Ψυχαγωγία "Λούμπεν"

 
Είναι γεγονός, καθώς και δυσάρεστη διαπίστωση ότι σήμερα, Έλληνα, εσύ δεν ψυχαγωγείσαι. Αν συμμετέχεις καμιά φορά στην αγορασμένη σου διασκέδαση, αυτό γίνεται παθητικά και αντί για χαρά, σου γεννιέται η λύπη και η θλίψη. Εκτός του ότι υποσιτίζεσαι πνευματικά με το ανάστημα του καταναλωτή στα ξένα πρότυπα του καιρού μας, δεν αναζωογονείσαι, δεν αναμορφώνεις την ψυχή σου. Ακούς καταγοητευμένος μουσική «disco» από νέος ακόμη και νιώθεις απελευθερωμένος από την ξέφρενη μελωδία της.

Μια μουσική που δεν εκφράζει το πνεύμα ενός τραγουδιού με κάποιο μήνυμα. Μια μουσική περιοδικού τύπου και χαρακτήρα, που υπηρετεί και αναπαράγει ξένα πρότυπα και δεν καλύπτει τις ψυχαγωγικές ανάγκες σου.

Κονσερβοποιημένη ψυχαγωγία έχει καταντήσει η μεταστροφή στην ψυχαγωγία σου, μέσω των ταινιών «πορνό», της τηλεθέασης κλπ, αντί του καλού κινηματογράφου και του καλού θεάτρου, που προσφέρουν θετικότητα και κάνουν καλό στην ψυχαγωγία σου. Όσο για την χαρτοπαιξία σου - απαραίτητο στοιχείο της καφενειακής σου προτίμησης στην ψυχαγωγία σου - μόνο αρνητική μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού σ' έχει εκτοπίσει από την ουσιαστική ψυχαγωγία, που μπορεί να σου προσφέρει μια συζήτηση με την οικογένεια ή τους φίλους σου, μια ομαδική εκδρομή με εκπαιδευτικό χαρακτήρα και πάνω απ' όλα με ελληνικό γλέντι και τα παρόμοια.
Σε μια εποχή κοινωνιολογικά απροσδιόριστη, που σκορπάει μόνο στενοχώρια, λύπη, πλήξη και ανία, δεν έχεις ίσως την πολυτέλεια του χρόνου να σκεφτείς πως η διασκέδαση είναι αναγκαία τροφή για το σώμα και την ψυχή σου. Αγνοείς την ταβέρνα της γειτονιάς σου, αδιαφορείς για την αγωγή του πνεύματος και της ψυχής σου παρακολουθώντας μια όπερα, το λαϊκό έντεχνο συγκρότημα της συνοικίας σου με τους όμορφους δημοτικούς χορούς και τα τραγούδια. Η ψυχή σου είναι κουρελιασμένη, είναι «Λούμπεν», δηλωμένη στην εργατική τάξη που δεν έχει πλέον πόρους ζωής μα ούτε και πολιτική συνείδηση, παραδομένη στη διάδοση του ποτού, του χασίς και των λοιπών ναρκωτικών ουσιών.
Κοίταξε λίγο γύρω σου, Έλληνα και θα δεις πως υπάρχουν πολλά περιθώρια για την ουσιαστική σου διασκέδαση και την πραγματική σου ψυχαγωγία. Δεν λείπουν ούτε η καλή και ποιοτική μουσική, ούτε οι εκθέσεις ζωγραφικής, ούτε τα μουσεία, ούτε τα καλά βιβλία, ούτε οι χώροι άθλησης, ούτε ο καλός κινηματογράφος, παράγωγα της ελληνικής κι όχι της ξένης υποκουλτούρας.
Αναρωτήσου, Έλληνα, τι μορφωτικό αποτέλεσμα έχει για σένα η όποια ψυχαγωγία σου, ποια πιστεύεις πως μπορεί να σου προσφέρει το τερπνό μετά του ωφελίμου και για ποιο λόγο είναι απαραίτητη στη ζωή σου. Γιατί είναι μικρή και γεμάτη από ψυχολογικά προβλήματα η εποχή μας, μικρές έως μηδενισμένες και οι απολαύσεις της, αλλά μη ξεχνάς πως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να είναι «Λούμπεν».

 

 
 
Αγαπητά μέλη και φίλοι της ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ,
 
Θέμα του τελευταίου διαγωνισμού της ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ήταν: O λόγος ο Ελληνικός, φως της Οικουμένης. Ως εκπρόσωπος του Πολιτιστικού - Κοινωνικού Φορέα μας, θέλω να συγχαρώ τους βραβευμένους που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό μας και τους απονεμήθηκαν τα βραβεία στο Παγκόσμιο Αμφικτυονικό μας Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 3 και 4 Μαΐου, καθώς επίσης και να τους ευχηθώ τα μέγιστα στη συνέχεια της λογοτεχνικής τους πορείας, ευχαριστώντας τους ταυτόχρονα που με τις δραστηριότητες, τη βοήθεια και τη συμπαράστασή τους συμβάλλανε στην πραγματοποίηση των στόχων τηςΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.
Το θέμα μας λοιπόν είχε να κάνει με το λόγο του Έλληνα, του Ελληνικού πνεύματος, της Ελληνικής συνείδησης. Με το λόγο τον Ελληνικό, ο οποίος αποτελεί μέρος της Ελληνικής Παιδείας, στον οποίο μετέχει ο Έλληνας και στον οποίο άπτεται με όλες τις δυναμικές προεκτάσεις. Το λόγο που είναι ερωτευμένος με την Ελληνική Παιδεία, που βρίσκεται σε διαρκή επαφή μ' αυτήν και την αναπαράγει.
Το λόγο τον Ελληνικό, τον ελεύθερο, τον αληθινό, με τον αιώνιο αγώνα του γι' απελευθέρωση κι αποτίναξη του Ζυγού, του φόβου και της προλήψεως, που βαραίνει στους ώμους του Έλληνα ως πλούτος μιας γιγάντιας φιλοσοφικής και ψυχικής αρχαίας κληρονομιάς, της πιο σημαντικής στην πολιτιστική και παγκόσμια ιστορία.
Το λόγο τον Ελληνικό, το μεγάλο θαύμα ενός σπόρου, που βλάστησε ανά τους αιώνες, έγινε το δέντρο του εξανθρωπισμού βγάζοντας ρίζες, απλώνοντας φύλλα, δίνοντας κλαριά, αποδίδοντας καρπούς, υφαίνοντας ευωδιές στον καταπράσινο μανδύα της, καθιστώντας το πιο λαμπρό κτήμα της ανθρωπότητας στις φιλοσοφικές και κοσμογονικές αντιλήψεις της ηθικής, του δικαίου, του υπερβαντικού όντος κλπ.
(Στ' αλήθεια - γράφει ο Γάλλος Ακαδημαϊκός JEAN RICHEPIN - έχουμε ανακαλύψει τίποτε, οτιδήποτε στη φιλοσοφία, στη μεταφυσική, στη λογική, στην κοσμογονία, έπειτα από τους αρχαίους Έλληνες; Ότι έχουμε κάμει, όλο - όλο- είναι ότι αναπτύξαμε τη μια ή την άλλη θεωρία τους.
Η θεωρία του Βάκωνος υπάρχει σε δυο γραμμές του Αριστοτέλη. Όλη η ατομική θεωρία υπάρχει στο Δημόκριτο. Όσο για τον Ηράκλειτο, διατύπωσε μόνος αυτός και με πόση συντομία τρία από τα πιο ξακουστά συστήματα μας, όχι λιγότερα. «Ο περί υπάρξεως αγώνας» βγαίνει κατ' ευθείαν από το δικό του «πόλεμος πατήρ πάντων». Η ταυτότης των αντιθέσεων του Εγέλου είναι το ίδιο με το ενάντια ταύτα. Και τέλος, τοδιαρκές γίγνεσθαι διαφέρει σε τίποτε από το τα πάντα ρει του Έλληνος;
Δεν παραλείπω να σημειώσω πως όλα αυτά αναπτύσσονται και θα αναπτύσσονται με το συλλογισμό που όλες οι ποικιλίες του με όλες τις δυνατές κατηγορίες της ανθρώπινης σκέψης έχουν καταγραφεί από τον Αριστοτέλη. Και αν διαπιστωθεί ως αντεπιχείρημα η ένσταση ότι τα παραπάνω αναφέρονται στον Ελληνικό λόγο και Στοχασμό, δηλ. σε επώνυμους Έλληνες ερμηνευτές της θεϊκής οντότητας, της ουσίας του κόσμου και της φυσιολογίας της ζωής και του πνεύματος και όχι στις σχετικές λαϊκές αντιλήψεις του Ελληνισμού, υπάρχουν μερικές κρίσεις για την Ελληνική Μυθολογία, μέσα στην οποία συμπυκνώνεται η θρησκευτική και ηθική αντίληψη των απλών ανώνυμων προγόνων μας, όπου και θα διαπιστώσετε ότι ο Έλληνας είναι τόσο βαθιά λογικός και στοχαστικός, ακόμη κυρίως και καλλιτέχνης.
Ομολογείται ότι οι Έλληνες διέθεταν ήδη από τον 5ο π.Χ. αι. μια γλώσσα, η οποία παγκόσμια θεμελίωσε στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού με μια σημειολογία πλατιά που συνυπάρχει με τη διανοητική φύση της ανθρωπότητας σε σημεία λέξης, όπως φαινόμενο, άπειρο, φύσις, γένεσις, ουσία, τύχη, ανάγκη, κόσμος, τέλος, νους, γένος, είδος, μορφή, εντελέχεια, ηθική, πολιτική, οικονομία, δημοκρατία, αρμονία, μουσική, θέατρο, κωμωδία, τραγωδία, δράμα. Συμπερασματικά, λοιπόν, διαπιστώνουμε πως όλοι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι όλου του προαναφερόμενου πεδίου διανόησης και του πνεύματος των αρχαίων Ελλήνων, άρα τα πνευματικά παιδιά της Ελλάδας.
Και όσο για την έννοια της Ελλάδας, πρέπει να ειπωθεί ότι η χώρα μας δεν ήταν όπως σήμερα με σαφή γεωγραφικά όρια, αλλά εκτεινόταν σε μια ζώνη με εκπληκτικό εύρος που περιελάμβανε τον Εύξεινο Πόντο, τα παράλια της Μ. Ασίας, τα νησιά του Αιγαίου, τη σημερινή Ελλάδα, τη Ν. Ιταλία, το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, προεκτεινόταν δυτικά στις δύο ακτές της Μεσογείου, στη Μασσαλία, περιλαμβανομένων και μερικών τμημάτων της Ισπανίας. Όλοι οι Έλληνες που ήταν χωρισμένοι σε διάφορα κράτη μπορεί να μη είχαν ενιαία πολιτειακή οργάνωση, είχαν όμως κοινή και συνενωτική συνείδηση ότι ανήκαν σε ενιαίο πολιτισμό.
Μια ελεύθερη έρευνα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ελληνικής φιλοσοφίας από τους ερευνητές - ομιλητές μας αναπτύχθηκε λοιπόν στο συνέδριο μας με το θέμα που προαναφέρθηκε, η οποία βασίστηκε σαφώς σε ιστορικά συμπεράσματα από απόψεις κορυφαίων Ελλήνων φιλοσόφων ανά τους αιώνες, αποδεκτές πειραματικές αλήθειες, συλλογικές ιδέες, υλοποιήσεις δημιουργιών, καινοτομίες, μυστικές γνώσεις, ανταγωνιστικότητες, καλλιέργειες επιχειρηματικότητας, μυήσεις αυτογνωσίας, μυστηριακές αρετές, αναβαθμίσεις νοημοσύνης, γνωμικά, ρήσεις, αποφθέγματα, επιρροές στις τέχνες και στο σύγχρονο πολιτισμό, πνευματικά κινήματα, επαναστάσεις και αποστασίες διανοούμενων, καταστάσεις της ψυχής, πεδία συνείδησης, ψυχικές δυνάμεις, ψυχική υγεία, θρησκευτικές επιδράσεις κλπ.
Ο λόγος ο Ελληνικός, το φως της Οικουμένης, όπως γίνεται αντιληπτό, έλαμψε για μια ακόμη φορά και μέσω ενός Αμφικτυονικού Συνεδρίου και ας ευχηθούμε όλοι ότι θα λάμπει εσαεί.
Ο σνομπισμός των λογοτεχνών
 
Σε κάθε λογοτεχνικό κύκλο συναντάει κανείς ποικιλότροπες διαβαθμίσεις προσπαθειών που καταβάλλονται από τα μέλη του για την ανάπτυξη και τη διάδοση του ελληνικού λόγου, της ιστορίας και του πολιτισμού γενικά.
Έτσι, ανάμεσα στους λογοτέχνες συναντάμε μορφωμένους, αμόρφωτους, ηθικούς και ανήθικους. Άτομα που αγωνίζονται για την ποιοτική μετάπλασή τους και άλλα που βουλιάζουν σε τέλμα στασιμότητας.
Μια αίσθηση ανωτερότητας και κατωτερότητας υπερτερεί στους λογοτεχνικούς κύκλους, που μέσα της αναδείχνονται το μεγαλείο ή η μικρότητα και η ηθική γυμνότητα.
Συναντούμε, ειδικά, αισθήματα κατωτερότητας από ανθρώπους που επιδιώκουν με στρατηγική και σχεδιασμό να υποβιβάσουν και να προσβάλουν δημόσια τους ομότεχνους τους για να νιώσουν υπαρκτές προσωπικότητες στην αναιμικότητά τους.
Δεν μπορούν να δεχτούν την υπεροχή του άλλου. Γι' αυτό το λόγο, ζηλεύουν, κακιώνουν και φθονούν. Σκοτίζονται, χάνουν τον ύπνο τους, παραμιλούν με τη λάμψη του άλλου. Έτσι, λοιπόν, κάνουν μια δική τους αγωνιστική κινητοποίηση για να αυτοπροβληθούν, προετοιμάζοντάς την μεθοδικά, για την ανατροπή του άλλου, τον οποίο υποσκάπτουν ως τρωκτικά υπονομεύοντας την αξία και την ηθική του υπόσταση.
Στην ουσία, είναι οι ανατροπείς της ηθικής τάξης, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά την ασημαντότητά τους, αλλά τρέφουν μια ψεύτικη κατάσταση υπεροχής και γίνονται χαιρέκακοι με την ανωτερότητα των άλλων.
Θα έλεγε κανείς πως πανηγυρίζουν όμως πάνω στα ερείπια της ηθικής τους συντριβής. Γίνονται φιλοκατήγοροι, δόλιοι, συκοφάντες, λασπολόγοι. Σκουλήκια, με μια λέξη!
Εγωιστές, φθονεροί, άξεστοι, αντικοινωνικοί, με λίγες λέξεις!
Συμβουλή; Να μην αγνοεί κανείς την αλήθεια και να μη δίνει προσοχή στις φανταστικές, ανατριχιαστικές, υπερβολικές και σατανικές διαδόσεις τους.
Σημάδι των καιρών; Ναι! Αυτού του τύπου οι λογοτέχνες εμπνέουν φόβο και αποτυχία. Μας γεμίζουν άγχος και αγωνία. Μας ποτίζουν πίκρες στην ψυχή.
Βγάζουν απωθημένα; Ναι! Γιατί; Για να νιώσουν δυνατοί.
Εξαπατούν; Ναι! Εντυπωσιάζουν για να φαίνονται αυτοί οι άριστοι και οι καλοί.
Αγαπούν; Όχι! Οδηγούν σε μια ψυχοκτόνα κατάσταση απανθρωπιάς και καταπάτησης των δικαιωμάτων των συνανθρώπων τους, οδηγώντας σε μια κοινωνία θηρίων.
Πως αντιδράει η κοινωνία μας σ' αυτούς τους ανώριμους ανθρώπους; Όμορφα, τις περισσότερες φορές. Γιατί; Ας δώσει την απάντηση η ίδια κι ας σκεφτεί σοβαρά πως οι σνομπ λογοτέχνες με τις υπεροπτικές συμπεριφορές οδηγούν στον μπλαζεδισμό.

Είναι ΓΕΓΟΝΟΣ και ΑΛΗΘΕΙΑ μεγάλη!

 
Το ΓΥΜΝΟ στη ζωγραφική είναι ένα θέμα που ανήκει στην ανώτατη σφαίρα του Ωραίου. Για τον καλλιτέχνη δημιουργό (ζωγράφο, σχεδιαστή, γλύπτη) είναι ένα θέμα που έχει ενδιαφέρον, επειδή χάρη στη φαντασία και την ευαισθησία του, μπορεί με τις τελειότερες εκφράσεις των δημιουργικών του μέσων, να ομορφαίνει το θέμα του και να το κάνει ένα αριστούργημα, που θα είναι σημαντικό ακόμη και στους μη ενδιαφερόμενους.
Το ΓΥΜΝΟ (γυναικείο - ανδρικό), χάρη στις σωστές αναλογίες που του προσδίδονται στο ρυθμό των σχημάτων του σώματος (όπως στην κίνηση, ηρεμία, ευγένεια) προσφέρει το υπέρτατο στοιχείο του Ωραίου και χαρίζει μια πνευματική απόλαυση που συνοδεύεται σαφώς με αισθητική συγκίνηση.
 
"Το σώμα - λέει- / στη γενική: του σώματος
και γενικά το σώμα/ άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω
παίρνω νάιλον σακούλα/ μπαίνω στα λαϊκά εστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα/ για τις άγριες γάτες της γειτονιάς
στα διαλείμματα - λέει-/ κουβεντιάζω με τους μουσικούς
στα σκοτεινά παρασκήνια -
τι απέραντη απόσταση διανύω
από το σώμα σου/ έως το σώμα σου ".

(Γ. Ρίτσος, "Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον")


Ποια είναι η χρησιμότητα του ΓΥΜΝΟΥ στην καλλιτεχνία, ίσως αναρωτηθούν κάποιοι! Μα, φυσικά, η ομορφιά, η οποία μας δίνει χαρά, ενθουσιασμό, ενδιαφέρον, συγκίνηση. Κάποιοι καλλιτέχνες μπορεί να αναρωτηθούν επίσης: «Μα, είναι απαραίτητη σ' ένα σχεδιαστή-ζωγράφο; Και φυσικά, είναι! Μάλιστα, αποτελεί ένα είδος δύσκολο για τον καλλιτέχνη και κατά συνέπεια πιο διδακτικό.

Όποιος γνωρίζει να σχεδιάζει ΓΥΜΝΟ, μπορεί να σχεδιάζει οτιδήποτε, λένε. Και γιατί είναι διδακτικό, ίσως αναρωτηθούν κάποιοι. Επειδή ο καλλιτέχνης μαθαίνει να κατασκευάζει. Μαθαίνει δηλαδή την κατασκευή, το βαθύτερο κτίσιμο, στο οποίο μπορεί με το ταλέντο του να αποδώσει την αλήθεια και το τι κρύβεται σε μια ανθρώπινη κατασκευή.
 
Σώμα γυμνό/ πλαγιασμένο ή όρθιο
άγνωστη γεωγραφία/ χίλιες φορές μελετημένη
αποστηθισμένη/ άγνωστη -
άκουσα το χτύπο -
ποιος έριξε τα ζάρια/ στις πλάκες του λουτρού;"

(Γ. Ρίτσος, "Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον")
 
 Κάποιοι ζωγράφοι, λέγεται, πως για να εμφανίσουν ανθρώπινα σώματα ενδεδυμένα στους πίνακές τους, πρώτα σχεδιάζουν τις φιγούρες τους γυμνές και έπειτα τις ντύνουν. Επομένως, η γνώση του ΓΥΜΝΟΥ ανθρώπινου σώματος σ' ένα καλλιτέχνη σχεδιαστή είναι απαραίτητη.
Τη γνώση αυτή του την δίνει η καθαρά μορφολογική Ανατομία, η οποία ασχολείται με την οστεολογία και μυολογία και την οποία θα πρέπει να έχει μελετήσει καλά ο καλλιτέχνης προτού αναλάβει το κτίσιμο ενός σώματος. Γιατί είναι απαραίτητο αυτό; Μα, για να νιώσει το ανθρώπινο σώμα καλύτερα, να εισδύσει στο σχήμα και να αποδώσει με περισσότερη νόηση και βάθος.
Το ΓΥΜΝΟ δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με φαινομενική ξηρότητα στο θέμα της σχεδίασης του. Μαθαίνοντας τα μυστικά του και γνωρίζοντας το, ανταποκρινόμαστε στη μάθηση και γνώση του μυστικού αυτού μηχανισμού, του ΓΥΜΝΟΥ, που ανήκει στη σφαίρα του Ωραίου.
 
Γυμνό κορμί - χελιδονόψαρο
αφημένο στα χέρια σαν σπασμένο σκαρί σ' ακρογιάλι απάνεμο,
γυμνό κορμί - προσευχητάρι των χειλιών,
λατρεμένο μέχρι τα έσχατα όρια,
γεννημένο εκεί που αρχίζει ο κόσμος,
ίσως δε μάθεις ποτέ πόσες φορές σε ζωγράφισα,
πόσες φορές πετροβόλησα τις σημαίες μου για να σ' αγγίξω.
 
(Άγγελος Πετρουλάκης - «Γυμνό κορμί, γυμνό λεπίδι (ΛΟΓΟΣ τρίτος - Α18)- Απόσπασμα)

Οι επιρροές του ποιητή Κωστή Παλαμά

 

-Πάει ο Χάροντας
το Διγενή στο Άδη
κι  άλλους μαζί κλαίει, δέρνεται
τ' ανθρώπινο κοπάδι.
-Και τους κρατεί του αλόγου του
δεμένους τα καπούλια
της λεβεντιάς τον άνεμο
της ομορφιάς την πούλια.
-Και σαν να μην τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη.
-Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια
μ' άγγιξες και δε μ' ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια.

-Ειμ' εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων
στην Εφτάλοφον έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.
-Δεν χάνομαι στα Τάρταρα
μονάχα ξαποσταίνω.
στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω.


Στο ποίημα αυτό ο Κωστής Παλαμάς αναζητώντας μια νέα διέξοδο από την εθνική υποτέλεια, επανασυνδέει τη σύγχρονη Ελλάδα με την Ποντιακή παράδοση, με άψογη τεχνική, πληθωρική έμπνευση και πειθαρχημένο λόγο, διακατεχόμενος από την ευαισθησία της φυλετικής ευθύνης με μεγαλόκραχτο σκεπτικισμό.


Το ποίημα έχει στοιχεία επιβλητικά και θλιμμένα, με θριαμβευτική, ηθική κι ακατανίκητη συμπεριφορά όσον αφορά τη μορφή του Έλληνα Ακρίτα, που υπερασπίζεται τα δίκαια της φυλής του, όλους τους καιρούς. Ο ελληνικός λαός θαυμάζει τον Ακρίτα, κι αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο ποιητής, ο οποίος εμψυχώνεται από το μεγαλείο του. Προβληματισμένος καθώς είναι για τις ακατάβλητες ψυχικές και σωματικές του δυνάμεις κι επηρεασμένος από τα θρυλικά του κατορθώματα, τον εμφανίζει στο ποίημά του ως ημίθεο που παίρνει το όνομα «Διγενής» από τη λέξη «διογενής», επειδή έτσι ως υπεράνθρωπο τον πιστεύει ο λαός.


Ακριβώς έτσι τον εμφανίζει στο ποίημά του κι ο ποιητής δίχως να συνδέει τον ήρωα με πειστικά περιστατικά που αφορούν την πραγματική ζωή κι αποστολή του, αλλά στηριγμένος πάντα στη θεωρία της «μονογέννησης» (βλ.: -Ο Ακρίτας ..λαούς ανασταίνω».
Η ιδεολογία του ποιητή εκφράζεται στον Ακρίτα ως η αθανασία της ελληνικής ψυχής, η οποία αρνείται το θάνατο και είναι ατρόμητη, γενναία, ηρωική. Η ψυχοσύνθεσή του για τα εθνικά ιδεώδη είναι επηρεασμένη από την Ποντιακή παράδοση, η οποία βάζει τα θεμέλια μιας ποιητικής Αναγέννησης που παίζει σημαντικό ρόλο στη μετάδοση και διάδοση των ωραίων ιδεών σε εθνικό επίπεδο και όχι μόνο. Στο ποίημα γίνεται εμφανές το διακήρυγμα της πίστης πως «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» και κανείς θάνατος (Χάρος) δεν μπορεί να καταλύσει την παρουσία της από παρόν των γενναίων και αθάνατων εθνών.


Ο Ακρίτας συμβολίζει την αγωνιστική διάθεση και τη συμπεριφορά της φυλής που τα βάζει και με τον ίδιο τον Χάροντα και αγωνίζεται για την τιμή και για την εθνική και ατομική ελευθερία, παραμένοντας ως εθνική ψυχή αθάνατη και δοξασμένη από όλους τους άλλους λαούς της γης. Είναι το αγνό πνεύμα του πολιτισμού ενάντια στην βαρβαρότητα που μάχεται με αυτοθυσία και ηρωισμό για την πανανθρώπινη ελευθερία.


Τα ποιητικά λόγια του Κωστή Παλαμά μας πλημμυρίζουν βαρυσήμαντα σ' εκφράσεις των υψηλών σκέψεων και του διαλογισμού. Λόγια φωτεινά κι αθάνατα, με πνευματική λάμψη, που πορεύονται ως δόξα του παρελθόντος και ως λάμψη του μέλλοντος.

Η άρνηση αποδοχής μιας δημόσιας βράβευσης
 
Η μη αποδοχή ενός κρατικού ή οποιουδήποτε άλλου βραβείου στον λογοτεχνικό κόσμο και μη, σημαίνει δειλία και η στάση των αρνούμενων να το αποδεχτούν χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα επιβλαβής στις κρίσιμες στιγμές πολιτισμού που περνάει η χώρα μας.
«Ανάξιος όποιος δεν μπορεί μες στο σεισμό, το χαλασμό τη γνώμη του να στήσει και λέει: να ιδώ.», όπως μας λένε τα λόγια του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά, τα οποία μας καλούν να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να σηκώσουμε το βάρος της προγονικής μας αυτής παράδοσης, της οποιαδήποτε δηλαδή δημόσιας αναγνώρισης, που λέγεται «βράβευση».
 
«Είδα στον ύπνο μου ότι η ζωή είναι χαρά. Ξύπνησα και είδα ότι είναι χρέος. Αγωνίστηκα και είδα ότι το χρέος είναι χαρά», μας λέει ο Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ. Ο δε Σόλων μας λέει: «Ευθύνας ετέρους διδόναι και αυτός ύπεχε». Όταν δηλαδή αξιώνεις να έχουν οι άλλοι ευθύνες, πρέπει ν' αναλάβεις κι εσύ τις δικές σου.
 
Η οποιαδήποτε δημόσια βράβευση είναι ευθύνη και καθήκον του βραβευμένου να την αποδεχτεί κι όχι να την προσβάλλει. Η άρνησή του σημαίνει ότι δεν σηκώνει το βαρύ φορτίο της κοινωνικής ευθύνης, δεν είναι άτομο ώριμο διανοητικά, αλλά ούτε και ψυχικά καλλιεργημένο για να την επωμισθεί.
 
Ειδικά ένας πνευματικός πρωτοπόρος ενός λαού είναι υποχρεωμένος να σηκώνει το φορτίο των κοινωνικών ευθυνών, εφόσον ως κοινωνικός λειτουργός στο έργο που επιτελεί, κατέχει εξαιρετικά εξέχουσα θέση στην κοινωνία, η οποία τον ξεχωρίζει και τον αποδέχεται.
Αλλιώς, θεωρείται προδοσία στις προσδοκίες των συνανθρώπων του και της πολιτείας, έγκλημα σε βάρος της πνευματικής συνείδησης και στις επιταγές τόσο του ανθρωπιστικού καθήκοντος όσο και της ηθικής.
 
Μια έγκυρη και σοβαρή προσωπικότητα έχει καθήκον να είναι απομακρυσμένη από την επιπολαιότητα, την ελαφρότητα και την ασυνειδησία, καθώς και να κατευθύνεται ηθικά στην ιδέα της προόδου.
 
Η μη αποδοχή ενός βραβείου σημαίνει πως ο βραβευμένος δεν αναγνωρίζει στον άνθρωπο καμία καθολική αξία.
 
Είναι ένας άνθρωπος που υποστηρίζει τις φιλοσοφικές ιδέες του υπαρξισμού και δημιουργεί τον μηδενισμό στο μεγάλο δράμα της ύπαρξής του, μη συμβιβασμένος ποτέ με τη γύρω τους πραγματικότητα και θεωρώντας πως η προσωπική του ύπαρξη βρήκε την αυτοπραγμάτωση μέσα στην απόλυτη ελευθερία. 
 
Δηλώνει άνθρωπο που είναι καταδικασμένος στη συντριβή και θέλει να κρατήσει την προσωπική του υφή μέσω ενός χαρακτήρα που θα τον ανακηρύξει ήρωα. Έναν ήρωα όμως πέρα από τις ευθύνες και τον κίνδυνο. 
 
Η αμφισβήτησή του για τις δημόσιες βραβεύσεις, η άρνηση, η απόρριψη και η διαφωνία του, δηλώνουν άνθρωπο που ζει μέσα στην αβεβαιότητα, στο αδιέξοδο, στη δυσπιστία, στ΄ αρνητικά συμπεράσματα, σημάδια βέβαια της παρακμής ενός πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου, όπως και χρεοκοπίας των ηθικών και πνευματικών αξιών.
 
Θυμίζει άνθρωπο-οχιά, που όταν βρεθεί στ' αδιέξοδο, δαγκώνει την ουρά του  (-της) και αυτοδηλητηριάζεται. 
 
Κι αυτό μπορεί να το κάνει για δυο λόγους: πρώτον, θέλοντας να δείξει ότι η αμφισβήτηση του αποτελεί ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα, και δεύτερον, ότι η αμφισβήτησή του είναι μόδα, όπως και είναι πλέον μόδα. 
 
Δεν πείθει σε τελικά ανάλυση πως ανήκει ο ίδιος σ' ένα αντικομφορμιστικό κίνημα, αλλά φαίνεται περισσότερο ότι καλύπτεται από ένα χοντροκομμένο λαϊκισμό, χυδαίο και καθ' όλα θλιβερό. 
 
Τίθεται, όμως, το εύλογο ερώτημα, στο οποίο έχει καθήκον και ευθύνη ν' απαντήσει ο αρνούμενος τη δημόσια βράβευσή του: Εάν δεν υπήρχε ο έπαινος, η διάκριση ή η βράβευση, πως θα αμειβότανε ηθικά ο κάθε άνθρωπος και πως θα είχε τα κίνητρα για να επιτελέσει τα μεγαλύτερα και αξιολογότερα έργα του; 
 
Η αρετή φυσικά δεν έχει ανάγκη από μια δημόσια βράβευση, αλλά είναι απαραίτητη και κίνητρο δημιουργίας για τη συνέχιση του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο και ασφαλώς θα έχει ευμενείς και ευεργετικές προεκτάσεις. 
 
Γιατί, τι το θέλει ο άνθρωπος, αν έχει ν' απολαμβάνει όλα τα αγαθά, αλλά δεν μπορεί ν' απολαύσει τον έπαινο των συμπατριωτών του; Θα νιώθει θλιβερός και δυστυχισμένος.
 
Έχει απόλυτο δίκιο ο Κ. Καβάφης που διεκτραγωδεί στη «Σατραπεία» του τέτοια κατάσταση: «Άλλα ζητά η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει/τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών/τα δύσκολα και ανεκτίμητα. Εύγε». 
 
Η κοινωνική αναγνώριση και η τιμή γεμίζουν με ασύγκριτα μεγάλη ευχαρίστηση την ψυχή του ατόμου. Ο βραβευμένος έχει το συναίσθημα ότι εκπλήρωσε μια αποστολή, ότι είναι άξιος των ελπίδων και των προσδοκιών των συνανθρώπων του, ότι στέκεται ψηλά στην τιμή και στην υπόληψη του.
 
Η αποδοχή μιας βράβευσης σημαίνει ότι ο βραβευμένος μπορεί να σφυρηλατήσει υγιείς κοινωνικές σχέσεις, ότι δεν διακατέχεται από κακία ή φθόνο στην ψυχή, αλλά ούτε και από το σύμπλεγμα κατωτερότητας.
 
Εξυπακούεται βέβαια ότι μια δημόσια βράβευση είναι μια κοινωνική εκδήλωση αναγνώρισης κι ότι θα πρέπει να είναι δίκαιη και όχι ψεύτικη.
 
Εάν κάποιος βραβευμένος συναισθάνεται πως η βράβευσή του δεν πληροί όλες τις ειλικρινείς και αληθινές οδούς της κοινωνικής αυτής διαδικασίας, είναι φυσικό να μη πλέκει «ύμνους και εγκώμια» για τον εαυτό του και να μην αποδέχεται τη βράβευσή του. 
 
Θα πρέπει, όμως, να δηλώσει δημόσια μ' ευθυκρισία την ακριβή αντίληψη που έχει για τον εαυτό του και όχι να κάνει δηλώσεις για όλους και για όλα με σνομπισμό και επίπλαστους περιποιητικούς λόγους, που εξαπατούν τους αφελείς και θα πλέξουν το εγκώμιο της ηρωοποίησής του. 
 
Εάν θέλει να αποσπάσει αυτόν τον έπαινο, δηλ. της ηρωοποίησής του, τότε είναι σίγουρο ότι θα πάθει κι αυτός σαν τον Αντισθένη, που κάποτε όταν κάποιοι κακοί τον επαινούσαν, εκείνος ταράχτηκε λέγοντας:
«Με τρώει η αγωνία μήπως έκανα κάτι κακό. Κάτι ανάλογο έγινε και με το σοσιαλιστή Μπέμπελ. Αγορεύοντας κάποτε άκουσε χειροκροτήματα από την πλευρά της δεξιάς. Σταμάτησε τότε την ομιλία του και ρώτησε: Κύριοι, τι κακό είπα;»
 
Ο νοών νοήτω!....
 
 
Εξαλείφθηκε εδώ και κάμποσες δεκαετίες το τοπικό έθιμο των «παπάδων» που είχαν φέρει από τις αλησμόνητες πατρίδες οι πρόσφυγες των Κομνηνών Εορδαίας. Σύμφωνα με το έθιμο, ανήμερα των Φώτων και κατά τις νυχτερινές ώρες, κυρίως γυναίκες, ντύνονταν με ράσα, μεταμφιεσμένες σε παπάδες και έμπαιναν στα σπίτια του χωριού κάνοντας αγιασμό στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους με βασιλικό και νερό.
Ανεξήγητο, ανερμήνευτο και υπό διερεύνηση το έθιμο αυτό, που είχε και χαρακτήρα σατιρικής φύσεως, εξαλείφθηκε τα τελευταία χρόνια και δεν διατηρείται για άγνωστους λόγους. 

Αν και οι πρόσφυγες κάτοικοι των Κομνηνών διατήρησαν τις παραδόσεις τους, οι οποίες κρατούσαν από τα πανάρχαια χρόνια, το έθιμο αυτό λησμονήθηκε και αγνοείται παντελώς σε σχέση με την πολιτιστική του ταυτότητα. Δεν διασώζεται μάλιστα στις μέρες μας, σε αντίθεση πάντα με το έθιμο των «Μωμόγερων», το οποίο αναζωπυρώνεται και στέκεται πάντα ψηλά στις επάλξεις των παραδόσεών μας, σταματώντας όμως κι αυτό να δίνει πλέον μηνύματα σύμφωνα με τις ιστορικές εξελίξεις, όπως γινότανε παλιά κατά καιρούς.

Στο Μωμογερίστικο τραγούδι τους όμως συνεχίζουν πάντα να λένε τα πατροπαράδοτα λόγια τους:Τα Κάλαντα οι Μωμογέρ', τα Φώτα οι ποπάδες, που σημαίνει ότι την Πρωτοχρονιά την κάνουν Μωμόγεροι, τα Φώτα οι παπάδες. Τα λόγια και μόνο αυτά μαρτυρούν το έθιμο των «παπάδων» που προϋπήρχε ως παράδοση στα ποντιακά έθιμα και το οποίο δεν διατηρείται πλέον όπως προαναφέρθηκε. Βέβαια, στη σημερινή εποχή, ασφαλώς θα ήταν ένα έθιμο παρεξηγημένο, μιας και υπάρχουν σοβαρές δημοσιευμένες αντιρρήσεις από εκπροσώπους της Εκκλησίας μας για την σατιρική ενδυμασία και μεταμφίεση με ράσα κλπ.
Ας αναλογιστούμε όμως ότι τα δύσκολα εκείνα τότε χρόνια των απελευθερωτικών μας αγώνων από τους Τούρκους, ήταν επιτακτική η ανάγκη διατήρησης της θρησκείας μας ανάμεσα στους Μουσουλμάνους και γι' αυτό το λόγο γινότανε μέσω σατιρικών μεταμφιέσεων για να μη προκαλεί την βίαιη αντίδρασή τους. Ας μη ξεχνούμε άλλωστε πως η λαϊκή παράδοση μέσω της σάτιρας είχε ένα αποκρυπτικό χαρακτήρα με μηνύματα για τη διατήρηση και διάσωσή της, με σκοπό πάντα την υπεράσπιση της πατρίδας μας, αλλά και τη διαφύλαξη των εθνικών μας συμφερόντων.
Αφέντης είναι ο λαός
 
 
«Τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από το ν' αφήνεται για πολύν καιρό η εξουσία στα χέρια του ίδιου πολίτη. Ο λαός συνηθίζει να τον υπακούει κι αυτός συνηθίζει να διοικεί το λαό. Υπάρχει σε τούτο μία πηγή σφετερισμού και τυραννίας», μας λέει ο Σιμόν Μπολιβάρ και έχει απόλυτο δίκιο αν λάβουμε υπόψη μας τα δήθεν δημοκρατικά πολιτεύματα των τελευταίων δεκαετιών.
Κι απ' ό,τι καταλάβαμε, την ποιότητά τους δεν την προσδιόριζαν τα τυπικά τους ονόματα, αλλά απ' ό,τι αποδείχθηκε ήταν και ανάξιες οι δημοκρατίες αυτές για τον τίτλο που έφεραν εφόσον εξαχρείωναν τον ελληνικό λαό.
Μα ποιος είναι αυτός που δεν θα ενδιαφερθεί να τους πει κατάμουτρα ότι η δημοκρατία τους ήταν ένα νόθο δημιούργημα καθεστώτος που έμοιαζε με δημοκρατία ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια συγκαλυμμένη μορφή αυταρχίας, εκφοβισμού και αδικίας, δίχως το δικαίωμα συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και με τη στέρηση επιπλέον των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους σ' ένα κράτος μια νοσηρής πολιτικής, ξεπεσμού, αθλιότητας και φαυλότητας, που εξουσίαζε με όλο το κακό συναπάντημα των τελευταίων δεκαετιών;
Η Ελλάδα κυβερνιόταν μέχρι πρότινος από ανθρώπους που άγονταν και φέρονταν δίχως ξεκάθαρες προθέσεις και καθαρές συνειδήσεις. Πολιτικοί αγύρτες και φτηνοί δημοκόποι οι πολιτικά ισχυροί εξουσιαστές μας οδήγησαν στην απονεύρωση των νόμων, στην εξάρθρωση της κρατικής μηχανής και στην έξωση της πολιτικής ηθικής, με αποτέλεσμα να μας ανοίξουν τον δρόμο σε άλλες πολιτικές πιο δικτατορικές, όπως εμφανίζονται στα αποτελέσματα της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης.
Πόσο, μα πόσο ωραίες διακηρύξεις και θαυμάσιες ομιλίες μας πρόσφεραν, μέσω της ανάγνωσής τους, οι πολιτικοί μας αρχηγοί; Αυτά τα λόγια, όμως, αγαπητοί μου, δεν σας είπε κανείς ότι οφείλουν να συνοδεύονται και από θαυμάσια έργα;
Θυμίζετε περισσότερο τους Ρωμαίους φιλοσόφους της παρακμής! Γιατί; Επειδή φαίνεστε πως σπουδάσατε την αρετή, την οποία βεβαίως δεν αγγίξατε ποτέ, μιλάτε για θεάρεστα και ενάρετα έργα, με ωραία λόγια και ποιητικούς φανφαρονισμούς, αλλά άλλο είναι το περιεχόμενο της ουσίας.
Δεν έχετε ασκηθεί στο ήθος! Ναι, αγαπητοί μου, αυτό είναι! Έπρεπε να είστε σήμερα τα πρότυπα μίμησης για το λαό ενώ εσείς με τις πολιτικές σας διαπάλες και τους κομματικούς σας ανταγωνισμούς, που συνεχίζετε και μετεκλογικά, ταπεινώνεστε στα μάτια του λαού, ο οποίος καταλαβαίνει πως ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία σας βλάπτουν τη δημοκρατία μας.
Η καλύτερη εγγύηση για την εδραίωση της δημοκρατίας μας είναι να πάψετε να αγωνίζεστε να επιβάλετε τη δική σας γραμμή, που υποστηρίζετε ακόμη παρά την αποτυχία σας ότι είναι η καλύτερη, αλλά να μάχεστε από δω και στο εξής για να μπορεί η σημερινή κυβέρνηση να εκφέρει τη δική της θέση, τη δική της άποψη και τη δική της γνώμη.
 Έτσι, να αποκτήσετε, επιτέλους, δημοκρατικό ήθος, γιατί εσείς ακόμη επιμένετε στις θέσεις σας προσπαθώντας μ' αυτό τον τρόπο να εκδικηθείτε όσους δεν σας ψήφισαν, άρα τιμωρώντας διπλά τον ελληνικό λαό, τον οποίο ομολογουμένως χιλιοαδικήσατε.
Πρέπει να συνειδητοποιήσετε και να σεβαστείτε το γεγονός ότι η ψήφος του ελληνικού λαού ήταν εμπνευσμένη από τη λογική, ότι εσείς είστε η μειοψηφία και ο λαός η πλειοψηφία, ότι έχουμε όλοι ίσα και τα ίδια δικαιώματα, ειδικά τα προστατευόμενα άτομα από το Νόμο που κι αυτά επίσης χιλιοαδικήσατε και να πάψετε, τέλος, να μας καταπιέζετε με τη μοναρχία και την ολιγαρχία σας, γιατί είστε μια συμφορά στον τόπο που απαλλαχτήκαμε απ' αυτήν και δεν θέλουμε να ζήσουμε κι άλλη παρόμοια.
Τώρα, αφέντης είναι ο έξυπνος λαός που σας ξεπάστρεψε και νίκησε με το εκλογικό του αποτέλεσμα. Τώρα, θα ακμάσουν τα παλικάρια και οι λεβέντισσες που αγωνίζονται στην πρώτη γραμμή για την πραγματική ισότητα, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία.
 
 
«Ο ΜΩΜΟΓΕΡΟΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΜΩΜΟΥ»
 
Ανάμεσα στις άλλες εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής που χαρακτηρίζουν τη ζωντάνια του ελληνικού πολιτισμού, συναντούμε τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις των Ποντίων Ελλήνων, που έχουν τις ρίζες τους στα βάθη της ιστορίας κι αποτελούν εκδήλωση της ενότητας της φυλής μας. Υπάρχουν βέβαια και πολλά γραφικά ήθη και έθιμα, που παρά την τραγωδία της προσφυγιάς των Ποντίων, συνεχίζουν να διατηρούνται απ' αυτή, συνδέοντας έτσι το παρόν με το μακραίωνο ιστορικό παρελθόν μας.
Θίγοντας το θέμα των Μωμόγερων, καλό είναι να τεθεί ως αφετηρία των σκέψεων μας η αναζήτηση μέσα στα βάθη της ιστορίας των πρώτων πολιτισμικών σκιρτημάτων, με σκοπό να βρεθεί η αρχική πηγή πολλών μεγάλων πολιτισμικών ναμάτων.

Ο σύγχρονος πολιτισμός δεν αποσυνδέεται από τις πολιτισμικές δημιουργίες των προηγούμενων γενεών. Η δημιουργία του σήμερα έχει τις ρίζες της στη δημιουργία του χθες. Όλα όσα δημιούργησαν οι προηγούμενες γενιές, έχουν τις συνισταμένες και τις συνιστώσες τους.

Το κύριο βάρος λοιπόν μιας πολιτισμικής προσπάθειας πέφτει σίγουρα στη μελέτη του παρελθόντος, καθώς και στην προσπάθεια βίωσης κι επικοινωνίας των περασμένων. Η συναναστροφή μόνο με τους νεκρούς είναι ολιγαρκής. Θα πρέπει να τους ζωντανεύουμε και μέσα στην ψυχή μας. Μέσα στην προσπάθεια της διατήρησης του πολιτισμού μας υπάρχει μια μυστηριακή δύναμη, που κινεί τους τροχούς της ιστορίας. Η εξημερωτική δύναμη του πνευματικού μας πολιτισμού δεν μας επιτρέπει να καταστρέψουμε ότι με μόχθους αιώνων δημιουργήσαμε. Έτσι, γυρνώντας στις αξίες που σε άλλες εποχές μόρφωσαν και δυνάμωσαν τις ψυχές μας, το κεφάλαιο των Μωμόγερων γίνεται σταθμός στη ζωή μας για να αναλυθεί συνειδητά όχι μόνο η προσωπική τους οντότητα, αλλά και η ιστορική τους προέλευση.
Μωμόγερος, είναι η σύνταξη ενός ονόματος, που  αναβλύζει από την ιστορία της αρχαιότητας σε συσχέτιση με τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και σημαίνει στην ποντιακή διάλεκτο ο εσχατόγερος, ο καρνάβαλος.  Δύο σύνθετες λέξεις (Μώμος + γέρος) από την ελληνική ιστορία συνταίριαξαν και σχηματίστηκαν σε μια απλή για να δώσουν μια σειρά πραγμάτων. Η λέξη Κοτζ(σ)αμάνια  προέκυψε μέσα από τον κουτσό χορό των γερασμένων κατά την εκδοχή ανδρών. Στην ποντιακή διάλεκτο η λέξη κοτζ(σ)αμάνος σημαίνει γέρος.Επίσης, οι παράγωγες λέξεις κοτζέας-κοτζίζω-κότζι σημαίνουν κουτσός-κουτσαίνω-κουτσαίνοντας αντίστοιχα.
Ο Μωμόγερος ή αλλιώς τα Κοτζ(σ)αμάνια είναι ένα έθιμο, που πηγάζει από την ίδια την κοινωνία. Η λέξη Μωμόγερος εύκολα διαπιστώνουμε ότι έχει προέλευση από την μυθολογία, όπου αναφέρεται ότι ο Μώμος ήταν ο γιος του Ύπνου και της Νύχτας. Ο Ησίοδος μας αναφέρει ότι ο Μώμος ήταν η προσωποποίηση της μομφής και της κατάκρισης και μάλιστα ότι πέθανε από την στενοχώρια του, επειδή δεν μπόρεσε να βρει καμιά ατέλεια στη θεά Αφροδίτη, ο δε Πλάτων θεωρούσε ότι τέλειο έργο ήταν εκείνο στο οποίο δεν μπορούσε να βρει ψεγάδι ούτε ο Μώμος.
Γιατί όμως ο Μώμος πέθανε από την στενοχώρια του επειδή δεν μπόρεσε να βρει καμιά ατέλεια στη θεά Αφροδίτη; γεννιέται το ερώτημα. Μήπως την ζήλευε για τις τέλειες καλλίγραμμες αναλογίες της; Για το ότι εκείνη ήταν νέα ενώ εκείνος ήταν γέρος;
Μήπως ζήλευε τον κουτσό της σύζυγο, τον Ήφαιστο, ο οποίος απολάμβανε τα κάλλη της και όχι μόνο, αφού είχε πάντα ωραίες γυναίκες και γι' αυτό τον λόγο να τον μιμούνταν κουτσαίνοντας; Ή πάλι μήπως κούτσαινε, επειδή πιθανόν ευθυνόταν γι΄ αυτό η Μορμώ; Ποια ήταν η Μορμώ; Ένα μυθικό τέρας, πλασμένο στη φαντασία των μανάδων, για να φοβερίζουν τα παιδιά τους. Μια πολύ άσχημη και τρομαχτική γυναίκα, που όταν την έστελνε η Εκάτη από τον Άδη, δάγκωνε τα παιδιά ή τα άφηνε κουτσά.
Εδώ, πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι, οι Μωμόγεροι φορούσαν προσωπίδες, που παρίσταναν τη Μορμώ, τα μορμολύκεια, που ήταν μάσκες ή μούντζες καμωμένες από χαρτόνια, δέρματα ή προβιές και διασκέδαζαν χορεύοντας, δημιουργώντας ασυναίσθητα κι αυθόρμητα ένας είδος θεατρικού δρώμενου, που προερχόταν από τη συνείδηση τους και του οποίου η συνεχής άσκηση υπήρξε αδιάκοπη και μακροχρόνια. Πιθανολογείται όμως ότι προήλθε από τον 6ο Π.Χ. αι. από τις γιορτές των Μεγάλων Διονυσίων, οι οποίες γιορτάζονταν με κρασί και ευθυμία από άντρες μεταμφιεσμένους σε Σειληνούς και Σάτυρους γύρω από το άγαλμα του θεού Διόνυσου. Η λατρεία του θεού είχε κυριαρχήσει σ' όλο το πανελλήνιο κι αργότερα πολύ και στον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος τον λάτρευε και τον τιμούσε μαζί με τους Μακεδόνες, μη παραλείποντας να κάνουν κάθε χρόνο τη γιορτή του.
Κάποια μέρα, πάνω στο ινδικό βουνό που βρίσκονταν, η ατμόσφαιρα τους θύμισε Ελλάδα. Τότε έπιασε νοσταλγία τον Μ. Αλέξανδρο και θέλησε να θυμηθεί τη γιορτή του θεού...
 
Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε.
Με τους εταίρους κίνησε
ν' ανέβει στο βουνό.
Έφτασε στον Μηρό.
 
-Διόνυσε, φώναξε, θεέ μυστηριώδη,
με την έλξη την τρικυμιώδη,
αφάνταστα με γοητεύεις
και την καρδιά μου κυριεύεις.
Διόνυσε, θεέ άπολι!
Εταίροι και Πεζοί
όλοι ήμαστε τώρα μαζί σου,
εσύ, εμείς και οι Κισσοί σου.
 
Ακούστηκε τότε η φωνή του Διόνυσου:
Καλωσορίσατε όλοι.
Δεν θέλω να αισθάνεστε μόνοι
εδώ που όμορφα μυρίζει
και την Ελλάδα σας θυμίζει.
Να γίνει θέλω μυστικά,
να γίνει μυστηριακά
ν' αρχίσετε όλοι να γελάτε
και με χορούς να το γλεντάτε.
Πλέξτε στεφάνια από κισσούς
από τους πιο διαλεκτικούς.
Στο κλίμα να επικρατεί
υποδοχή πολύ θερμή.
Στα δάση του ινδικού βουνού
γίνετε σκλάβοι του κρασιού
κι απ' τον πολύ ενθουσιασμό
να βγάζετε άγριο ουρλιαχτό
 
Οι Μακεδόνες αποκρίθηκαν στο κάλεσμα του:
Ευοί! Ευάν! Ευοί! Ευοί!
Ελλάδα μας νοσταλγική
Οι Βάκχοι εμείς οι νεανικοί
Έχουμε θάρρος και ορμή.
 
Κι ο Διόνυσος εξέφρασε την επιθυμία του:
Δέκα ημέρες να γλεντούν.
Να μη μπορούν να αντισταθούν.
Και μεθυσμένοι να γελούν.
Να ξεχαστούν και να χαρούν.
Να διώξουν θλίψη απ' το μυαλό
μέσα στο γλέντι το τρελό
τάχα πως είναι στο βουνό
της Πατρίδας τους το ελληνικό.
 
(Ποίηση: Π. Τσοκτουρίδου)
 
Τα Διονύσια διεξάγονταν σε πολλά μέρη και από τις γιορτές του Διόνυσου γεννήθηκαν θεατρικά έργα, που παίζονταν στη σκηνή με διάλογο, μίμηση, χορό, μουσική, τραγούδι, άλλα με τραγική λύση (δράματα) και άλλα με κωμική (κωμωδίες). Έτσι ενδέχεται ότι δημιουργήθηκε και το θεατρικό δρώμενο Μωμόγεροι, το οποίο υποθέτουμε ότι θα παιζόταν στα πέντε αρχαία κλειστά θέατρα στον Πόντο, στις περιοχές Αμισού, Αμάσειας, Τίειου, Αμάστριδος (Παφλαγονίας) και Κερασούντας. 
Το θεατρικό δρώμενο Μωμόγεροι με την αρχική του μορφή, την οποία δεν γνωρίζουμε επακριβώς, πιθανολογείται ότι ήταν αφιερωμένο κι αυτό στις γιορτές προς τιμή του Διόνυσου και μπροστά στους θεατές του να διηγούνταν, να μιμούνταν και να παράσταιναν τα σχετικά με το θεό, επιδιδόμενοι κι εκείνοι σε μεταμφιέσεις και φαιδρές γιορτές, λέγοντας χοντρά αστεία και τσουχτερά πειράγματα, προκαλώντας μ' αυτό τον τρόπο το γέλιο των θεατών.
Οπωσδήποτε, θα γεννήθηκαν αυτοσχέδιες ή πρόχειρες κωμικές παραστάσεις, μη γνωρίζοντας πάντα βέβαια ούτε την εξέλιξη τους για εκείνη την εποχή, αλλά ούτε και τη σπουδαιότητα τους. Θα πρέπει όμως να είχαν σαν βασικό χαρακτηριστικό τους τον πολιτικό προσανατολισμό, την ανεξαρτησία, το θάρρος, την ελευθερία σκέψης και λόγου, σχολιάζοντας τους φορείς της πολιτικής εξουσίας της εποχής και κρίνοντας τις πράξεις τους, όπως αυτό συνέβαινε σε όλες τις αρχαίες κωμωδίες. Επίσης, εξίσου χαρακτηριστικό τους θα ήταν και το χωρίς όρια φτερούγισμα στο χώρο της φαντασίας και η υπέρβαση της πραγματικότητας, με κυρίαρχο το στοιχείο του παράλογου σε ποικιλίες.
Συναντούμε όμως και κάτι άλλο στη μυθολογία σχετικά με τον Μώμο, που ίσως μας διαφεύγει στο θέμα των Μωμόγερων και το οποίο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη σαν εκδοχή της έκβασης του όλου δρώμενου με τις μετέπειτα εξελίξεις του. Συναντούμε τον Μώμο να  συμβουλεύει τον Δία να γεννήσει μια πανέμορφη κόρη και να  παντρέψει  την Νηιρίδα Θέτιδα με θνητό άνδρα. Του είπε ακόμη ότι αν γίνουν αυτά τα δυο, σύντομα θα γινόταν πόλεμος κι έτσι θα ξαλάφρωνε η γη από τους ασεβείς ανθρώπους.
Ο Δίας ακολούθησε την συμβουλή του Μώμου. Έτσι, γεννήθηκε η ωραία Ελένη που παντρεύτηκε τον Μενέλαο και η Θέτιδα που παντρεύτηκε με τον θνητό Πηλέα στο Πήλιο με προσκεκλημένους θεούς και ανθρώπους, κατόπιν συμβουλής του Μώμου, εκτός από την Έριδα, η οποία θύμωσε πολύ και για να τους εκδικηθεί πέταξε στη  μέση του γλεντιού ένα μήλο, λέγοντας ότι έπρεπε να το δώσουν στην πιο όμορφη. Το μήλο διεκδίκησαν τρεις θεές: η Ήρα, η Αθηνά κι η Αφροδίτη. Ο Δίας όρισε κριτή στο διαγωνισμό το γιο του Πριάμου, του βασιλιά της Τροίας, τον Πάρη.
Οι θεές υποσχέθηκαν στον Πάρη δώρα:
Α) η Ήρα θα τον έκανε κυρίαρχο βασιλιά της Ασίας και της Ευρώπης.
Β) η Αθηνά θα τον έκανε δυνατό πολεμιστή.
Γ) η Αφροδίτη θα του έδινε γυναίκα την Ελένη με τη θεική ομορφιά.
Ο Πάρης προτίμησε την Αφροδίτη και της έδωσε το μήλο.
Η Αφροδίτη κατόπιν τον βοήθησε να την κλέψει από τον άνδρα της τον Μενέλαο, που τον φιλοξένησε στο παλάτι, αφού προηγουμένως τους ένωσε και τους δύο και να την πάει στην Τροία, όπου γιόρτασαν τον γάμο τους κι από κει και πέρα δημιουργήθηκε ο γνωστός σε όλους μας Τρωικός πόλεμος (1184 Π.Χ), στον οποίο ξεκίνησε και η παράδοση του πολεμικού χορού πυρρίχιου ή σέρα, από τον Πύρρο.
Ποιος ήταν ο Πύρρος; Ο Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας, ο οποίος ονομαζόταν έτσι από το θηλυκό όνομα Πύρρα, που είχε ο πατέρας του όταν κρυβόταν στα ανάκτορα του Λυκομήδη. Ο Νεοπτόλεμος λοιπόν πολέμησε στην Τροία, με την προτροπή του Οδυσσέα, του Φοίνικα και του Διομήδη, με γενναιότητα κι έκανε πολλά κατορθώματα: σκότωσε τον Ευρύπυλο, γιο του Τήλεφου κι ύστερα χόρεψε έναν πολεμικό χορό, που από τότε ονομάστηκε πυρρίχιος.
Ο Πυρρίχιος χορός των Ποντίων τραγουδιόταν και χορευόταν από τα πολύ παλιά χρόνια. Τον τραγουδούσαν ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, ο Ξενοφώντας, ο Λουκιανός κι ο Παπαμιχαλόπουλος. Τον χόρευαν οι Κουρήτες της Κρήτης, οι Θορηβόντες της Μ. Ασίας, οι Αθηναίοι στα Παναθήναια, οι Σπαρτιάτες στα Διόσκουρα, οι θρυλικοί Ακρίτες στον Πόντο.
Έχοντας υπόψη όλα αυτά τα ιστορικά συμβάντα που έγιναν στον Τρωικό πόλεμο, πιθανολογείται, πως όταν δημιουργήθηκε το θεατρικό δρώμενο των Μωμόγερων, ότι στην αναπαράσταση του κλέψιμου της νύφης, που βλέπουμε σήμερα, τότε η νύφη να συμβόλιζε την ωραία Ελένη και αργότερα να τροποποιήθηκε σύμφωνα με τις πολιτικές καταστάσεις της εκάστοτε εποχής και η ωραία Ελένη να αντικαταστάθηκε στην πορεία από μια άλλη νύφη, την Ελλάδα, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια, την οποία παρομοίασαν σε ομορφιά  οι Μωμόγεροι με την Ελένη.
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της ιστορίας βλέπουμε τους Πόντιους να δέχονται τους Μυρίους του Ξενοφώντα και να γίνονται συμπολεμιστές του Μ. Αλεξάνδρου, κατά την εκστρατεία του στην Μ. Ασία, όπου και κυριαρχεί στα στενά του Βοσπόρου, του Εύξεινου Πόντου και του Αιγαίου κι απελευθερώνει τις Ιωνικές πόλεις, που ήταν κάτω από τον περσικό ζυγό από την εποχή της Ανταλκίδειας Ειρήνης.
Η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου πρέπει να στάθηκε σταθμός στην πορεία του θεατρικού δρώμενου, όπου μετέπειτα άλλαξε, εφόσον οι Μωμόγεροι που βλέπουμε σήμερα, μιμούνται τον στρατό του Μ. Αλεξάνδρου και φορούνε την περικεφαλαία του, που θα δούμε στη συνέχεια. Αυτό το θεατρικό δρώμενο το συναντούμε σήμερα, κυρίως στους Μωμόγερους της περιοχής Κοζάνης, όπου βλέπουμε να μιμούνται τον στρατιωτικό βηματισμό της Αλεξανδρινής εποχής.
Εδώ να πούμε ότι η Ματσούκα καταλάμβανε 70 χωριά. Οι Μωμόγεροι πάνω στα βουνά της ήταν κατά ομάδες, γιατί δεν ήταν τίποτα άλλο από πολεμιστές αντάρτες. Επομένως χόρευαν το θεατρικό δρώμενο διαφορετικά μεταξύ τους, εφόσον δεν υπήρχε συνεννόηση να το χορεύουν όλοι με τις ίδιες φιγούρες κι αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι τα θεατρικά δρώμενα του Μωμόγερου στο Νομό μας ποικίλουν κατά πολύ στις φιγούρες που κάνουν. Άσχετα όμως μ' αυτό, είναι γεγονός  ότι καταφέρνουν να επικοινωνούν μαζί μας πετυχαίνοντας την έκσταση σε όλο της το μεγαλείο.
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, λοιπόν, αναφερόμαστε στους αιώνες που ακολούθησαν μετέπειτα, μετά Χριστόν. Τότε, το θεατρικό δρώμενο Μωμόγεροι θα πρέπει να άλλαξε ριζικά μορφή, όπως και όλα τα θεατρικά είδη, όπου δεν γινόταν πλέον κανένας λόγος για τον θεό Διόνυσο, αφού ο Χριστιανισμός στη συνέχεια επέδρασε καταλυτικά στη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων.
Το αρχαίο πνεύμα έσβησε το 592 Μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός έδωσε εντολή να κλείσουν οι φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας και μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς ο Παρθενώνας, το Θησείο, το Ερεχθείο, το Ασκληπιείο κ.α. Πλήθος από έργα καταστράφηκε από φανατισμένους χριστιανούς και απαγορεύθηκε για πολλά χρόνια η μελέτη των κλασσικών έργων μέχρι τον 17ο αι., όπου οι προσωπικότητες της πνευματικής ζωής συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ιδρύοντας στην Αθήνα την πρώτη Σχολή. Μετά ακολούθησαν κι άλλες, στις οποίες διδάσκονταν και το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, εάν υπήρχαν συγκεκριμένοι θεατρικοί διάλογοι στο δρώμενο του Μωμόγερου, αυτοί δεν διατηρήθηκαν με τις καταστροφές και τις απαγορεύσεις που έγιναν στο πανελλήνιο.
Όλα όσα προαναφέραμε, πιθανολογούνται σύμφωνα με τη ελληνική ιστορία, γιατί και σε μας τις νεότερες γενιές, δεν παραδόθηκε κανένα θεατρικό υλικό με διαλόγους από τους παππούδες μας, με την διδαχή κι εκμάθηση του δρώμενου απ' αυτούς, παρά μόνο ο χορός που βλέπουμε σήμερα και κάποτε-κάποτε μπορεί και η όλη αναπαράσταση του κλέψιμου της νύφης. Γι' αυτό και συνεχίζουμε να μελετούμε το δρώμενο πάντα με ενδιαφέρον, απορίες και πολλά  ερωτηματικά.
Παρ' όλα όσα συνέβηκαν, το θεατρικό δρώμενο των Μωμόγερων διατηρήθηκε. Επειδή όμως η Ματσούκα στα Βυζαντινά χρόνια μεταβλήθηκε σε ορμητήριο των αυτοκρατορικών στρατιωτικών δυνάμεων κι έγινε το κέντρο της ορθοδοξίας και στο μεταξύ στα οροπέδια και στις βρυσομάνες μεγαλούργησαν οι Ακρίτες, οι οποίοι δεν ήταν τίποτε άλλο από αγρότες που υπεράσπιζαν τη γη τους, κι εφόσον ο Μωμόγερος διατηρήθηκε από αγωνιστές πάνω στα βουνά, το θεατρικό δρώμενο διατήρησαν εκείνοι, που με την παλικαριά και την ανδρεία  τους έγιναν ακριτικά άσματα. Διατηρήθηκε από τον κάθε Ακρίτα, που δείχνει την Εθνική μας παρουσία και την αθανασία της ελληνικής ψυχής, που την περιτριγυρίζει η γενναιότητα, ο ηρωισμός και το ατρόμητο των Ελλήνων. Από τον Διγενή, τον Μάραντο, τους Γαβράδες, τους Ακρίτες με την αγωνιστική διάθεση και τον ρόλο που είχαν παίξει στη μετάδοση και διάδοση των ωραίων ιδεών, σε όλους τους λαούς. Και όπως ο Ακρίτας, έτσι κι ο Μωμόγερος, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν έσβησαν σαν ιδέα, σαν πίστη και σαν σύμβολο εθνικής αγωγής και συμπεριφοράς.
Κι αν καμιά φορά λείπουν από τα ιστορικά παρόντα, ξαποσταίνουν και ξαναφαίνονται μετά στη ζωή, φωτίζοντας κι ανασταίνοντας τους λαούς με το παράδειγμα τους, της αυτοθυσίας, καθώς και της αγωνιστικής και ιδεολογικής συμπεριφοράς και φιλελεύθερης συγκρότησης.
 
Τους σκλαβωμένους Πόντιους οι Τούρκοι αφεντεύανε.
Άρπαζαν, ατιμάζανε, ταπείνωναν και καίγανε.
Κι όποιος δεν πλήρωνε καλά τους φόρους στους αφέντες
Του' παιρναν το κεφάλι του και το' κοβαν σε φέτες.
Ραγιάδες και Γκιαούρηδες τους Έλληνες φωνάζανε
Κλείνανε τα σχολεία μας, τις εκκλησιές ρημάζανε.
Μα εμείς αντισταθήκαμε στη βάρβαρη σκλαβιά μας
Ακρίτες με όπλα γίναμε στ' απάτητα βουνά μας.
Φόβος και τρόμος γίναμε στους Τούρκους και δαιμόνια
Κεφάλια παίρναμε πολλά σε κορυφές κι αλώνια.
Ήμασταν οι αδούλωτοι Ακρίτες κι οι γενναίοι
Ελευθερία θέλαμε, εμείς καπεταναίοι.
 
(Ποίηση: Π. Τσοκτουρίδου)
 
Συνεχίζουμε όμως να ξεφυλλίζουμε τις σελίδες της ιστορίας  και αναφέρουμε επιγραμματικά ότι μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1204-1453) άρχισε στην Ευρώπη η αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος με την επίδραση των Ελλήνων λογίων, που  κατέφυγαν εκεί.
Το 1461 έχουμε την κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και από το 1453 μέχρι το 1828 την Τουρκική κατάκτηση, όπου ο ελληνικός πολιτισμός με τις περιουσίες των Ελλήνων έσβησαν και καταστράφηκαν. Σ' όλο αυτό το διάστημα ο Μωμόγερος  συνέχισε να διατηρείται σαν δρώμενο, αναλλοίωτος ή μη και άσχετα από τις επιδράσεις, που δεχόταν από την τουρκική κατάκτηση.
Μεταξύ του 1790 και 1797 θα πρέπει να ήταν βαθιά επηρεασμένος και ξεσηκωμένος από τις επαναστατικές εφημερίδες του Ρήγα Φεραίου (1757), όπως ήταν όλος ο ελληνικός κόσμος, στις οποίες περιλαμβανόταν ένας μεγάλος  χάρτης της Βαλκανικής χερσονήσου και της Μ. Ασίας, όπου τα όρια του ελληνικού κόσμου ήταν πολύ εκτεταμένα, μαζί με ένα χαραγμένο πορτραίτο του Μ. Αλεξάνδρου, ο συμβολισμός του οποίου ήταν προφανής.
Βαθιά επηρεασμένος ήταν και από τον ΘΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΡΗΓΑ, που ακούγοντας τον η καρδιά του σκιρτούσε .
 
Ως πότε παληκάρια, να ζούμεν στα στενά
Μονάχοι σαν λιοντάρια, στις ράχες, στα βουνά;
Καλλιό' ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπομεν κλαδιά,
Να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;
Καλλιό' ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
Να χάνωμεν αδέρφια, Πατρίδα και γονείς,
Τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;
Καλλιό' ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!
                                                                                         
 (ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ)
 
Επίσης επηρεασμένος ήταν και με την εκτύπωση του επαναστατικού φυλλαδίου του Ρ. Φεραίου το 1797, ενάντια στην τυραννία του Οθωμανικού κράτους, όπου ανάμεσα στ' άλλα συμπεριλαμβανότανε το «Νέο Πολιτικό Σύνταγμα των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των νήσων του Αιγαίου και των Πριγκηπάτων της Μολδαβίας και της Βλαχίας»
Με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 η Εθνική Αντίσταση των Ποντίων μεγαλουργούσε, με Πόντιους πρωτεργάτες τον Αλέξανδρο και Δημήτριο Υψηλάντη και οι Πόντιοι Μωμόγεροι συνέχισαν να διατηρούνται και τον επόμενο αιώνα, υποφέροντας  στη συνέχεια από τους Κεμαλικούς Νεότουρκους αφάνταστα βασανιστήρια και ανείπωτα μαρτύρια. Πήραν όμως μέτρα εναντίον των επιθέσεων Τούρκων τσετέδων και μπαζιμποζούκων  και συνέχισαν να παίζουν το δρώμενο δείχνοντας έτσι  την διαρκή Εθνική τους Αντίσταση κατά των Τούρκων.
Πήραν μια βαθιά ανάσα βοήθειας εκείνους τους δύσκολους χρόνους, από το 1914-1917 (Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος) όταν έγινε η Ρωσική κατοχή στις περιοχές του Πόντου, αλλά το 1922 ακολούθησε η Μικρασιατική καταστροφή και το 1923 η Σύμβαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, επομένως ακολούθησε ο τελικός ξεριζωμός των Ποντίων και η προσφυγιά  τους στη Μητέρα Ελλάδα.
 
Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,
Κρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο,
Κι απ' όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,
 
Παράμερα στέκει
Ο άντρας και κλαίει
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
τι κάνεις εσύ;
ο εχθρός μου το ξέρει
πως μου είσαι βαρύ».
 
Της μάνας ω λαύρα!
Τα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Και βρίσκει σπυράκι
Και μάνα φθονεί.
 
(Ποίηση Διονύσιου Σολωμού)
 
Ανάμεσα στους πρόσφυγες εκείνους ήταν και οι Μωμόγεροι, οι ανδρείοι επαναστάτες, που πολέμησαν παλικαρίσια για την ανάσταση της ελληνικής φυλής μας στα βουνά του Πόντου δείχνοντας τη δική τους Εθνική Αντίσταση κατά των Τούρκων και την προσδοκία τους για εθνεγερσία και για την ελευθερία του Έθνους. Οι χορευτές αυτοί λοιπόν δεν ήταν τίποτε άλλο από αντάρτες στα βουνά, που όταν κατέβαιναν στα χωριά για προπαγάνδα, (Ξεσηκωμό του Γένους), φορούσαν την Μωμογερίστικη στολή τους και παρουσίαζαν έναν ομαδικό πολεμικό χορό εκτελώντας φιγούρες σαν ιδιαίτερες φάσεις του όλου χορού. Το φαινόμενο αυτό βέβαια παρατηρούνταν με παρόμοιο τρόπο και σε πολλά μέρη του ελλαδικού χώρου, όπου ντύνονταν καρναβάλια με τσολιαδίστικη στολή και έδιναν μηνύματα στους Έλληνες εναντίον των Τούρκων.
Τα παραγγέλματα που τους έδινε ο αρχηγός τους ήταν στην τούρκικη γλώσσα, γιατί δεν μπορούσε να τα πει στην ελληνική, δείγμα κι αυτό του τούρκικου ζυγού στο καταπιεσμένο μας έθνος. Οι Μωμόγεροι όμως δεν εμφανίστηκαν ποτέ με την Μωμογερίτικη στολή τους, από την προσφυγιά τους στην Μητέρα Ελλάδα και μετά, πάνω στα βουνά της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εμφανίστηκαν ίσως μόνο ως  πολεμιστές, εξαφανίζοντας τα ίχνη τους, μιας και διασκορπίστηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και του Εξωτερικού.
Παρέμειναν όμως κάποιοι λάτρες τους, Μωμόγεροι κι οι ίδιοι από τα βουνά του Πόντου, οι οποίοι θέλησαν να μάθουν το δρώμενο στις επόμενες γενιές, διατηρώντας όμως ένα είδος μυστηρίου γύρω μας, μιας και δεν μας εξήγησαν πολλά πράγματα γι' αυτό. Αφήνοντας το παρακαταθήκη στην επόμενη γενιά μετά από αυτούς, της έθεσαν σαν όρο και μάλιστα την όρκισαν να μην το διαδώσει στην ελληνική κοινωνία, γιατί ήταν ένα μυστικό δικό τους, που έπρεπε να κρατηθεί κι από τις επόμενες γενιές που θα ακολουθούσαν,  παρουσιάζοντας το όμως ως έθιμο, διατηρώντας αυτές μόνο τα πνευματικά του δικαιώματα. Σεβόμενοι κι εμείς τις επιθυμίες των προγενέστερων μας, κάνουμε ότι μας είπαν, προσπαθώντας πάντα να μην εξαφανιστεί το δρώμενο ως έθιμο.
Ας ξεφύγουμε όμως από την ιστορική μελέτη της προέλευσης του Μωμόγερου κι ας εξετάσουμε την πολιτισμική, με αρχικό στάδιο την περικεφαλαία του Μωμόγερου, στην οποία θα αναφερθούμε αναλυτικά, μιας και η πρώτη ματιά που ρίχνει κάποιος πάνω στον Μωμόγερο και του κάνει εντύπωση είναι η περικεφαλαία του. Το όλο σκεπτικό των Μωμόγερων για την περικεφαλαία έχει ρίζες, οι οποίες ήταν φυτεμένες, εδώ και αιώνες βαθιά μέσα στο νου κι απλωμένες μέσα στην καρδιά τους. Ρίζες που ανταμώνανε στο πέρασμα των αιώνων και τυλίγονταν μεταξύ τους τόσο γερά, που στάθηκε αδύνατο να τις ξεμπλέξει κανείς. Αυτές πλέκονταν ακόμη περισσότερο ανά τους αιώνες και παρουσίαζαν πλέον κοινά σημεία προς μίμηση και παραδειγματισμό.
Ας δούμε λοιπόν πρώτα τι είναι η περικεφαλαία και ποια είναι η ιστορία της. Περικεφαλαία είναι το πολεμικό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού (κράνος), που χρησιμοποιείται από τους αρχαίους χρόνους. Οι πρώτες περικεφαλαίες κατασκευάζονταν από χονδρό ύφασμα ή δέρμα και τις συναντούμε στα αρχαία χρόνια στα κεφάλια των Ελλήνων, ακόμη και στους ολύμπιους θεούς, όπως στο κεφάλι  του πολεμόχαρου θεού Άρη, της πολεμικής θεάς Αθηνάς, στο κεφάλι του Άδη που τον έκανε αόρατο κ.α. Πολλές φορές τοποθετούσαν στο πάνω μέρος φτερά ή τρίχες από την ουρά ή την χαίτη του αλόγου, για να κάνουν πιο επιβλητική την εμφάνιση τους. Στην περίοδο της Αναγέννησης κατασκευάζονταν από σίδερο και μαζί με την πανοπλία αποτέλεσαν ένα προστατευτικό σύνολο.
Ας επανέλθουμε όμως στον Μωμόγερο κι ας υποθέσουμε ότι φορούσε περικεφαλαία από τα αρχαία κιόλας χρόνια, όταν έπαιζε το δρώμενο, που σίγουρα θα έμοιαζε τότε με την περικεφαλαία εκείνης της εποχής. Στην πορεία, όμως, όταν ο Μωμόγερος του Πόντου ήρθε σε άμεση επαφή με τον Μ. Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες στρατιώτες του κατά τις εκστρατείες του, το σκεπτικό του άλλαξε και θέλησε να δώσει μια άλλη διάσταση στο κάλυμμα που φορούσε, κατασκευάζοντας μια άλλη  περικεφαλαία παρόμοια με του Μ. Αλεξάνδρου (356-323), τιμώντας τον βασιλιά των Ελλήνων, με την ακατάβλητη δύναμη και ευφυία, την χαρισματική προσωπικότητα της ελληνικής ιστορίας και το αδιόρατα κατευθυνόμενο όργανο της θείας Πρόνοιας, ορμώμενος πάντα από κάποια παραδείγματα που είχαν σχέση με την αυτοθυσία και την αυταπάρνηση του Μ. Αλεξάνδρου σχετικά με την περικεφαλαία.
Κι αυτό μας το βεβαιώνει συγκεκριμένα κι ένα περιστατικό, που αναφέρει ο Πλούταρχος, που αναφέρεται στο βιβλίο του Γεωργίου Κιτσόπουλου, στον τόμο Β΄,  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ και είναι το εξής:
«Στην πορεία που είχε προηγηθεί, τον συνάντησαν μερικοί Μακεδόνες, που κουβαλούσαν νερό μέσα σε ασκιά. Ήταν καταμεσήμερο και όταν είδαν τον Αλέξανδρο να είναι σε κακή κατάσταση από τη δίψα, γεμίσαν γρήγορα με νερό μια περικεφαλαία και του έδιναν να πιει. Ο Αλέξανδρος πήρε την περικεφαλαία με το νερό στα χέρια του. Πριν όμως τη φέρει στο στόμα του, έριξε το βλέμμα του γύρω και είδε τους ιππείς του να έχουν όλοι  κατεβασμένο το κεφάλι. Δε μιλούσε κανείς.Τότε έδωσε πίσω το νερό λέγοντας: «Αν πιω εγώ μονάχα, τότε πως θα ξεδιψάσουν αυτοί;»Και οι ιππείς βλέποντας την εγκράτεια του και την μεγαλοψυχία του φώναξαν: «Πήγαινε μας μπροστά με θάρρος, γιατί, ούτε κουραζόμαστε, ούτε διψάμε, ούτε καν νομίζουμε ότι ήμαστε θνητοί, έχοντας εσένα γι' αρχηγό μας».
Ήταν μια πράξη που είχε σχέση με την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία κι έδειχνε ταυτόχρονα εγκράτεια, αλλά και φρονιμάδα στρατηγού πραγματική.»
Ο Μωμόγερος του Πόντου λοιπόν γνώριζε καλά την ιστορική και πολιτισμική σημασία, καθώς και την επιβλητικότητα τούτης της περικεφαλαίας, που ήταν παρόμοια με του Μ. Αλεξάνδρου, του άνδρα που στις προελάσεις του κατά των Περσών δεν αδίκησε, δεν αργυρολόγησε, δεν κινήθηκε από υστεροβουλία. Του μεγάλου ιδιοφυιούς στρατιωτικού κι ακόμη μεγαλύτερου σαν σκεπτόμενο άτομο. Του προφητευμένου εκείνου Άνδρα από την Π. Διαθήκη εκπολιτιστή της ανθρωπότητας, του δίκαιου, του μεγαλόψυχου, του τίμιου, του σεβόμενου και του σεβαστού από τους εχθρούς του, της μοναδικής μεγαλοφυίας, που υπήρξε ο εκλεγμένος του Θεού για τη γλωσσική και πολιτιστική ενοποίηση των λαών, για να δεχθούν την αποκαλυμένη αλήθεια στην ελληνική.
Ο Μωμόγερος πίστεψε βαθιά μέσα του πως ο Αλέξανδρος ήταν μέγας και πως η παρουσία και η προσφορά του προώθησαν με συνέπειες ανεκτίμητες τον ιστορικό χρόνο της γης, θεωρώντας τον πάντα σαν φορέα μιας πνευματικής  δύναμης ή ακόμα μιας πνευματικής ανάγκης, που οδηγούσε σε μια διέξοδο της ιστορικής εξέλιξης της ζωής. Ο Μωμόγερος πήρε πολλά παραδείγματα από τη ζωή του Έλληνα Βασιλιά, που τον έκαναν να ξεχωρίζει πάντα από τους υπόλοιπους Έλληνες για το μεγαλείο που τον διέκρινε.
Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το βιβλίο του Π. Κιτσόπουλου, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ:
«.Οι βασιλικοί παίδες άναψαν φωτιά κι έστρωσαν παχιές φλοκάτες, για να κοιμηθούν οι νιόπαντροι. Όμως ο Αλέξανδρος άφησε την Ρωξάνη με τις υπηρέτριες της και προτίμησε να μείνει μόνος στη σκηνή του στρατηγείου του. Κι αφού δέχτηκε εκεί στους στρατηγούς κι άκουσε τις αναφορές τους, τους έστειλε και κείνους να ξεκουραστούν. Ανησυχούσε για τους στρατιώτες που είχαν χαθεί μέσα στη θύελλα κι ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Πήρε στο τέλος τον μανδύα του και βγήκε, όπως το συνήθιζε, να ρίξει μια ματιά στο κοιμισμένο στρατόπεδο.
Κι εκεί, καθώς πήγαινε, βρήκε τον πεσμένο παλαίμαχο, που ήταν σχεδόν κοκαλωμένος από το κρύο και κόντευε στα τελευταία του. Τότε, δίχως να διστάσει, τον φορτώθηκε στους ώμους του και τον κουβάλησε στη βασιλική σκηνή. Κι αφού τον λευτέρωσε και του έβγαλε ο ίδιος τα βρεγμένα σανδάλια, τον βόλεψε να καθίσει πάνω στον βασιλικό θρόνο, κοντά στη φωτιά. Μετά άρχισε να του στάζει στο στόμα δυνατό κρασί. Ήταν μια από τις στιγμές, που φανερώνανε τον πραγματικό Αλέξανδρο, που λάτρευε τους Μακεδόνες του αληθινά.
Πέρα από κάθε επίδειξη, μακριά από κάθε ξένη παρουσία, ο βασιλιάς είχε σκύψει πάνω από τον ετοιμοθάνατο γέρο στρατιώτη του κι αγωνιζόταν να τον ξαναφέρει στη ζωή. Ο άνθρωπος φανερωνόταν μέσα από την άβυσσο, που χώριζε τον Μεγάλο Βασιλέα από τον ασήμαντο στρατιώτη, κι αυτός ο άνθρωπος ήταν που είχε μεγαλουργήσει πολύ περισσότερο από τον έξοχο στρατηγό και τον ακατανίκητο κατακτητή».
Γεννιέται ίσως το ερώτημα όμως σε κάποιους: Μα, ο Μ. Αλέξανδρος απεικονίζεται με ένα είδος περικεφαλαίας, την «λεοντή», στο κεφάλι του στα μακεδονικά νομίσματα που βρέθηκαν στις ανασκαφές κι όχι με την πολεμική του περικεφαλαία. Πως εξηγείται αυτό; Τι σήμαινε δηλ. η «λεοντή» για τον Μ. Αλέξανδρο και γιατί ο Μωμόγερος διάλεξε να φοράει την πολεμική περικεφαλαία κι όχι την «λεοντή»;
Η απάντηση είναι η εξής: Με την ίδια «λεοντή» απεικονίζεται κι ο Ηρακλής σε πολλές παραστάσεις κι αυτό έχει την εξήγηση του στο ότι ο Αρχέλαος, τρισεγγονός του Ηρακλή, διωγμένος από την περιοχή του Άργους από τα αδέρφια του, πήγε στην Μακεδονία, όπου ίδρυσε την πόλη Αιγές και θεωρείται ο άμεσος πρόγονος του Αλεξάνδρου της Μακεδονίας.
Ο Αλέξανδρος λοιπόν είναι απόγονος του Ηρακλή και του Αιακίδη και φορούσε το κεφάλι του τέρατος του λιονταριού της Νεμέας, σαν ένα είδος περικεφαλαίας, γνωρίζοντα πολύ καλά τη σημαντικότητα του.  Στις μάχες βέβαια φορούσε την πολεμική του περικεφαλαία γιατί γνώριζε πόσο σημαντική ήταν για την  προστασία του κεφαλιού του αυτό το προστατευτικό κράνος.
Ο Μωμόγερος προτίμησε να φορέσει την πολεμική περικεφαλαία του Αλεξάνδρου  για να δείξει την δική του Εθνική Αντίσταση κατά των Τούρκων και την προσδοκία του για εθνεγερσία και την ελευθερία του έθνους. Τίμησε το πολεμικό τούτο κάλυμμα, που κοσμούσε το κεφάλι ενός ανδρείου επαναστάτη άνδρα και κατακτητή, γιατί ήταν πάντα ερωτευμένος κι αυτός όπως κι εκείνος με την πατρίδα του και πολέμησε παλικαρίσια όπως εκείνος για την ανάσταση της ελληνικής φυλής.
Τιμή κι αξία έδωσε στην περικεφαλαία τούτη ο Μωμόγερος, η οποία φεγγοβολούσε από το αδιήγητο κάλλος της θεοσέβειας και του πατριωτισμού του και την κόσμησε με διάφορα καλλωπιστικά σχήματα και καθρεφτάκια για να δείξει την συμμαχία του στις ενάρετες πράξεις των μεγάλων ηρώων και να σφραγίσει μ' αυτά την ωραιότητα στα δίκαια και γενναία έργα τους.
Αν παρατηρήσουμε την περικεφαλαία του Μωμόγερου, θα δούμε ότι πίσω απ' αυτήν κρέμονταν τρεις  κορδέλες, διαφορετικού χρώματος η κάθε μια, μια άσπρη, που μαζί με την γαλάζια συμβόλιζαν την Ελλάδα και μια κόκκινη, που την είχαν ως παραπλανητική για τους Τούρκους, να μη καταλάβουν πως οι άλλες δυο συμβόλιζαν κάτι. Μέσα σε τούτες τις δυο κορδέλες, την άσπρη και την γαλάζια, μπορεί κανείς να παρατηρήσει το βαθύ αίσθημα που διακρίνει τους Πόντιους για την ελληνικότητα της φυλής τους και την ανάγκη να διασφαλίσουν την εθνική τους δύναμη με την ενότητα. Βλέπουμε να ζούσε και να παλλόταν ολόκληρη η Πατρίδα, οι αγώνες και οι περιπέτειες του Έθνους μας, τα ιερά κόκαλα των Ελλήνων, οι τάφοι των προγόνων μας, η ιστορία και το ελληνικό μεγαλείο.
Συνεχίζοντας την περιγραφή της στολής του Μωμόγερου, πηγαίνουμε στο άσπρο πουκάμισο, το ζωνάρι (ταραπουλούς), την καλτσοβράκα και τα τσαρούχια, στοιχεία αναμφισβήτητα της ιστορικής πορείας τους και του βαθμού επιβίωσης του πολιτισμού τους. Κάνει τον καθένα να σκεφτεί πως εμφανίζεται ένας όμιλος φουστανελάδων με τις περικεφαλαίες εκεί στον μακρινό Πόντο για να περάσει τα μηνύματα του καταπιεσμένου έθνους. Ξεγελάει τους Τούρκους με ένα λιτό, δραματικό και σατιρικό παιχνίδι, που ανάβλυζε από το παρελθόν της αρχαίας Ελλάδας. Το κυριότερο στοιχείο του ήταν ένα σοβαρό και πειθαρχημένο σύνολο, που αποτελούνταν από 9-15άτομα ντυμένα με στολές ευζώνων.
Γιατί διάλεξαν την στολή των ευζώνων; Οι εύζωνοι ήταν σύμβολα ηρωισμού και η στολή τους κρατούσε από τα Ομηρικά κιόλας χρόνια (8ος Π.Χ.αι.) και τη συναντούμε επίσης  στη συνέχεια  στους αρματολούς και κλέφτες, οι οποίοι έχοντας πάντα άσβεστη τη φλόγα της λευτεριάς στην ψυχή τους, προετοίμαζαν το έδαφος για τη λύτρωση του έθνους, όπως εξάλλου ευζώνους συναντούμε σε τμήματα Ποντιακού εθελοντικού στρατού, καβαλάρηδες, πεζούς, με μαχαίρες καρφωμένες στο ζωνάρι, ξιφοφόρους, λογχοφόρους, να κρατούν σίδερα και χοντρά παλούκια στο χέρι, να μάχονται για να υπερασπιστούν την Τραπεζούντα από τους Τούρκους.
Τα παλικάρια εκείνα ήταν από τη Ματσούκα, τη Σαντά, τη Πουλαντζάκη, τη Γαλλιάνη, τη Χαλδεία, την Άτρα, το Μεσοχώρι, το Τζεβιζλίκ, το Παπαρζά, των Χατζογλάντων, την Τοκάτη, τη Ζάρα, τη Μπάφρα, το Ζιλά κι από αλλού. Έπαιρναν μέτρα εναντίον των επιθέσεων Τούρκων  με την διαρκή Εθνική τους Αντίσταση ενθυμούμενοι πάντα τον μεγάλο Γέροντα του Μωριά, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη,να κλαίει για την Ελλάδα, όπως τότε στην εκκλησιά της Παναγιάς στο Χρυσοβίτσι και να λέει: «Παναγιά μου, βοήθησε και τούτην την φορά τους Έλληνες δια να εμψυχωθούν»
Θυμούνταν πάντα  τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον ατρόμητο Τουρκοφάγο, που στις μάχες εναντίον των Τούρκων ήταν αλύγιστος. Θυμούνται πάντα τα λόγια του.
 
Μετριάστε και σας έφαγα! Είμαι ο Κολοκοτρώνος
Εγώ είμαι ο αλύγιστος και του ηθικού βαρώνος.
Βαστάτε όλοι οι Έλληνες, στρατό φέρνω χιλιάδες!
Μανιάτες και Πετρόμπεη! Μη κλαίτε άλλο μανάδες!
Είμαι ο Τουρκοφάγος σας! Το όνομα μου μόνο
Όλους εσάς σας προκαλεί φυγή κι άφθονο τρόμο.
Ήρθε κι ο Νικηταράς κι ο γιος μου ο Γενναίος
Στα πόδια σας βάλτε φτερά γιατί είναι άγριος νέος.
Πλαπούτα, Μητροπέτροβα και Μαυρομιχαλαίοι
Θερίστε τα κεφάλια τους, άντρες τρανοί, ώ! Γενναίοι!
Νικήσαμε! Αφήστε τους να φύγουν να σωθούνε
Να κλάψουν, να θρηνήσουνε κι όλοι τους να ντραπούνε.
Θρήνησε Κεχαγιάμπεη, γιατί' σαι ηττημένος
Απ' τους ραγιάδες Έλληνες και είσαι απελπισμένος.
 
(Ποίηση:Π.Τσοκτουρίδου)
 
Συνεχίζοντας, αναφέρουμε ότι οι Μωμόγεροι της Ματσούκας κρατούσαν στο χέρι ένα ματσούκι και να πούμε πληροφοριακά ότι στην Άνω Ματσούκα και ιδίως στην Κουνάκα δεν περπατούσε άνδρας δίχως να κρατάει την ματσούκα, το στουράκ', κατά την τοπική διάλεκτο. Όπως λέγεται, εξαιτίας της ματσούκας και οι κάτοικοι λέγονταν Ματσουκαίοι ή Ματσουκάτ'. Εάν οι Μωμόγεροι κρατούσαν την ματσούκα και στα αρχαία χρόνια παίζοντας το δρώμενο, τότε πολύ πιθανόν να  ήταν επηρεασμένοι από τον Αγαμέμνονα, τον μυθικό βασιλιά των Μυκηνών, ο οποίος κρατούσε ματσούκι κι εκείνος, το ονομαζόμενο σκήπτρο των Πελοπιδών, φτιαγμένο από τον Ήφαιστο. Αργότερα, το σκήπτρο ήταν το έμβλημα των Αυτοκρατόρων στην ρωμαική και τη βυζαντινή εποχή.
Την ομάδα των Μωμόγερων κατηύθυνε ο αρχηγός, ο οποίος λεγόταν Αλογάς ή Κυζίρτς. Δεν φορούσε μάσκα και υποχρεωνόταν να έχει τα μάτια του τέσσερα για να φυλάει και να προστατεύει τη νύφη (Ελλάδα), την οποία με μανία κυνηγούσαν ο Πασιάς, ο Αράψ, ο Άρκον κι ο Γιατρόν, ο οποίος μάλιστα την κρυφοκοίταζε και της γλυκομιλούσε, για να την κλέψουν από τον γαμπρό. Εδώ μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Πόντιοι ήταν επηρεασμένοι από την ιστορία της αρπαγής της ωραίας Ελένης και ήθελαν να προστατέψουν την δική τους νύφη, την Ελλάδα, από τους κλέφτες που τους απειλούσαν, χρησιμοποιώντας τον Αλογά σαν προστάτη της.
Ο Αλογάς φορούσε στη μέση του ένα ξύλινο στεφάνι (το κυζερόξυλο) από λυγισμένη βέργα κρανιάς, που όμως ήταν περιτυλιγμένη με μεταξωτό ζωνάρι (ταραπουλούς) και στολισμένη με κρόσσια και μπροστά-μπροστά στο χερούλι με κουδουνάια, τα οποία ήταν δεμένα στα άκρα της βέργας που αποτελούσαν και το κεφάλι του αλόγου. Με το αριστερό χέρι έπιανε το χερούλι, κουνούσε το στεφάνι και έσειε τα κουδουνάκια, τα οποία κουδούνιζαν σαν κουδουνάκια αληθινού αλόγου. Με το δεξί χέρι κρατούσε μια βέργα, με την οποία καταδίωκε τους θρασείς και αδιάντροπους επιδρομείς, που ορμούσαν να του κλέψουν τη νύφη.
Η ανάγκη για την οργάνωση του ιππικού δημιούργησε στους Μωμόγερους τον ρόλο του Αλογά, μέσα στον οποίο κρύβονταν αρκετά μηνύματα για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους και  εκπροσώπευε το ταχυκίνητο κι ευέλικτο ιππικό στράτευμα, που επενέβαινε στις πιο κρίσιμες στιγμές μιας μάχης.
Ο γαμπρός απεικονίζει την ευρωπαική βοήθεια και ήταν καβάλα σ' ένα ξύλινο άλογο με περπεντούλια (στολίδια), το οποίο πρέπει στην  αρχική του μορφή να συμβόλιζε τον Δούρειο ίππο, το τεράστιο, κούφιο ξύλινο άλογο, που κατασκεύασαν οι Έλληνες με την υπόδειξη και τις οδηγίες του πανούργου  Οδυσσέα, για να ξεγελάσουν τους Τρώες κι έτσι να καταλάβουν την Τροία με δόλο. Μετέπειτα  όμως, καθόλου απίθανο να συμβόλιζε και το αγαπημένο άλογο του Μ. Αλεξάνδρου, τον Βουκεφάλα, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ στις μάχες του.
Αν ανατρέξουμε στο βιβλίο του Π.Κιτσόπουλου, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, θα διαβάσουμε τι είχε γίνει σχετικά με τη θρυλική αρπαγή του Βουκεφάλα από τους Μάρδους σε ξαφνική επιδρομή τους στο στρατόπεδο των Μακεδόνων. Ο Μ. Αλέξανδρος όταν το έμαθε μελάνιασε και στέλνοντας κήρυκες παντού, απειλούσε πως θα ξεκλήριζε όλους τους Μάρδους, γυναίκες και παιδιά, αν δεν του έδιναν πίσω το άλογο του..
 
Του Βουκεφάλα η αρπαγή έγινε σε επιδρομή.
Σ' όλον τον κόσμο θ' ακουστεί η είδηση η θρυλική.
Το' μαθε κι ο Αλέξανδρος. Δεν άντεξε, θα εκραγεί.
Κήρυκα στέλνει για να πει την απειλή την τρομερή:
 
Μάρδους, γυναίκες και παιδιά, όλους θα ξεκληρίσω
Εάν τον Βουκεφάλα μου δεν πάρω ποτέ πίσω.
Κανένας δεν με σταματά. Ούτε τ' απέραστα βουνά.
Όλους εσάς θα σβήσω και δεν θα υποχωρήσω.
Αν μου τον επιστρέψετε, εσάς θα ανταμείψω
Με δώρα κι άλογα πολλά όλους θα σας γεμίσω.
 
«Γεράκο Βουκεφάλα μου και τυχερό άλογο μου
σ' έκλεψαν στην επιδρομή εχτές, το βράδυ, ατυχή
και τώρα, οϊμέ, λυπάμαι μη γίνεις και σωτήρια
στην πείνα τους τροφή. Τρέμω και δεν κοιμάμαι.
Τους έκανε εντύπωση η όμορφη αρχοντιά σου
Το χρώμα το παράξενο και το ανάστημα σου.
Θυμάμαι όταν σε δάμασα τι άγριος που ήσουν!
Ήμουνα τότε ένα παιδί  με δύναμη κι όλο ορμή.
Μαζί κι οι δυο αγωνιστές σ' όλες τις μάχες τις τρανές
Με θάρρος πολεμήσαμε και τους εχθρούς νικήσαμε.
Τι να πρωτοθυμηθώ! Εγώ να σ' αποχωριστώ!!!.
Αυτό δεν θα τ' αντέξω. Πολύ πια θα πονέσω.
Μ'απότομα θα εμφανιστώ και θα' ρθω να σε βρω
Δρόμο αφού χαράξω, όλους θα τους τρομάξω».
 
Οι Μάρδοι φοβηθήκανε γιατί ήταν δεισιδαίμονες.
Γι'αυτούς ήταν οι Έλληνες οι πιο μεγάλοι δαίμονες.
Το άλογο βιαστήκανε ευθύς να επιστρέψουν
και ούτε που νοιαστήκανε άλλο πια να το κλέψουν.
Ο Αλέξανδρος γενναιόδωρα τους φέρθηκε με δώρα
και ότι τους υποσχέθηκε, ευθύς τους κατατέθηκε.
Κι όταν συναντηθήκανε οι δυο φίλοι αντάμα
ευθύς αγκαλιαστήκανε! Πολύ συγκινηθήκανε!
 
(Ποίηση:Π.Τσοκτουρίδου)
 
Το όλο σκεπτικό του δρώμενου είναι ότι οι Έλληνες Πόντιοι περίμεναν βοήθεια από τον γαμπρό, δηλ από τους Ευρωπαίους, τον οποίο ήθελαν να παντρέψουν με την  νύφη δηλ. την Ελλάδα. Στο δρώμενο έπαιρναν μέρος ο Πασιάς κι ο Αράψ μεταμφιεσμένοι με ανάλογα διακριτικά ρούχα, οι οποίοι προσπαθούσαν κατά τη διάρκεια του χορού κι αυτοί να επωφεληθούν καμίας αβλεψίας του Αλογά  και των φυλάκων τσαούσηδων και με πονηριές και λαθροχειρίες να κλέψουν τη νύφη από τα χέρια του, ο οποίος όμως τους τιμωρούσε αμείλικτα με τη βέργα του όταν επιχειρούσαν απαγωγή. Πολλές φορές ο Πασιάς και ο Αράψ δέχονταν τέτοια πήγματα, ώστε έπεφταν σαν μισοπεθαμένοι και τότε καλούσαν τον Γιατρόν (ο οποίος ήταν ντυμένος ευρωπαικά με τσάντα κι ακουστικά) και τους συνέφερνε με γιατρικό (λίγο ξύδι).
Ο Γιατρόν ήταν αλλόθρησκος, δικός τους, Τουρκοαιγύπτιος κι αυτός, γιατί συμβόλιζε τον Μωαμεθανισμό και τον είχαν σαν μάγο, γι΄ αυτό και τον καλούσαν σε βοήθεια. Να πούμε εντελώς ενημερωτικά ότι οι Άραβες (Πασιάς και Αράψ) ήταν λαός σημιτικής καταγωγής.
Η καινούρια ιδεολογία που πήρε τη μορφή μιας νέας θρησκείας, του Ισλαμισμού ή Μωαμεθανισμού, οδήγησαν στις πρώτες κατακτητικές ενέργειες των Αράβων, πολεμώντας εναντίον του Βυζαντίου και του Ιράν. Τους τσαούσηδες συναντούμε στην ιστορία στην πτώση της Πόλης, όπου ήταν ένα από τα εκλεκτά σώματα πολεμιστών από τον μεγάλο στρατό του Μωάμεθ, οι οποίοι ξεχώριζαν από τα ξυρισμένα κεφάλια τους με την αλογουρά, που φύτρωνε από τη μέση του κρανίου, για να υποδηλώνει τις μογγολικές τους ρίζες.
Το δρώμενο αυτό παρουσίαζε την τότε τραυματική εμπειρία των Ελλήνων από την άλωση της Κων/πολης, την οποία δεν ξέχασαν και τους πονούσε όταν την θυμούνταν. Τώρα αυτό για μας δεν έχει ίσως σημασία. Όμως ο Χρόνος και το Πεπρωμένο εξακολουθούν να ρυθμίζουν το Παρελθόν, το Παρόν και το Μέλλον, καθώς όλα όσα  ενώνονται σε Ένα. Η μνήμη των Γενναίων ανήκει στην καρδιά όλων των ανθρώπων.
Συνεχίζουμε την έκβαση του δρώμενου με τον Γιογκουβάρη, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Μωμόγεροι για να ξεγελούν τους Τούρκους βάζοντας πίσω του άχυρα, προβλέποντας την τύχη τους. Και δεν έπεφταν έξω! Οι Τούρκοι έδιναν φωτιά στα άχυρα γελώντας κι οι Έλληνες επωφελούμενοι από την προσήλωση τους για την τύχη του Γιογκουβάρη (αστείο κλόουν) έκαναν τη δουλειά τους, δηλ. έβρισκαν ευκαιρία και έδιναν τα απευλευθερωτικά τους μηνύματα στους δικούς τους ανθρώπους.
Ας μη ξεχνάμε ότι ήταν αντάρτες στα βουνά και όταν κατέβαιναν στα χωριά, δεν έπρεπε να τους γνωρίσουν οι Τούρκοι, γιατί θα τους σκότωναν. Γι' αυτό και φορούσαν μάσκες, για να μην αναγνωρίζονται από τους Τούρκους. Στο όλο δρώμενο έπαιρναν μέρος και οι διάβολοι, που συμβόλιζαν την αστυνομία (καρακόλ). Κρατούσαν ρόπαλα κι αλυσίδες, με τις οποίες και έδεναν τον κλέφτη της νύφης. Για να πάρουν πίσω τη νύφη, όταν την έκλεβε κάποιος από τους προαναφερόμενους εχθρούς, έπρεπε να πληρώσουν παχσίς, το οποίο ήταν χρηματικό δώρο.
Στην αρχαιότητα, το δρώμενο με τους διαβόλους ήταν εμπνευσμένο από τους Σάτυρους και τους Σιληνούς, οι οποίοι ήταν ένας θίασοςαπό κατώτερες αγροτικές θεότητες, που συνόδευαν πάντα τον θεό Διόνυσο. Οι Σάτυροι ήταν οι αδερφοί των Νυμφών και δεν διέφεραν σε τίποτα στο σώμα από τους σημερινούς καλικάντζαρους. Οι Σιληνοί ήταν πιστοί φίλοι κι ακόλουθοι του Διόνυσου κι έκρυβαν μέσα τους τη δύναμη της σοφίας και τη γνώση του μέλλοντος.
Οι Μωμόγεροι πιθανόν να δανείστηκαν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των Σιληνών και των Σατύρων για το στήσιμο της θεατρικής τους παράστασης, κάνοντας το όλο θέμα μυστηριακό. Οι διάβολοι όμως στους Μωμόγερους, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι δεν διαφέρουν από τους καλλικάντζαρους, που δεν είναι τίποτε άλλο από φανταστικά δαιμονικά πλάσματα, τα οποία προέρχονται πιθανότατα από τις μεταμφιέσεις που γίνονταν τις μέρες του Δωδεκαήμερου, κατά τις οποίες ακριβώς πιστεύει κι ο λαός ότι εμφανίζονται.
Η βασιλεία τους πάνω στη γη αρχίζει, σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, από τη μέρα των Χριστουγέννων και τελειώνει τη μέρα των Φώτων, γιατί φοβούνται τον παπά που αγιάζει τα νερά και γίνονται άφαντοι μόλις λαλήσει ο τρίτος πετεινός. Υπάρχουν κοινά σημεία στους Μωμόγερους και τους καλλικάντζαρους, στο ότι και οι μεν και οι δε, είχαν κουτσαμάρα  και στο ότι βλέπουμε ότι οι καλλικάντζαροι εμφανίζονται από τα Χριστούγεννα μέχρι την μέρα των Φώτων και οι Μωμόγεροι ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Άρα υπάρχουν κοινά σημεία ταύτισης μαζί τους.
Το δρώμενο των Μωμόγερων συνόδευαν ο Γέρον και η Γραία, μεταμφιεσμένα δυο άτομα  δηλ. σε γέρο και γριά,  που διασκέδαζαν με τα αστεία τους κι αυτοί τον κόσμο για να παραπλανούν τους Τούρκους. Η γραία έκανε την ετοιμόγεννη και ο Γέρον την ξεγεννούσε παίρνοντας το μωρό-ομοίωμα ο ίδιος στην αγκαλιά του. Συμβόλιζαν έτσι την αποχώρηση του παλιού με την υποδοχή του καινούριου χρόνου, που εξέφραζε τις προσδοκίες και τις ελπίδες των Ποντίων για ένα καλύτερο μέλλον.
Ο Γέρον και η Γραία διατηρούν στοιχεία από τις εκδηλώσεις των αρχαίων Ελλήνων που γιόρταζαν την πρώτη μέρα κάθε μήνα (νουμηνία)και ήταν ένα έθιμο που κληροδοτήθηκε από τους Βυζαντινούς και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μαζί τους είχαν ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με υποτιθέμενα δώρα, το οποίο ακολουθούσε μεταμφιεσμένος κάποιος  σε καμήλα με τον καμηλιέρη του.
Στο δρώμενο ακολουθούσαν ο Ακρίτας με παραδοσιακή στολή έχοντας στο πλάι του έναν Άρκον (Αρκούδα), που φορούσε στο πρόσωπο μάσκα - κεφάλι αρκούδας και τομάρι αρκούδας ως συνήθως από βελέντζα.
Ο Ακρίτας κι ο Άρκον έδιναν στους Έλληνες  μηνύματα άμυνας εναντίον των Τούρκων εκδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την διαρκήΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ τους, που κρατούσε αιώνες πριν.
Ακολουθούσε ένας Δικαστής με αυστηρό ύφος με κάποιον μεταμφιεσμένο σε Τούρκο Μπέη, που τον φώναζε με το όνομα Ντερέμπεη,καθώς κι ένας Χωροφύλακας με σφυρίχτρα που επέβαλε υποτίθεται την τάξη.
Ερχόταν μετά κάποιος που τον φώναζαν Πορδαλά μαζί με τη νύφη και ζητούσε από τον δικαστή να δικάσει εκείνον που την έκλεψε και παρίστανε τον γαμπρό.
Ακολουθούσαν βέβαια κι άλλες σκηνές αστείες και κωμικές με συμμετοχή όλου του κόσμου που ποικίλανε σε δράση και πλοκή.
 
Θα' θελα να μουν Πορδαλάς, σάτυρος και κρεμανταλάς
με κέρατα κι ουρά μακριά. Να' χα και μυτερά αυτιά.
Να' μουν κι εγώ ένας θεός,  κατώτερος μα ελληνικός
Τον Διόνυσο ν' ακολουθώ μ΄ ένα χορό οργιαστικό.
Όλους θα τους σατίριζα και κωμωδός θα στήριζα
όλη την πολιτεία, δίχως δόλο ή αδικία.
Θα ήμουνα και σκωπτικός, επίσης και επικριτικός
μύθους θα έπλαθα σωρό και διάλογο πολύ πεζό.
Σουρής, Καβάφης, Παλαμάς, Σούτσος, Καρύδης, Βηλαράς
με αντιπροσωπεύσανε, τη σάτιρα επαινέσανε.
 
(Ποίηση:Π.Τσοκτουρίδου)
 
Είναι ολοφάνερο πάντως, πως τους τελευταίους αιώνες όλες οι παραπάνω σκηνές ήταν επηρεασμένες από την εξέλιξη της Επανάστασης των Ελλήνων του 1821, η οποία γέννησε την φιλοπατρία, που με τη σειρά της και τούτη γέννησε την ανάγκη για την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας της πατρίδας μας. Το ελληνικό αίμα που χύθηκε γι' αυτόν τον σκοπό, πότισε την ελληνική γη με αντρειοσύνη, για να ζει η ελληνική κοινωνία μας και να απολαμβάνει ελεύθερα τα αγαθά μιας δίκαιης ειρήνης.
Αργότερα, λίγο πριν τον ξεριζωμό των Ποντίων, οι Τούρκοι κατάλαβαν γιατί οι Έλληνες έστηναν όλο εκείνο το σκηνικό ντυμένοι Μωμόγεροι. Οι Έλληνες Πόντιοι γνωρίζοντας το δεν κατέβηκαν από τα βουνά παρά μόνο όταν έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το έθιμο των Μωμόγερων τιμάται σήμερα από τους Πόντιους σε περιοχές του Ν. Κοζάνης, οι οποίοι ντύνονται με την παραδοσιακή στολή και γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι, από γειτονιά σε γειτονιά μαζί και χορεύουν συνοδευόμενοι πάντα από την ποντιακή λύρα ή αλλιώςαποκαλούμενη κεμεντζέ.
Χρονολογικά το έθιμο κρατάει τις ρίζες του από τον 6ο αι. Π.Χ. μέχρι σήμερα. Ποιο είναι το χρέος που πρέπει να εκπληρώνουν οι σημερινές γενιές μας στον Μωμόγερο; γεννιέται το ερώτημα. Οι σημερινές γενιές έχουν χρέος να διατηρήσουν και να διασώσουν την παράδοση των Μωμόγερων και να δίνουν μάχες με τα δικά τους μηνύματα για την διατήρηση της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, η οποία συνεχίζεται στους αιώνες των αιώνων στην ιστορία και στον πολιτισμό σαν διαθήκη που μας άφησαν οι πρόγονοι μας, σε ένδειξη φόρου και σεβασμού στη μνήμη τους.
Οι σημερινοί Μωμόγεροι αναπαριστώντας την ιστορία του παρελθόντος πρέπει να είναι πρωτοπόροι για την εμψύχωση του έθνους μας στις δύσκολες στιγμές μας και να ακολουθούν τα παραδείγματα των προγόνων μας. Να επαγρυπνούν πάντα για τα εθνικά  μας συμφέροντα και να τα καταγράφουν επηρεάζοντας συνειδήσεις και στέλνοντας μηνύματα στις επόμενες γενιές μας.
Να συμβάλλουν στη κατάκτηση της εξέλιξης και τη συνέχιση του πολιτισμού μας. Μωμόγεροι και οι σημερινές γενιές, να μιμούνται τους Πόντιους προγόνους τους για την διαρκή ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ κατά των Τούρκων, που μας απειλούν διαρκώς παραβιάζοντας τα σύνορα της Ελλάδας μας. Να είναι αυτοί, οι συνεχιστές της ιστορίας και της πολιτισμικής παράδοσης.
                                                     
(Η πολιτιστική μελέτη των Μωμόγερων με τίτλο «Ο ΜΩΜΟΓΕΡΟΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΜΩΜΟΥ» της Παρθένας Τσοκτουρίδου, παρουσιάστηκε, το έτος 2005, στην Εύξεινο Λέσχη Κοζάνης με προβολή  CD & DVD και στα Κομνηνά Εορδαίας με γιγαντοοθόνη).