη λευτεριά της Ελλάδας (στρ. 154-158).
Τα λόγια της Λευτεριάς και οι συμβουλές της κρύβουν τον πόνο του ποιητή για τις φιλονικίες και τους αλληλοσκοτωμούς των Ελλήνων, οι οποίοι ενώ νικούν τους εχθρούς, κινδυνεύουν να χαθούν παρασυρμένοι από τη φλόγα της Διχόνοιας, η οποία ξεγελάει με το σκήπτρο της εξουσίας της: «Μη το πιάστε γιατί ρίχνει/εις σε δάκρυα θλιβερά», συμβουλεύει η Λευτεριά. Κι ακόμα: «Εάν μισούνται ανάμεσά τους/δεν τους πρέπει ελευθερία», μας λέει το ποίημα, που σημαίνει πως θα πάει χαμένο όσο αίμα έχει χαθεί, γι' αυτό πρέπει οι Έλληνες να ενωθούν, να μονοιάσουν  κι αγαπημένοι σαν αδέρφια να προχωρήσουν στη  νίκη που είναι κοντά.
Διαχρονικός ο «Ύμνος της Ελευθερίας» με τα ποιητικά του λόγια, δίνει μηνύματα ειρήνης και λευτεριάς, φανερώνει τα δίκαια των Ελλήνων και του αγώνα τους, γυρεύει από τους ισχυρούς της γης να σεβαστούν το δίκιο και το αίμα που έχουν χάσει οι Έλληνες-Χριστιανοί στον αγώνα τους ενάντια στους άπιστους και το οποίο ζητάει ακόμη εκδίκηση. Ας τ' ακούσουν λοιπόν, παραβλέποντας τα πολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα κι ας καθοδηγήσουν τη λευτεριά μας από τον οικονομικό τούτο πόλεμο που περνάμε όλοι οι Έλληνες και μας έχει οδηγήσει στον μαρασμό και στην εξαθλίωση.
Ως Έλληνες που αγωνιζόμαστε για τη Λευτεριά, αλλά ταυτόχρονα και για τη Χριστιανική μας πίστη, τους δίνουμε μήνυμα πως έχουμε χρέος ν' αγωνιστούμε για τη λευτεριά μας, για ν' απαλλαγούμε από την πικρή σκλαβιά των Μνημονίων και ν' αντιλαλήσουμε επιτέλους απ' άκρη σ' άκρη της γης το «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά» του Εθνικού μας Ύμνου, που θ' ακούγεται ζωντανός και σύγχρονος ακόμη και στις επόμενες γενιές. Η στρ. 82, παριστάνει οριστικά τον αφανισμό των εχθρών (Μνημόνια, στην σημερινή περίσταση). Ο ποιητής εκφράζει το μίσος του και την απέχθεια στην τυραννική απολυταρχία: «κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία/που ό,τι θέλεις ημπορείς/εις τον κάμπο, ελευθερία/ματωμένη, περπατείς».
Συνιστάται λοιπόν σεβασμός για τη τιτανική φύση της Λευτεριάς που μέλλεται ν' αναμετρηθεί με το αστροπελέκι του τρόμου των άθλιων οικονομικών μέτρων, με πραγματικούς αγώνες των αλύγιστων Ελλήνων,  για ν' αστράψει ολοκάθαρη η όψη της. Η λευτεριά με την αγωνιστικότητα και το πάθος της βρήκε τον άξιο ψάλτη της για να την εκφράσει και να την υμνήσει ανά όλους τους αιώνες διαχρονικά.


«Δεν ακούτε, εσείς εικόνες του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή.
Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος σαν του Άβελ καταβοά·
δεν ειν' φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά.


Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε εξ αιτίας πολιτικής;
Τούτο ανίσως μελετάτε ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!"»

Κοσμοϊστορικά τα μηνύματα της 25ης Μαρτίου

 

Ολοένα διαπιστώνουμε στις μέρες μας πως είναι απογοητευτικό για μια χώρα να έχει ανάγκη από φυτώρια ηρώων και να ζητάει καταφύγιο στην παλιά του δόξα με τους ήρωες του '21. Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η δόξα είναι απότοκος δικών μας ενεργειών και το γένος μας αρχίζει αγέρωχα από εμάς όταν γνωρίζουμε οι νεότερες γενιές πως μέσα από τη φλόγα της δικής μας θυσίας, στηριζόμενοι στα δικά μας έργα, θα γίνουμε καλύτεροι από τους παλιότερους και θα δοξάσουμε κι εμείς την πατρίδα μας τιμώντας τη μνήμη των προγόνων μας.

Το καλύτερο μνημόσυνο στις ψυχές των ηρώων του '21 είναι η γενναία στάση, το αγωνιστικό πνεύμα και η δημιουργική πνοή του λαού μας τόσο σε όλους τους τομείς όσο και στην πολιτική ιστορία στις κρίσιμες στιγμές που περνούμε. Δεν αρκεί μόνο να θαυμάζουμε τα τρόπαια των προγόνων μας και να καμαρώνουμε γι' αυτά, αλλά να προσπαθούμε να δειχτούμε αντάξιοί τους αν θέλουμε να διεκδικούμε δικαιώματα τιμής και σεβασμού από τους ξένους, δίχως ν' αντιμετωπίζουμε το χλευασμό και την περιφρόνησή τους. Κάθε δραστήρια και συνειδητοποιημένη γενιά που θέλει να την τιμούν για την προσωπική της αξία και όχι για τη δόξα των προγόνων της, οφείλει να επαναλαμβάνει το λόγο των Λακεδαιμονίων εφήβων: «Εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι».
Επίσης, ο Χριστιανισμός, θρησκεία της ελευθερίας, της αγάπης και της ισότητας δίνει σήμερα διπλό μήνυμα στον επετειακό  εορτασμό με τεράστιες διαστάσεις επιρροής στο υλικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο της ανθρωπότητας. Είναι η θρησκεία που άλλαξε τη ροή της ιστορίας με τις αλήθειες που τόλμησε να κατεβάσει ο Χριστός στη γη για τους απλούς, βασανισμένους και περιφρονημένους ανθρώπους, κηρύσσοντας μια ισάδελφη, παγκόσμια αγάπη για τη γνωριμία και τη συνένωση των λαών, καταρρέοντας τα φράγματα της βίας, του αίματος και της σκληρότητας των ανθρώπων, τη δουλεία, τις διακρίσεις, δίνοντας ταυτόχρονα πρόνοια στους ηλικιωμένους και στους αδυνάτους.
Στη σημερινή εποχή της απιστίας, της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας η έκπτωση του θρησκευτικού και εθνικού στοιχείου και της ιστορικής συνείδησης του λαού μας εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μονοπωλίων με τις κερδοσκοπικές τους επιθέσεις, τα οποία δεν έχουν καμία πατρίδα και καμία θρησκεία, με σκοπό να ελαττώσουν την ηθική αντίσταση του λαού. Αλλά, όποιος πιστεύει σήμερα στις μέρες της βίας, της χρεοκοπίας και της απανθρωπιάς που βιώνουμε καθημερινά, στην αυγή μιας ημέρας που θα μεταβάλει την ανθρώπινη φύση στην πραγματική της ολοκλήρωση, δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, το μέγα αυτό χαρμόσυνο μήνυμα της έλευσης   του Θεανθρώπου για τη σωτηρία των ανθρώπων, ούτε από τα λόγια του που διακήρυττε μετέπειτα στη γη δίνοντας την εντολή «αγαπάτε αλλήλους».

«Εν το παν: Το ά-τομο». Προφητεία ή ελεύθερη έκφραση
 
 
Έχουν πλημμυρίσει οι ειδήσεις στα ΜΜΕ της TV από τα ξένα ονόματα εταιρειών με τις ξένες επιγραφές που ενδιαφέρονται για την πώληση-αγορά της ΔΕΗ. Εμφανίζονται ως εξαίρετα πρόσωπα με προβολή των εμπορικών τους συμφερόντων σαν να πρέπει η ιστορία μας να τους τιμήσει κιόλας ως σημαντικούς μαγαζάτορες που θ' αλλάξουν ριζικά το χαρακτήρα της ελληνικής ζωής.
Δε μας φτάνει που η αγορά μας στενάζει που γέμισε από τα δικά τους ξένα προϊόντα ούτε που η διατροφή και η διασκέδασή μας έχουν σφραγιστεί με τη στάμπα των ξένων λαών, μα ούτε ακόμη που τροφοδοτούμαστε πνευματικά με τα υποπροϊόντα της ξένης κουλτούρας, οδηγούμαστε με μαθηματική πλέον ακρίβεια σε μια άμορφη πολιτικά, κοινωνικά και πολιτικά μάζα, η οποία υποδουλώνεται

καθημερινά στις συνήθειες και στα «θέλω» των ισχυρών, τουτέστιν σε μια εθνική αλλοίωση που μας καθιστά θύματα μιας πολιτικής που μας αφομοιώνει ως «μικρούς» στους «μεγάλους», κάτι σαν «μάρτυρες» που συστηματικά και μεθοδικά εξαφανίζονται από τους εισβολείς του αμερικανικού και ευρωπαϊκού τρόπου ζωής.

Η περιφρόνηση, η αγνόηση και η άρνηση της πολιτικής στο «εγώ» μας, οδηγεί με σύντομα βήματα στην παρακμή και στην πολιτιστική παραμόρφωση. Μας παρουσιάζει δελεαστικές προτάσεις για την δήθεν ανάπτυξή μας, ξεγελώντας μας κατά καιρούς έως ότου καταφέρει να μας φορέσει τελικά τις αλυσίδες της δουλείας και μάλιστα και δια της νομικής οδού.
Γιατί όταν ένα κράτος καταφεύγει στα δικαστήρια για να κηρύξει παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες των εργαζομένων της ΔΕΗ - και όχι μόνο, αυτό είναι κατάντημα και αποτελεί ηθική, πολιτική και κοινωνική προδοσία. Οι περγαμηνές της τιμής, της υπερηφάνειας και της αξιοπρέπειας του τόπου μας οφείλουν να καταγράψουν στην ιστορία τον γελοίο, βλαπτικό, προδοτικό, αλαζονικό, αντιδημοκρατικό κι εξοργιστικό εντέλει χαρακτήρα της αλλότριας πολιτικής μας που δεν σέβεται ούτε διαφυλάττει την κληρονομιά και τον φυσικό του πλούτο.
Οι δήθεν διορατικές βλέψεις και προβλέψεις για την ωφελιμότητα του κοινωνικού συνόλου με τις παρωπίδες και τον ευρωπαϊκό μιμητισμό, ακολουθούν σε δρόμους ανασταλτικούς που οδηγούν στο χάος και στην αυτοκατάλυση.
Το συμπέρασμα; Τα μάτια μας «δέκα τέσσερα». Ζούμε στον πυρετό του διεθνισμού, τον εχθρό της ελληνικής κοινωνίας.
Η συνέχεια; Έρευνα, κατανόηση, έκφραση μιας άλλης πολιτικής για να ξεφύγουμε από τις ενδείξεις της κατάλυσης και του ηθικού ξεπεσμού. Αλλαγή πολιτικού σκηνικού, ιδεολογίας, έκφρασης πιο προοδευτικής, πολιτισμένης, πιο ακίνδυνης. Μιας πολιτικής πέρα από τις νοοτροπίες και την τακτική του Νεομαλθουσιανισμού. Ένα οικονομικό σύστημα που να αποσκοπεί στο κέρδος του κοινωνικού συνόλου φροντίζοντας για τις πραγματικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού. Ένα πολιτικό σύστημα με προτεινόμενες λύσεις για την καταπολέμηση της πείνας και της ανεργίας. Μια πολιτισμένη επιτέλους ανθρωπότητα για να μη αποτελούμε τροφή των σκύλων στους ευρωπαϊστές και στους διεθνιστές.
Παρατήρηση: Ζούμε στην εποχή της Απροσδιοριστίας με τις αρχές της Αβεβαιότητας.
Προφητεία Παρμενίδη: «Εν τω παν: Το ά-τομο».
Προφητεία ή ελεύθερη έκφραση;
 
 

Πατρογονικές ιστορίες και παθήματα

(Της Παρθένας Τσοκτουρίδου)

 

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας μου Αλίκης Κουρτίδου - το γένος Αντώνιου Ακριτίδη - ο παππούς μου Ιωάννης  Κουρτίδης γεννήθηκε το 1883 και πέθανε το 1975, η δε γιαγιά μου Παρθένα γεννήθηκε το 1891 και πέθανε το 1991.
Η γιαγιά μου είχε δύο αδερφούς και μια αδερφή. Τον πατέρα της σκότωσαν οι Τούρκοι όταν αυτή ήταν στη νηπιακή της ηλικία και κυνηγούσαν τη μάνα της, για να τη σκοτώσουν.
Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια και κάποτε η μάνα της κυνηγημένη από τους Τούρκους ανέβηκε στο βουνό μαζί με άλλους χωριανούς της, όπου και πέθανε από πείνα.
Ο παππούς της γιαγιάς μου πληροφορήθηκε το θάνατο της νύφης του και πήγε αμέσως στο σπίτι του γιου του, όπου συνάντησε μερικούς συγγενείς, που επισκέφθηκαν τη γιαγιά μου και βλέποντας τη γιαγιά μου να σκουπίζει, της είπε:
- Άσε τη σκούπα και κάνε μου καφέ.
Η γιαγιά μου υπάκουσε και πρόθυμη ετοιμάστηκε να ψήσει καφέ. Καθώς όμως έψηνε τον καφέ, άκουσε τον παππού της που συνομιλούσε με τους συγγενείς τους κρυφά κι ανάμεσα σ' όλα κατάλαβε ότι η μάνα της Μαρία πέθανε. Ακούγοντάς το επαναλαμβανόμενο, έριξε το μπρίκι με τον καφέ και το φλιτζάνι κατά γης και πηγαίνοντας στον παππού της τον ρώτησε μ' αγωνία:
-Τι λες παππού; Πέθανε η μάνα μου;
-Όχι, ψέματα είναι! Ποιος το είπε; αρνήθηκε ο παππούς της.
-Εγώ το άκουσα την ώρα, που το' λεγες! επέμενε η γιαγιά μου.
Παρά τις αρνήσεις του παππού της, η γιαγιά μου μετά από λίγες μέρες πληροφορήθηκε το θάνατο της μάνας της.
Μένοντας πλέον ορφανή από γονείς και αγνοώντας την τύχη των αδερφιών της, που εξαφανίστηκαν στον πόλεμο κι επί πλέον φοβισμένη από τους άγριους βιασμούς των Τούρκων στις Ελληνίδες Πόντιες, έφυγε στην Κερασούντα στον θείο της Κων/νο Τσιμαχίδη, ο οποίος ήταν πολύ πλούσιος εκείνη την εποχή. Ήταν ιδιοκτήτης πενταόροφου σπιτιού και στο υπόγειο λειτουργούσε υφαντήριο με προσωπικό 50-60 ατόμων υπαλλήλων.
Η γιαγιά μου δούλευε στο υφαντήριο του θείου της, στην «τσάρχα», πολύ σκληρά και οι τσιγκούνηδες θειοι της την αδικούσαν, δεν την πλήρωναν, ούτε την έντυναν. Αυτή δούλευε όσο με 5 υπαλλήλους για ένα ξεροκόμματο, ήταν υπηρέτριά τους κι έτρωγε και κανένα τακούνι κάποτε στο κεφάλι από την θεία της.
Κάποιο γειτονόπουλο της ονόματι Γεώργιος την αγαπούσε πολύ. Τα ίδια αισθήματα μ' αυτόν έτρεφε κι εκείνη για το άτομό του. Η αγάπη τους ήταν κρυφά φωλιασμένη μέσα τους και φοβούνταν να την εξωτερικεύσουν, λόγω φόβου και ντροπής.
Κάποτε ήρθε διαταγή να καταταγεί ο Γεώργιος στον Τουρκικό στρατό για να πολεμήσει με τους Τούρκους εναντίον των Κούρδων. Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησε τη μάνα του, που έκλαιγε κι εκείνη με τη σειρά της αγνοώντας την τύχη του μοναχογιού της. Ανέβηκε πάνω σ' ένα κόκκινο άλογο κι ετοιμάστηκε να φύγει. Προτού φύγει όμως πέρασε μπροστά από ένα μικρό παραθυράκι του υφαντηρίου κι έδωσε κρυφά μια σοκολάτα στη γιαγιά μου, που τον κοιτούσε συγκινημένη και της είπε:
-Παρθένα, αντίο! Φεύγω στην τύχη σου! Αν έχω τύχη και γυρίσω, θα έρθω να σε παντρευτώ.
Αυτή ντράπηκε και δεν μίλησε ούτε τον ευχαρίστησε για τη σοκολάτα, που της έδωσε. Και συγκινημένη καθώς ήταν, έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο κι έκλαψε.
Η θεία της είδε κρυφά όλη τη σκηνή, που έγινε μεταξύ των δύο αποχωριζόμενων ερωτευμένων και καυγαδίζοντας με τη γιαγιά μου, την χτύπησε με το τακούνι της στο κεφάλι και της έκανε ένα μεγάλο καρούμπαλο, που το είχε μέχρι το θάνατό της και ο παππούς μου συγκεκριμένα κάθε 2-3 χρόνια έβραζε λεπίδα και καθάριζε το πύον, που μαζευόταν μέσα στο καρούμπαλο.
Ο Γεώργιος πήγε στον πόλεμο και με τα πρώτα πυρά σκοτώθηκε. Ήρθαν οι ειδήσεις για το ποιοι ζούσαν, ποιοι τραυματίστηκαν και ποιοι σκοτώθηκαν, μαθεύτηκαν και τα άσχημα μαντάτα του Γεώργιου. Η μάνα του κλαίγοντας σπαραχτικά, πήγαινε κάθε μέρα στη γιαγιά μου και της έλεγε:
-Αχ, Παρθένα μου, δεν είχες τύχη, να έρθει ο γιος μου, να σε πάρει.
Κι έκλαιγαν και οι δυο μαζί, η μάνα του έξω φανερά κι αυτή μέσα κλεισμένη κρυφά.
Μετά απ' αυτό το επεισόδιο ήρθε είδηση, ότι οι Τούρκοι θα σκότωναν τους Έλληνες. Φοβισμένα τα ξαδέρφια της γιαγιάς μου πρότειναν στον πατέρα τους, να παρατήσουν τα σπίτια τους και σώζοντας λίγο από το βιός τους να φύγουν, γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι θα σκότωναν πρώτα αυτούς επειδή ήταν πλούσιοι. Ο πατέρας τους όμως ήταν ανένδοτος. Δεν δεχόταν τις προτάσεις τους και αυστηρός καθώς ήταν, τους διέταξε να δουλεύουν και να μη μιλούν. Τα παιδιά όμως επέμεναν να σώσουν τη γιαγιά μου τουλάχιστον. Ο πατέρας τους δέχτηκε κι έτσι έβαλαν τη γιαγιά μου σ' ένα καΐκι, να φύγει στη Ρωσία.
Την επόμενη ακριβώς ημέρα, που έφυγε η γιαγιά μου στη Ρωσία, οι Τούρκοι κατέσχεσαν όλη την περιουσία του θείου της. Τοποθέτησαν τους θειους της και τα ξαδέρφια της μέσα σε βαρέλια και τους έκαψαν όλους ζωντανούς.Γλίτωσε όμως η θεία της μ' έναν γιο της και ήρθε κρυφά στην Αθήνα, φέρνοντας μαζί της όσες λίρες πρόλαβε κι άρπαξε, απ' αυτές που είχε κρυμμένες στο σπίτι της. Μ' εκείνες τις λίρες αγόρασε σπίτι και σπούδασε γιατρό το γιο της!
Η γιαγιά μου φθάνοντας στη Ρωσία, δεν είχε γνωστό σπίτι, για να μείνει. Ευτυχώς όμως την φιλοξένησαν Ρώσοι Πόντιοι κι έμενε πότε στο σπίτι του ενός και πότε του άλλου. Αυτό όμως δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί για πολύ καιρό. Οι Ρωσοπόντιοι που την φιλοξενούσαν, ήθελαν να την παντρέψουν, για να' χει κι αυτή κάποιον προστάτη.
Οι προξενήτρες πήγαιναν κι έρχονταν κι έφεραν κάποιον να την αρραβωνιάσουν, δίχως να τον έχει δει αυτή, που κατάλαβε μόνο ότι τα τσαλγούγια (όργανα) έπαιζαν στην αυλή από βραδύς και πληροφορήθηκε κατόπιν τούτου, ότι την επόμενη μέρα θα γινόταν γάμος.
Ενώ όμως το βράδυ έπαιζαν τα όργανα, ένας ηλικιωμένος γείτονάς της την ξεμονάχιασε και της είπε κρυφά:
-Παρθένα, αυτόν που σ' έφεραν, μυαλό δεν έχει. Εδώ δεν είναι Τουρκία, να κάνουν ό,τι θέλουν. Σύμφωνα με το ρωσικό σύστημα μπορείς να πάρεις αυτόν που θέλεις εσύ κι αν πεις «δεν θέλω», δεν σε παντρεύουν. Αυτά που θα σου πω, δεν πρέπει να τα μάθει κανείς. Όταν τα τσαλγούγια έρθουν αύριο στην πόρτα, εσύ κτύπα το πόδι σου κάτω και πες «δεν θέλω»και δεν μπορεί να σε κάνει κανείς τίποτα. κι εγώ τάχα θα σε ρωτάω «γιατί δεν τον θέλεις» κι εσύ θ' απαντάς «εγώ δεν τον θέλω» κι έτσι εγώ δεν θα φαίνομαι ως αίτιος της άρνησής σου. Και θα σε φέρω εγώ ένα καλό κι εργατικό παιδί! Δεν είναι όμορφος, είναι όμως εργατικός.
Πεισμένη η γιαγιά μου από τα λόγια του, έκανε ό,τι της είπε κι όπως τα προγραμμάτισαν, τα τσαλγούγια με το γαμπρό έφυγαν από το σπίτι.
Την επόμενη μέρα ο γείτονάς της έφερε στο σπίτι τον παππού μου Ιωάννη, χήρο, του οποίου η γυναίκα πέθανε στην εξορία μαζί με την κόρη τους, που ήταν δύο χρόνων. Ο δε παππούς μου, μετά το θάνατο της γυναίκας του, καθόταν απί 9 χρόνια μαζί με την πεθερά του, την οποία εκτιμούσε πολύ. Κι όταν πήγε στο σπίτι που γινόταν το προξενιό για τη γιαγιά μου, ήταν μαζί του και η πεθερά του με την αδερφή του.
Μόλις μπήκε ο παππούς μου στο σπίτι, η γιαγιά μου μόλις τον αντιλήφθηκε μπήκε κάτω από το τραπέζι και κρύφθηκε πίσω από το τραπεζομάντιλο. Η ενέργειά της αυτή δήλωνε ντροπή. Της είπαν να βγει από την κρυψώνα της, αλλά αυτή δεν υπάκουσε.
Τότε ο παππούς της είπε, χωρίς να την βλέπει:
-Θα με πάρεις ή δεν θα με πάρεις; Αν θα με πάρεις πες το κι αν δεν θα με πάρεις, πάλι πες το.
Αυτή δεν μίλησε κι εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν. Η σιωπή της ήταν κατανοητό, ότι σήμαινε «ναι». Δεν τη ρώτησε κανείς τίποτα. την έντυσαν νύφη και την πήγαν στην Εκκλησία. Από τη ντροπή της δεν κοίταζε καθόλου τον παππού μου, που ήταν ντυμένος γαμπρός και σκεφτόταν μέσα της:
«Άραγε τι παίρνεις, Παρθένα; Ντουβάρι (τοίχο) ή άντρα;»
Άκουγε δε τους παρευρισκόμενους να ψιθυρίζουν:
-Κρίμα! Τέτοιο όμορφο κορίτσι! Ορφανό είναι το καημένο και παίρνει αυτόν τον χήρο, που την περνάει πολλά χρόνια.
Ακούγοντας τους ψιθύρους γύρω της αναρωτιόταν μέσα της:
«Γιατί μιλούν έτσι; Άραγε τι παίρνω;»
Μετά τη στέψη πήγαν οι νεόνυμφοι στο σπίτι του γαμπρού κι όταν έβγαλε το πέπλο της η γιαγιά μου, αντίκρισε κατάματα τον παππού μου και είπε μέσα της:
«Τι πήρα; Μαυροκούρι πήρα;
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών ο παππούς και η γιαγιά μου ήρθαν στην Αθήνα και διάλεγαν σε ποιο μέρος να πάνε. Εκεί υπήρξε διαφωνία μεταξύ τους. Η γιαγιά έλεγε να μείνουν στην Αθήνα, για να σπουδάσουν τα παιδιά τους ή να μάθουν κάποια τέχνη και να μην αδικηθούν.
Ο παππούς όμως διαφωνούσε και λάτρης της φύσης καθώς ήταν, προτιμούσε τη ζωή του χωριού. Έτσι, επηρεασμένος και από τον παπά του χωριού του, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Αναρράχη Εορδαίας, ήθελε να εγκατασταθεί κι αυτός στην Αναρράχη. Παρ' όλα τα λόγια της γιαγιάς μου, που προσπαθούσε να τον πείσει ότι στο χωριό δεν θα' βλεπαν προκοπή δουλεύοντας όλη η οικογένεια στα χωράφια, αυτός τελικά την πήρε και την έφερε στην Αναρράχη μαζί με την κόρη τους. Εκεί κοιμούνταν στην πλατεία, γιατί δεν είχαν ακόμη στέγη. Η κόρη τους 3 χρόνων έφαγε κάποια μέρα μούρα (πείνα μεγάλη τους θέριζε), δηλητηριάστηκε και πέθανε. Αργότερα τους δόθηκε κλήρος και στέγη.


(ΠΗΓΉ: ΒΙΒΛΙΟ «ΟΙ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΙΩΤΩΝ», ΚΟΜΝΗΝΑ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1994, ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ»)